Αλέξανδρος Νιέφσκι
- Aleksandr Nevskiy
- Alexander Nevsky
- 1938
- ΕΣΣΔ
- Ρωσικά
- Βιογραφία, Έπος, Εποχής, Ιστορική, Περιπέτεια, Πολεμική
Βρισκόμαστε στον 13ο αιώνα και η Ρωσία έχει κατακτηθεί από ξένους εισβολείς. Ένας ρώσος πρίγκιπας, ο Αλεξάντερ Νιέφσκι, ξεσηκώνει τους κατοίκους και οργανώνει ένα στρατό ατάκτων για να αποκρούσει την εισβολή των τεκτονικών ιπποτών. Όλα θα κριθούν στην κρίσιμη μάχη που θα λάβει χώρα δίπλα σε μια παγωμένη λίμνη του Νόβγκοροντ.
Σκηνοθεσία:
Sergei M. Eisenstein
Dmitriy Vasilev
Κύριοι Ρόλοι:
Nikolay Cherkasov … πρίγκιπας Aleksandr Nevsky
Nikolai Okhlopkov … Vasili Buslai
Andrei Abrikosov … Gavrilo Oleksich
Dmitriy Orlov … Ignat
Vasili Novikov … βοεβόδας Pavsha
Nikolai Arsky … Domash Tverdislavich
Varvara Massalitinova … Amelfa Timoferevna
Valentina Ivashova … Olga Danilovna
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Sergei M. Eisenstein, Pyotr Pavlenko
Μουσική: Sergei Prokofiev
Φωτογραφία: Eduard Tisse
Μοντάζ: Sergei M. Eisenstein, Esfir Tobak
Σκηνικά: Iosif Shpinel
Κοστούμια: Sergei M. Eisenstein , Konstantin Eliseev
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Aleksandr Nevskiy
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Λέων του Νέβα [αυθεντικός]
- Διεθνής Τίτλος: Alexander Nevsky
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Αλέξανδρος Νιέφσκι [επανέκδοσης]
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Αλεξάντερ Νιέφσκι [επανέκδοσης]
Παραλειπόμενα
- Η πρώτη ομιλούσα ταινία του Eisenstein γυρίστηκε μέσα σε μια περίοδο όπου οι σχέσεις μεταξύ του Στάλιν και της ναζιστικής Γερμανίας ήταν τεταμένες. Η ιστορική διαμάχη ανάμεσα στους Ρώσους και τους τέκτονες λειτούργησε ως αλληγορία της πολιτικής τότε κατάστασης, με αιχμή ότι τα περισσότερα από τα κράνη των τεκτόνων μοιάζουν με αυτά που χρησιμοποιούσε ο γερμανικός στρατός κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακόμα όμως και σβάστικες εμφανίζονται σε αυτά. Η ταινία επίσης βάλλει κατά του κλήρου και του καθολικισμού, σε μια εποχή που η ΕΣΣΔ έβαλλε κατά της εκκλησίας.
- Ο συν-σκηνοθέτης Dmitri Vasilyev είχε την “αποστολή” να μην αφήσει τον Eisenstein να ακολουθήσει τη γνωστή φορμαλιστική του μέθοδο και να έχει ένα ευθύ χρονοδιάγραμμα στα γυρίσματα και το μοντάζ.
- Καθώς βρίσκονταν ακόμα σε γυρίσματα, ο Eisenstein έγραψε ένα άρθρο στην Ιζβέστια, όπου παραλλήλιζε τον Αλέξανδρο Νιέφσκι με τον Στάλιν. Ως αποτέλεσμα αυτού, το Κρεμλίνο απαίτησε μια ιδιωτική προβολή του υλικού, χωρίς καν την άδεια του σκηνοθέτη, και ο σοβιετικός ηγεμόνας παρακολούθησε την ταινία. Ό,τι ο Στάλιν απέρριπτε, κόβονταν στο μοντάζ επιτόπου, ενώ το υλικό αυτό που κόβονταν καταστρέφονταν για πάντα.
- Τα ειδικά εφέ και η φωτογραφία ήταν από τα πλέον εξελιγμένα τότε στην Έβδομη Τέχνη. Ειδικά στο αποκορύφωμα του φιλμ, τη Μάχη των Πάγων, όπου αποτέλεσε υπόδειγμα για το μελλοντικό επικό σινεμά, αλλά και συγκεκριμένα ταινίες όπως το Δόκτωρ Ζιβάγκο και το Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται.
- Το φιλμ έκανε έξοδο στις αίθουσες της ΕΣΣΔ τον Δεκέμβριο του 1938 κι αποτέλεσε μεγάλη επιτυχία. Τον Απρίλιο του επόμενου χρόνου, ο κυβερνητικός υπεύθυνος για τον κινηματογράφο ανακοίνωσε ότι το είχαν ήδη παρακολουθήσει 23 εκατομμύρια άνθρωποι και ότι ήταν η πλέον δημοφιλής ταινία των καιρών τους. Όταν όμως τον Αύγουστο του 1939 υπογράφτηκε σύμφωνο μη πολέμου με τους Γερμανούς, η ταινία εξαφανίστηκε από την κυκλοφορία. Επέστρεψε, όταν το 1941 ο Χίτλερ εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση, οπότε και τιμήθηκε με το βραβείο Στάλιν.
- Το 1995, εμφανίστηκε μια ανακαινισμένη κόπια της ταινίας με τη μουσική καθόλα επεξεργασμένη σε hi-fi digital stereo από τον Yuri Temirkanov, που διεύθυνε τη φιλαρμονική της Αγίας Πετρούπολης.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η μουσική του Sergei Prokofiev για την ταινία έμελλε να γράψει τη δική της αυτόνομη ιστορία, ενώ αργότερα ο συνθέτης τη δούλεψε κι ως κονσέρτο με χορωδία. Μέρος της ταινίας γυρίστηκε με βάση τη μουσική αυτή, ενώ κάποια άλλα μέρη δουλεύτηκαν από τον Prokofiev πάνω στα έτοιμα πλάνα. Eisenstein και Prokofiev ήταν μαζί στο δωμάτιο του μοντάζ, ώστε να επιτευχθεί το καλύτερο πάντρεμα εικόνας και ήχου.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 4/4/2020
Το επικό σινεμά έχει περάσει από πολλά στάδια στη μακρόχρονη ιστορία του, πολύ λίγα όμως κεφάλαιά του έχουν υπάρξει εξίσου επιδραστικά και καθοριστικά όσο η συγκεκριμένη δημιουργία του Eisenstein. Και αν σε επίπεδο φόρμας και νοηματικής προκύπτει κάτι περισσότερο απλοϊκό συγκριτικά με το «Θωρηκτό Ποτέμκιν», για παράδειγμα, το επίπεδο σκηνοθετικού μεγαλείου που προσεγγίζεται εδώ είναι τέτοιο που στη Δύση θα έπρεπε να έρθει ένας David Lean για να αγγίξει παρόμοια ύψη, αν και στο Χόλιγουντ πολλοί όπως ο William Wyler κατέβαλαν αξιοσημείωτες προσπάθειες που πλησίασαν σε κοντινής σπουδαιότητας μεγέθη (τα οποία δεν ταυτίζονται απαραίτητα με τον όγκο της παραγωγής). Το δε σινεμά της ΕΣΣΔ θα ξεπερνούσε τον πήχη που έθεσε τότε στα δεδομένα της υπερπαραγωγής πολύ καιρό μετά, με το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Bondarchuk. Ο συνδυασμός πολύπλοκων και άψογων αισθητικά οπτικών συνθέσεων (οι οποίες πρέπει να πιστωθούν και στον συχνά παραγνωρισμένο Eduard Tisse) με το δυναμικό μοντάζ, του οποίου τους μηχανισμούς ο Eisenstein πλέον έχει ξεκλειδώσει πλήρως μετά τους πολυετείς ριζοσπαστικούς πειραματισμούς του, και με το πραγματικά μεγαλειώδες σάουντρακ του Sergei Prokofiev οδηγεί τον θεατή σε μια δίνη ιδιαίτερα έντονων συναισθημάτων, με κατάληξη την ανάταση και τη λύτρωση. Η εγκεφαλικότητα εκπαραθυρώνεται για να πάρει τον πρώτο λόγο ο ευρέως εννοούμενος παράγοντας της συγκίνησης. Ο «Αλέξανδρος Νιέφσκι» αποτελεί σινεμά των μαζών και του πάθους, είναι η πεμπτουσία της φράσης του Samuel Fuller στον «Τρελό Πιερό» περί του φιλμ ως πεδίου μάχης.
Είναι αριστοτεχνικός ο τρόπος με τον οποίο επιτελείται το παιχνίδι με τα αρχέγονα ένστικτα του μέσου κοινού. Το καδράρισμα του ομότιτλου ήρωα που υποδύεται ο Nikolay Cherkasov υποδηλώνει ένα πρόσωπο θρυλικών διαστάσεων, με την πλειοψηφία των πλάνων που τον περιλαμβάνουν να αποτελούνται στο μεγαλύτερο κομμάτι τους από τη φιγούρα του, ενώ όταν τα μοιράζεται με άλλα πρόσωπα αυτά πάντα βρίσκονται σε χαμηλότερο ύψος από τον ίδιον. Οι αυστηρές και υποβλητικές φυσιογνωμίες των Γερμανών, σε συνέργεια με τον σχεδιασμό των κρανών των Τευτόνων Ιπποτών που αφήνουν έκθετα ελάχιστα στοιχεία του προσώπου, χτίζουν την εικόνα μιας αληθινά τρομακτικής απειλής, η οποία δεν μπορεί να ψυχολογηθεί με ακρίβεια. Όλοι οι περιφερειακοί ρόλοι εξυπηρετούν μια καθαρά συμβολική λειτουργία, η οποία εντάσσεται στο ευρύτερο πατριωτικού τύπου αφήγημα που κατασκευάζεται εδώ και το οποίο ουσιαστικά αναφέρεται έμμεσα μεν, εμφανώς δε στις προκλήσεις που τότε αντιμετώπιζε η Σοβιετική Ένωση: οι Nikolay Okhlopkov και Andrei Abrikosov αντιπροσωπεύουν τη νέα γενιά που αναδύεται εν μέσω της απειλής από τη ναζιστική Γερμανία, έτοιμη να υπερασπιστεί τα ιδανικά με τα οποία έχουν προστατευτεί διαχρονικά τα ρωσικά χώματα, η Aleksandra Danilova τη γυναίκα έτσι όπως θα αναδειχθεί από την οριζόμενη από τον σοσιαλισμό καινούρια κοινωνία, που θα μπορεί να αναλαμβάνει και καθήκοντα που μέχρι πρότινος ήταν αποκλειστικά αρμοδιότητα του άντρα, ο Lev Fenin την ηθική φαυλότητα του κληρικαλισμού και ούτω καθεξής. Μια εξαίσια σύνοψη αυτού του στοιχείου «χειραγώγησης» παρέχεται από τη χαρακτηριστική σκηνή της πομπής, λίγο πριν το τέλος: πένθος, οργή και χαρά εναλλάσσονται μαεστρικά σε ελάχιστα λεπτά.
Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς και τη μεταστροφή του Eisenstein από τον εθνικιστικής χροιάς ιδεαλισμό που εκφράζει εδώ στην πιο σκοτεινή από άποψη πολιτικής σκέψης διλογία «Ιβάν ο Τρομερός». Ο εγκάρδιος ενθουσιασμός που μεταδίδεται εδώ σχεδόν σε κάθε στιγμή θα επιδράσει καταλυτικά στο μεγάλο χολιγουντιανό θέαμα των επόμενων δεκαετιών και όχι μόνο (αξίζει να εντοπίσει κανείς ομοιότητες στο στήσιμο μεταξύ του φινάλε του συγκεκριμένου φιλμ και του αντίστοιχου του πρώτου «Πολέμου των Άστρων» για μια εμφανή περίπτωση έμπνευσης). Άλλες τοποθετήσεις περί εργαλειοποίησης της μεγαλειώδους αυτής δημιουργίας από τον Stalin (σημειωτέον, όχι για την εδραίωση κι επιβίωση της εσωτερικής ηγεμονίας του αλλά για τη νίκη απέναντι στον Hitler) εσκεμμένα υποβαθμίζουν την αδιαμφισβήτητη και τεράστια καλλιτεχνική αξία του όλου εγχειρήματος, σε βαθμό που η δομή της δραματουργίας της να είναι το βασικό πρότυπο για το έπος στο σινεμά από την κυκλοφορία της και στο εξής, και με την περίφημη σεκάνς της Μάχης των Πάγων να έχει αποτελέσει τη μαγιά για τις περισσότερες σκηνές εμπόλεμων συγκρούσεων άνευ πυροβόλων όπλων. Εν ολίγοις, και με τις όποιες μικροενστάσεις σε επίπεδο πολιτικής διαλεκτικής, μια μνημειώδης περίπτωση στην ιστορία του ομιλούντος κινηματογράφου.
Βαθμολογία: