Η οικογένεια Σολέ περνούσε κάθε καλοκαίρι μαζεύοντας τα ροδάκινα από τον οπωρώνα της στο Αλκαράς, ένα μικρό χωριό στην Ισπανία. Αλλά η φετινή σοδειά θα είναι μάλλον η τελευταία τους, καθώς αντιμετωπίζουν έξωση. Τα νέα σχέδια για τη γη περιλαμβάνουν την εκρίζωση των ροδακινιών και την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών πάνελ, κάτι που προκαλεί ρήγμα στην άλλοτε σφιχτοδεμένη μεγάλη οικογένεια. Για πρώτη φορά αντιμετωπίζουν ένα αβέβαιο μέλλον και κινδυνεύουν να χάσουν πολλά περισσότερα από το σπίτι τους.
Σκηνοθεσία:
Carla Simon
Κύριοι Ρόλοι:
Jordi Pujol Dolcet … Quimet
Anna Otin … Dolors
Xenia Roset … Mariona
Albert Bosch … Roger
Ainet Jounou … Iris
Josep Abad … Rogelio
Berta Pipo … Gloria
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Carla Simon, Arnau Vilaro
Παραγωγή: Tono Folguera, Sergi Moreno, Giovanni Pompili, Stefan Schmitz, Maria Zamora
Μουσική: Andrea Koch
Φωτογραφία: Daniela Cajias
Μοντάζ: Ana Pfaff
Σκηνικά: Monica Bernuy
Κοστούμια: Anna Aguila
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Alcarras
- Ελληνικός Τίτλος: Οι Ροδακινιές του Αλκαράς
Κύριες Διακρίσεις
- Χρυσή Άρκτος στο φεστιβάλ Βερολίνου.
- Υποψήφιο για καλύτερη ταινία και σενάριο στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
- Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, νέο ηθοποιό (Albert Bosch και Jordi Pujol Dolcet), νέα ηθοποιό (Anna Otin), σενάριο, παραγωγή, φωτογραφία, μοντάζ, σκηνικά και ήχο στα Goya.
- Επίσημη πρόταση της Ισπανίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Κανένας από το καστ δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός, ενώ όλοι προήλθαν από την Καταλονία. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η αδελφή της δημιουργού, η Berta Pipo, που ερμηνεύει μια συγγενή από τη Βαρκελώνη.
- Γυρίστηκε μέσα σε 8 εβδομάδες, με ξεκίνημα τις αρχές Καλοκαιρού λόγω της φύσης της ταινίας.
- Πρώτη ταινία καταλανικής γλώσσας που κερδίζει το πρώτο βραβείο στην Μπερλινάλε.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 24/8/2022
Διαμορφώνει μια ευδιάκριτη προσωπική σφραγίδα ήδη από τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της η Carla Simon, και αυτό λέει από μόνο του πολλά. Πρόκειται για σινεμά ιδιαίτερο, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ρεαλιστικά ποιητικό, αλλά και ποιητικά ρεαλιστικό, με τον συνδυασμό των δύο στοιχείων να γίνεται μ’ έναν πραγματικά αβίαστο τρόπο. Ταυτόχρονα καθίσταται άκρως προσβάσιμο και για τον λιγότερο «υποψιασμένο» θεατή λόγω της αφοπλιστικής αμεσότητάς του.
Η δομή των «Ροδακινιών του Αλκαράς» είναι επίτηδες χαλαρή, μιας και η πρόθεση είναι ένα φιλμ που να λειτουργεί ως «φέτα ζωής». Ομολογουμένως, είναι μια απόφαση που δίνει μεν ένα συγκεκριμένο, σινεφίλ ύφος στο σύνολο, αλλά ταυτόχρονα οδηγεί και σε αρκετές αφηγηματικές «κοιλιές» κι επαναλήψεις. Υπάρχει πρόοδος, από την άποψη ότι και κάποιοι χαρακτήρες αλλάζουν εν μέρει και μεταβολές σημειώνονται, αλλά ίσως όχι ακριβώς όπως την εννοεί και όπως την επιθυμεί κινηματογραφικά ένας μέσος θεατής, που θέλει το ένα ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο γεγονός να διαδέχεται το άλλο για να νιώσει εξέλιξη και όχι στασιμότητα. Πίσω από τη φαινομενική απλότητα των γεγονότων που καταγράφονται από τον φακό, κρύβεται μια αναλυτική ματιά που διαθέτει τόσο κοινωνιολογικές όσο και ψυχολογικές προεκτάσεις. Οι πολλαπλές οπτικές γωνίες που προσφέρονται (η παιδική, η νεανική, η γυναικεία, η αντρική) συνθέτουν και μια αντίστοιχα σύνθετη εικόνα. Εν ολίγοις, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το όλο εγχείρημα κερδίζει σε βάθος και χάνει σε «νεύρο».
Αξίζει να σημειωθεί το με πόση τρυφερότητα προσεγγίζεται ο παιδικός ψυχισμός από τη Simon, για μία ακόμη φορά μετά το «Ένα Αξέχαστο Καλοκαίρι». Η έμφασή της στο συγκεκριμένο στοιχείο είναι σαν να τονίζει πως περισσότερο και από τη ζωή των ενήλικων ηρώων, οι οποίοι λιγότερο ή περισσότερο έχουν κατασταλάξει σχετικά με την προσωπική πορεία τους που πρέπει να την αναπροσαρμόσουν στα νέα δεδομένα, το πιο σημαντικό είναι το πώς θα διαμορφωθεί από εδώ και στο εξής η ζωή των μικρών. Η απώλεια της αθωότητας που ακολουθεί είναι το αντίτιμο για τη συνειδητοποίηση τού πώς πραγματικά λειτουργεί ο κόσμος, με σταθερές και πρότυπα να απομυθοποιούνται. Και μετά, αυτό που μένει είναι να φανεί το τι έρχεται γι’ αυτήν τη γενιά που θα διαδεχτεί τους σημερινούς σαραντάρηδες, που με τη σειρά τους είδαν βεβαιότητες της εποχής των γονέων τους να καταρρέουν μπροστά στα μάτια τους… Παίρνει κανείς μια γεύση μέσω του φινάλε, το οποίο είναι σπαρακτικό με μια πρώτη ανάγνωση, αλλά αφήνει κι ένα παραθυράκι ελπίδας ανοιχτό.
Μέσα από τη μεγάλη εικόνα θίγεται μια ποικιλία ζητημάτων. Από τις τεχνολογικές εξελίξεις που -παράλληλα με τη διευκόλυνση της καθημερινότητας- απειλούν και τις θέσεις εργασίας όσων είναι «έξω από τον χορό», μέχρι τη νέα μεταναστευτική πραγματικότητα στην Ευρώπη και την ανάγκη για αρμονική συνύπαρξη. Οι έμμεσες πολιτικές τοποθετήσεις που βρίσκονται πίσω από τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται οι εν λόγω θεματικές, πάντα λειτουργούν συμπληρωματικά ως προς τον πυρήνα της δραματουργίας που είναι οι ξεχωριστές διαδρομές των προσώπων της ιστορίας, και δεν τον «καπελώνουν».
Σ’ επίπεδο ιδεολογικό, υπάρχουν μερικές «παραφωνίες» που κρατούν κάπως πίσω τη νοηματική. Διότι από τη μία μεριά παρουσιάζεται η συνδικαλιστική δράση των ροδακινοπαραγωγών για να διεκδικήσουν αυτό που δικαιούνται από μια πολιτεία που τους έχει αφήσει απροστάτευτους, από την άλλη εντοπίζονται κάποιες αναφορές που πάνε κόντρα στην ουσία αυτής της συνθήκης. Πιο τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί μια πολύ σημαντική λεπτομέρεια σχετικά με το πώς αποκτήθηκαν προ δεκαετιών οι εκτάσεις που η οικογένεια του φιλμ πασχίζει να κρατήσει. Εκεί που δίνεται ένα ελαφρυντικό είναι στο ότι ο στόχος δεν είναι τόσο μια στρατευμένη πολιτικά ματιά, αλλά κοινωνική με την ευρύτερη έννοια.
Μία από τις πιο καίριες αποφάσεις που λαμβάνει η Simon είναι να επιλέξει για τη δημιουργία της ερασιτέχνες ηθοποιούς, προφανώς παραπέμποντας στον ιταλικό νεορεαλισμό και χτίζοντας έτσι έναν σύνδεσμο μαζί του, εξυψώνοντας με ανάλογη δόση αγάπης τον άνθρωπο της βιοπάλης, δανειζόμενη την ανθρωποκεντρική παράδοση της σχολής και προσαρμόζοντάς τη στο σήμερα και στο δικό της στιλ. Όλο το καστ συνεισφέρει στην αυθεντικότητα της καταγραφής, με μια ταπεινότητα που υπογραμμίζει το χαμηλών τόνων μεγαλείο των ρόλων που υποδύονται.
Παρότι υπάρχουν αδυναμίες, επιτυγχάνεται το «2 στα 2» για μια ανερχόμενη κινηματογραφίστρια που φαίνεται να βάζει γερές βάσεις για να κάνει ακόμη σπουδαιότερα βήματα στο άμεσο μέλλον. Με ευαισθησία, νατουραλισμό και αποτυπώνοντας τα συναισθήματα με γήινα χρώματα, γεγονός που κάνει και το δράμα πιο «χειροπιαστό», οι «Ροδακινιές του Αλκαράς» αποτελούν μια πρόταση που σίγουρα ξεχωρίζει θετικά.
Βαθμολογία: