Ο Αλαντίν, ένα χαμίνι με τάση για κλοπή, ζει με το πιστό του πίθηκο στους δρόμους της Βαγδάτης. Μεγάλος του πόθος είναι η πριγκίπισσα Τζασμίν, που τη γνωρίζει όταν εκείνη βγαίνει κρυφά από το παλάτι. Ο κακός σουλτάνος Τζαφάρ όμως θα τον κλείσει στη φυλακή, και με τη βοήθεια του μαγικού λυχναριού περιμένει να αρπάξει την εξουσία. Όμως, ο θρύλος λέει πως το τζίνι του λυχναριού εμφανίζεται μονάχα στους αγνούς στην καρδιά.

Σκηνοθεσία:

Guy Ritchie

Κύριοι Ρόλοι:

Mena Massoud … Aladdin

Will Smith … Genie

Naomi Scott … πριγκίπισσα Jasmine

Marwan Kenzari … μέγας βεζίρης Jafar

Navid Negahban … ο σουλτάνος

Nasim Pedrad … Dalia

Billy Magnussen … πρίγκιπας Anders

Numan Acar … Hakim

Alan Tudyk … Iago (φωνή)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: John August, Guy Ritchie

Παραγωγή: Jonathan Eirich, Dan Lin

Μουσική: Alan Menken

Φωτογραφία: Alan Stewart

Μοντάζ: James Herbert

Σκηνικά: Gemma Jackson

Κοστούμια: Michael Wilkinson

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Aladdin
  • Ελληνικός Τίτλος: Αλαντίν

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Σενάριο: Αλαντίν (1992) των Ron Clements, John Musker, Ted Elliott, Terry Rossio.
  • Παραμύθι (χαρακτήρες): Aladdin and the Magic Lamp (από τις Χίλιες και Μία Νύχτες).

Παραλειπόμενα

  • Ζωντανή διασκευή της κινουμένων σχεδίων επιτυχίας της Walt Disney Pictures, από το 1992. Ανακοινώθηκε το 2016, μαζί με τη συμμετοχή του Guy Ritchie στη σκηνοθεσία.
  • Παρότι αναμένονταν να ξεκινήσει γυρίσματα το 2017, η παραγωγή καθυστέρηση για να γίνει σωστά η ανεύρεση των ηθοποιών για Αλαντίν και Τζασμίν.
  • Ο Gabriel Iglesias ήταν σε συζητήσεις για να αναλάβει τον ρόλο του Τζίνι. Για αυτόν του Αλαντίν, το στούντιο ενδιαφέρονταν για τους Dev Patel ή Riz Ahmed, ενώ στις τελικές δοκιμές, είχε επιλεγεί και ο ελληνο-αμερικανός George Kosturos.
  • Ο Patrick Stewart ήθελε πολύ να πάρει τον ρόλο του Τζαφάρ, επειδή είχε μετανιώσει που το 1992 είχε απορρίψει την πρόταση να του δανείσει τη φωνή του.
  • Ο Will Smith προτίμησε να παίξει εδώ αντί για το Ντάμπο.
  • Για τον ρόλο της Τζασμίν, υποψήφιες ήταν η Jade Thirlwall και η Tara Sutaria.
  • Φήμες ήθελαν το τζίνι να το ερμηνεύσει ο Tom Hardy.
  • Κόστισε 183 εκατομμύρια δολάρια, αλλά κατάφερε να βγάλει 1 δις και 51 εκατομμύρια.
  • Και στα ελληνικά, με τις φωνές των: Ησαΐας Ματιάμπα (Τζίνι), Παναγιώτης Αποστολόπουλος (Αλαντίν), Αλεξάνδρα Λέρτα (Γιασμίν), Δημήτρης Μάριζας (Τζαφάρ), Ντίνος Σούτης (Σουλτάνος), Σύλβια Δεληκούρα (Ντάλια), Όθων Μεταξάς (πρίγκιπας Άντερς), Γιάννος Κοιλάκος (Ομάρ), Σοφία Θεοδοσίου (Λιάν), Ανδρέας Ευαγγελάτος (Τζαμάλ), Τηλέμαχος Κρεβάικας (Χακίμ), Σοφία Τσάκα, Ζωή Κατσάτου, Γιάννης Υφαντής, Χρήστος Συριώτης, Αυγερινός Σουλόπουλος, Κωνσταντίνος Θάνος, Γιάννης Πάζιος, Μαριάνθη Σοντάκη. Σκηνοθετική Επιμέλεια/μετάφραση: Σοφία Τσάκα. Στοίχοι: Ηλίας Ματάμης, Τάκης Καρνάτσος.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Ο Alan Menken συνεργάστηκε με το μουσικό δίδυμο των Pasek and Paul για τα τραγούδια. Ένα είναι το νέο τραγούδι που γράφτηκε (Speechless, από τη φωνή της Naomi Scott), ενώ ηχογραφήθηκαν εκ νέου τα παλιά της ταινίας του 1992, με το A Whole New World να βγαίνει σε σινγκλ με τις φωνές των Zayn Malik και Zhavia Ward.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 22/5/2019

Εδώ εφαρμόζεται η συνταγή του «ριμέικ σκηνή προς σκηνή» που ακολουθήθηκε και στην προ διετίας νέα εκδοχή του «Η Πεντάμορφη και το Τέρας», το αποτέλεσμα όμως είναι ανώτερο και με πιο έντονη προσωπικότητα. Όχι ότι η υπογραφή του Guy Ritchie είναι ευδιάκριτη δεδομένης της ασκούμενης πίεσης από την Disney για την εκπλήρωση κάποιων συγκεκριμένων προδιαγραφών, πέραν κάποιων σκηνών αργής κίνησης στις οποίες αρέσκεται, αλλά τουλάχιστον δεν αφήνει την τελική εντύπωση ενός «άγευστου» προϊόντος. Ο διάκοσμος και τα χρώματα έχουν μια ζωηράδα που «τραβάει» το μάτι γέρνοντας προς το κιτς ελάχιστες φορές, ενώ έχει γίνει και προσεγμένη δουλειά στα μουσικά νούμερα που αντιμετωπίζουν με σεβασμό τις ρίζες του πρωτότυπου φιλμ.

Αρκούν όμως αυτά για να δικαιολογήσουν την ύπαρξη της ταινίας; Αναμφίβολα πρόκειται περί ενός ευπρεπέστατου θεάματος, όμως ο όλος εμπορικός κυνισμός του εγχειρήματος που ποντάρει στην προσέλευση του κοινού κυρίως λόγω νοσταλγίας είναι ευδιάκριτος, και οι όποιες αλλαγές βρίσκονται εδώ δεν είναι αρκετές για να κάνουν την όλη απόπειρα πολλά παραπάνω από μια προσοδοφόρα (προς το παρόν) στρατηγική μάρκετινγκ. Οι σεναριακές προσθήκες του John August (σταθερού συνεργάτη του Tim Burton από εποχές «Απίθανων Ιστοριών» αλλά και υπεύθυνου για τις κινηματογραφικές μεταφορές των «Αγγέλων του Τσάρλι») κινούνται στη λογική του γεμίσματος χρόνου κι όχι της εποικοδομητικής και δημιουργικής αναδιάρθρωσης του μύθου στον οποίο στηρίζεται η συγκεκριμένη προσπάθεια.

Υπάρχει θέμα και με τους περισσότερους ηθοποιούς, που καθίσταται εμφανές από το γεγονός ότι τη θετικότερη εντύπωση αποκομίζεται από τη βετεράνο του «Saturday Night Live» Nasim Pedrad σε έναν μικρής σημασίας για την πλοκή ρόλο. Το πρωταγωνιστικό ζεύγος των Aladdin και Jasmine από τους Mena Massoud και Naomi Scott αντιστοίχως είναι συμπαθέστατο αλλά κάπως «λίγο», με την αμηχανία που ενίοτε επιδεικνύει ο πρώτος άλλοτε να είναι ταιριαστή στα πλαίσια του χαρακτήρα του και άλλοτε να εκνευρίζει σε έναν βαθμό. Η δεύτερη κερδίζει περισσότερους πόντους χάρη και στη φωνητική της ερμηνεία στο μοναδικό πρωτότυπο τραγούδι του φιλμ ονόματι «Speechless», που εμπεριέχει και μηνύματα στο πνεύμα του #MeToo, αν και κάπως βεβιασμένα. Το ότι γενικά περνούν κάπως αδιάφοροι ίσως δικαιολογείται από το ότι ήταν τέτοια η φύση των χαρακτήρων και στο πρωτότυπο, δύο συνηθισμένοι νέοι που δεν αισθάνονται άνετα εντός του ταξικού τους πλαισίου, όμως εδώ αυτό το γεγονός ενοχλεί πιο έντονα μιας και πλέον τους υποδύονται ερμηνευτές με σάρκα και οστά, άρα προκύπτει μεγαλύτερη ανάγκη να αποκτήσουν ισχυρή υπόσταση. Ο Will Smith πάλι ως τζίνι αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση… Έχοντας σαφή επίγνωση του ότι είναι δύσκολο να αναπληρώσει το κενό του Robin Williams προσπαθεί μεν να διαφοροποιηθεί σε ύφος παραδίδοντας κάτι που παραπέμπει στο κουλ στιλ εποχών του «Πρίγκιπα του Μπελ Αιρ», ταυτόχρονα όμως μοιάζει να εγκλωβίζεται κάπως από το σενάριο που σε αρκετές στιγμές απαιτεί από τον ίδιο να αναπαράγει το σπιντάτο τάιμινγκ του εκλιπόντος κωμικού με πολύ χλιαρά αποτελέσματα. Αρκετά αδύναμος κρίνεται ο Jafar του Marwan Kenzari.

Η αντοχή αυτών των ριμέικ στον χρόνο αναμενόμενα δεν θα είναι μεγάλη. Για παράδειγμα, πόσο μνημονεύεται η «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» του 1951 και πόσο η βερσιόν του Tim Burton σήμερα, μόλις εννιά χρόνια μετά την κυκλοφορία της για πρώτη φορά στους κινηματογράφους; Ποια η επιρροή της πρώτης στην παγκόσμια ποπ κουλτούρα και ποια της δεύτερης; Το αν και πότε θα κορεστεί η συγκεκριμένη μόδα θα φανεί αυτήν και την επόμενη χρονιά, μιας και αξίζει να σημειωθεί πως ο φετινός «Ντάμπο» είχε κατώτερες επιδόσεις του αναμενόμενου στα αμερικάνικα ταμεία, αν και παραδόξως ήταν από τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα του νεόκοπου αυτού κύματος των ντισνεϊκών επαναναγνώσεων. Αν και σαν σύνολο «στέκεται», η σύγκριση με το animation του 1992 σε επίπεδο γοητείας και αγνότητας αποβαίνει καθοριστική για να κατηγοριοποίησει τη νεότερη αυτή έκδοση ως ψυχαγωγική μεν, εύκολη στο να ξεχαστεί δε.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου

Έκδοση Κειμένου: 23/5/2019

Έχοντας εισπράξει πολλά και ως επί το πλείστων απογοητευτικά σχόλια, αλλά και έχοντας πυροδοτήσει ιδιαίτερα αρνητικό αντίκτυπο, κυρίως μετά τη θέαση του πρώτου επίσημου τρέιλερ, η είσοδος στην αίθουσα για την παρακολούθηση του Αλαντίν, της πολυαναμενόμενης live action απόδοσης του υπερεπιτυχημένου animation της δεκαετίας του ενενήντα είναι τουλάχιστον μουδιασμένη, με τις προσδοκίες να έχουν πέσει χαμηλά. Κάτι που πολλές φορές ενεργεί ευεργετικά, τόσο για το ίδιο του δημιούργημα, όσο και για την θέαση και τη διασκέδαση που δυνητικά θα προσφέρει.

Μετά το τέλος, λοιπόν, της δίωρης οπτικοακουστικής εξτραβαγκάντσας δια χειρός Γκάι Ρίτσι (Δύο Καπνισμένες Κάννες, Σέρλοκ Χόλμς) καταλήγεις και πάλι να αναρωτιέσαι για την επιτυχία ή όχι του εγχειρήματος, για την εκμεταλλευτική ισχύ της νοσταλγίας και για την αναγκαιότητα τέτοιων διασκευών, αλλά όχι από την οπτική σκοπιά που θα περίμενες και δίχως να συγκεντρώνεις τελικά τις αντιρρήσεις σου στα στοιχεία που νόμιζες. Και αυτό γιατί ο βασικός πρωταγωνιστής της ταινίας (την υπόθεση της οποίας μάλλον είναι περιττό να συνοψίσει κανείς), ο Γουίλ Σμίθ στο ρόλο του Τζίνι είναι μάλλον ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει ο κλασικός φρενήρης ρυθμός και η αποσπασματική κινηματογράφηση του φιλμ του Βρετανού δημιουργού. Πληθωρικός και εξωστρεφής, καταφέρνει να γεμίσει ουσιαστικά την οθόνη, χωρίς ταυτόχρονα να προσπαθήσει (το αποφεύγει με διακριτική επιμέλεια) να μπει στα τεράστια παπούτσια του καθολικά αγαπημένου Ρόμπιν Γουίλιαμς που δίδαξε voice acting δίνοντας πνοή στο γαλάζιο ήρωα 27 χρόνια πριν. Εκπλήσσοντας ευχάριστα αποτελεί το κέντρο της κινηματογραφικής προσοχής, παραθέτοντας παράλληλα στοιχεία ρόλων και συμπεριφορών που τον έχουν κάνει παγκόσμια αγαπητό (σε στιγμές μοιάζει πραγματικά με έναν πενηντάρη Πρίγκιπα του Μπελ Ερ) συνιστώντας αδιαμφισβήτητα τον πυρήνα του φιλμ.

Από εκεί και πέρα, δυστυχώς, οι αστοχίες γίνονται όλο και περισσότερο εμφανείς. Το miscast σε κάποιους καίριους χαρακτήρες (με αποκορύφωμα τον Μάργουαν Κενζάρι στο ρόλο του Τζαφάρ) είναι ξεκάθαρο, τα σκηνικά μερικές φορές μοιάζουν πιο ψεύτικα και από αυτά θεματικού πάρκου, το στόρι παρουσιάζεται εμφανώς ξεχειλωμένο για να μπορέσει να υποστηρίξει κάποιες ενέσεις νεωτερισμού (συνοδευμένες από την απαραίτητη κοινωνική ορθότητα της εποχής), ενώ η γενικότερη αίσθηση που αναδύεται είναι αυτή ενός πλαστού και στρεβλωμένου orientalism, με αποκορύφωμα την ξεκάθαρη αναφορά στο Μπόλυγουντ και την ινδική αισθητική σε μια ταινία που αποτελεί το πιο γνωστό περσικό (!) παραμύθι της ιστορίας. Ακολουθώντας λοιπόν κλασικές δυτικότροπες (ή, ακόμη καλύτερα, χολιγουντιανές) αντιλήψεις γύρω από πολιτισμούς πολύ μακριά από τον δικό τους, η παραγωγή αποφάσισε να αναμείξει κουλτούρες κατά το δοκούν, ποντάροντας κυρίως στον εντυπωσιασμό, αλλά ίσως και στη δεξαμενή κοινού από την οποία προσδοκά να κόψει περισσότερα εισιτήρια.

Χωρίς τελικά να καταδικάζει ολοκληρωτικά το εγχείρημα, αλλά δίχως, ωστόσο, να το κατατάσσει και ως μια από τις πιο πετυχημένες live action διασκευές, αυτό το μικρό κείμενο θα κλείσει με μια σκέψη, έναν μικρό προβληματισμό. Είναι ξεκάθαρο ότι τα στούντιο, αφουγκραζόμενα τον παλμό της εποχής, έχουν στρέψει ορθά την προσοχή και την ευαισθησία τους προς ζητήματα χειραφέτησης, ισότητας και γυναικείας ενδυνάμωσης, αφήνοντας πίσω τους πατριαρχικά πρότυπα χαρακτήρων ή μονοδιάστατες δεσποσύνες σε κίνδυνο που περιμένουν το κυρίαρχο αρσενικό για να τους σώσει από δεινά στα οποία άλλα αρσενικά τις έχουν υποβάλλει. Κάτι τέτοιο γίνεται αμέσως κατανοητό και τον νέο Αλαντίν, παρουσιάζοντας μια πριγκίπισσα Γιασμίν ως έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα, με δυναμισμό, πυγμή και επαναστατικό πνεύμα (σχεδόν όλες οι έξτρα σκηνές αλλά και τα καινούρια τραγούδια του σπουδαίου Άλαν Μένκεν περιστρέφονται γύρω απ αυτήν). Χωρίς βεβαίως να διαφωνεί κανείς με αυτό που επιτέλους συμβαίνει, ας αναλογιστεί όμως γιατί αυτό δεν υιοθετείται σε σχέση και με άλλα ζητήματα κοινωνικής ή και πολιτικής ευαισθησίας. Προφανέστατα δεν τίθεται θέμα ανταγωνισμού ή ιεράρχησης των προτεραιοτήτων, ας μην περνά κάτι τέτοιο από το μυαλό. Η προσπάθεια μοιάζει εξαιρετική, περιορίζοντας ή και εξαφανίζοντας αντιλήψεις αναχρονιστικές, ντροπιαστικές, προσβλητικές. Από την άλλη, όμως, με ποια κριτήρια αποδέχεται κανείς ως φυσιολογικό ότι τελικά η Γιασμίν μπορεί να πάρει την απόφαση να επαναστατήσει (“να μην σωπάσει” όπως λέει και το αντίστοιχο συνταρακτικό νέο τραγούδι) απέναντι στον καταπιεστικό ρόλο που της έχει επιβληθεί σε ένα παραμύθι του 8ου αιώνα περίπου, αλλά από κανέναν και για κανέναν λόγο να μην αμφισβητείται ο ρόλος της ως μονάρχη (δυναμική πριγκίπισσα μεν, παρόλα αυτά πριγκίπισσα δε), δηλαδή ως τυράννου; Για ποιον λόγο τελικά καταδικάζεται μονοδιάστατα (αν και, βεβαίως, πολύ σωστά) η ανδρική καταπίεση, η παρενόχληση ή κακοποίηση, αλλά θεωρείται φυσιολογικότατη η βασιλεία, η ταξική διαφορά, η εκμετάλλευση και ο πλουτισμός σε βάρος του αδύναμου; Όσο εξωφρενική μπορεί να φανεί η χειραφέτηση μιας γυναίκας στην Περσία του 8ου αιώνα (δυστυχώς ακόμη και στο Ιράν του σήμερα) άλλο τόσο εξωφρενική μπορεί να φανεί και μια δημοκρατία στο ίδιο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο. Γιατί λοιπόν αυτού του είδους η μονομερής ευαισθησία;

Ίσως τελικά να είναι αυτό που καθιστά την (επαναλαμβάνω, σωστότατη) ανάπτυξη του χαρακτήρα της πανέμορφης Γιασμίν, μια κίνηση εντυπωσιασμού χωρίς ουσία. Ένα μαρκετίστικο τρικ που όπως τώρα είναι της μόδας, έτσι αύριο μπορεί και να φύγει από αυτήν. Μια τελικά άνευ ουσιαστικής κριτικής απόδοση της πραγματικότητας, με όρους θολών mainstream social statements.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

18 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *