Είναι καλοκαίρι, η Αθήνα βράζει, αλλά ο τριαντάχρονος Νίκος δροσίζεται στα βόρεια προάστια, πίνοντας κοκτέιλ δίπλα στην πισίνα. Η πισίνα δεν είναι δική του, αλλά του Σταύρου, που έχει ζητήσει από τον Νίκο να προσέχει το σπίτι και τη Λέιλα, τον σκύλο του, για το καλοκαίρι. Η ευκαιρία μοιάζει μοναδική στον άφραγκο μουσικό, που αποφασίζει να καλέσει εκεί την πρώην κοπέλα του, Σοφία, για ολιγοήμερες διακοπές στην πόλη. Όταν όμως η ανυποψίαστη Σοφία καταφτάνει, οι διακοπές στον παράδεισο βγαίνουν εκτός τροχιάς. Ο Νίκος την κλειδώνει στο στούντιο του σπιτιού, αποφασισμένος να μη την αφήσει να φύγει, αν δεν μάθει τους λόγους για τους οποίους χώρισαν. Γιατί; Επειδή ακόμα δεν έχει καταλάβει. Κι αν δεν καταλάβει πώς θα την ξεπεράσει; Εγκεφαλικά. Γιατί ερωτικά την έχει ξεπεράσει. Φυσικά…
Σκηνοθεσία:
Στέργιος Πάσχος
Κύριοι Ρόλοι:
Χάρης Φραγκούλης … Νίκος
Ηρώ Μπέζου … Σοφία
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Στέργιος Πάσχος
Παραγωγή: Φαίδρα Βόκαλη
Μουσική: Melentini
Φωτογραφία: Χρήστος Καπάτος
Μοντάζ: Στάμος Δημητρόπουλος
Σκηνικά: Συμεών Νικολαΐδης
Κοστούμια: Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Άφτερλωβ
Διεθνής Τίτλος: Afterlov
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Λοκάρνο.
- Τεχνικό βραβείο στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 9/5/2017
Ο Νίκος έχει αναλάβει τη φύλαξη του σπιτιού ενός φίλου του ηχολήπτη στην Κηφισιά. Έχει πρόσφατα χωρίσει με τη Σοφία και οι πληγές είναι ακόμη φρέσκες. Την προσκαλεί να περάσουν ένα σαββατοκύριακο μαζί στο σπίτι αυτό, μόνο που τα σχέδιά του είναι λιγότερο αθώα από όσο νομίζει εκείνη. Θα κλειδώσει την ίδια και τον εαυτό του μέσα στην κατοικία σκοπεύοντας να της ασκήσει πίεση ώστε να του δώσει απαντήσεις για τα αίτια του χωρισμού τους. Για το χρονικό διάστημα που θα μείνουν εσώκλειστοι, θα τεθούν πολλά ερωτήματα και θα βγουν στην επιφάνεια κρυφές σκέψεις, απωθημένα και αντικρουόμενα συναισθήματα που θα οδηγήσουν αμφότερους στη συνειδητοποίηση αληθειών που δεν μπορούσαν αρχικά να συλλάβουν.
Το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του μικρομηκά Στέργιου Πάσχου διαδραματίζεται εντός της κατοικίας του Νίκου Νικολαΐδη όπου γυρίστηκε το «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα» μεταξύ άλλων, αν κι ομολογουμένως δεν υπάρχουν ευδιάκριτοι παραλληλισμοί ανάμεσα στη δουλειά του εκλιπόντος σκηνοθέτη και το συγκεκριμένο πόνημα. Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι χαρακτήρων και ηθοποιών είναι το ίδιο με αυτό της εφτάλεπτης ταινίας του «Ο Έλβις Είναι Νεκρός», και μάλιστα νωρίς μέσα στο «Άφτερλωβ» παρουσιάζεται μια εικόνα με τους δυο ήρωες όπως ήταν τότε, τέσσερα χρόνια πριν την τωρινή τους επανεμφάνιση στη μεγάλη οθόνη. Το φιλμάκι εκείνο, τουλάχιστον, παρότι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από μια στιχομυθία μεταξύ δύο χαρακτήρων (και μια εισαγωγή που σπάει τον «τέταρτο τοίχο», όπως συμβαίνει και στο εύθυμο, αυτοσαρκαστικό κι ευρηματικό ομολογουμένως ξεκίνημα του μεγάλου μήκους διαδόχου του) είχε μια τρυφερότητα και το προτέρημα να δίνει την εντύπωση έστω μέσω των σύντομων διαλόγων του ότι ο Νίκος και η Σοφία γνωρίζονται καιρό κι έχουν αισθήματα ο ένας για τον άλλον, έστω κι αν η αλληλεπίδραση μεταξύ Ηρώ Μπέζου και Χάρη Φραγκούλη φαίνεται κάπως αφύσικη και προσποιητή (το ίδιο πρόβλημα δυστυχώς χαρακτηρίζει αρκετές φορές και το «Άφτερλωβ»).
Η συγκεκριμένη δουλειά στοχεύει πολύ ψηλότερα, επιθυμεί να είναι μια σπουδή επάνω στον ρόλο της κάθε πλευράς κατά τη διάρκεια μιας μονογαμικής ετεροφυλοφιλικής σχέσης και μετά το τέλος της. Μάλιστα, καταστεί επίκεντρό της σε μια μακροσκελή σκηνή κοντά στο τέλος (κινηματογραφημένης με αμφίσημο τρόπο, αν κάποιος λάβει υπόψιν, που έτσι πρέπει να γίνει, τι γίνεται στην αρχή της) το κομμάτι της σεξουαλικής (α)συμβατότητας θέλοντας να εστιάσει σε βάθος, καταλήγοντας όμως απλά να κουράζει, ενώ αυτό που προφανώς θα ήθελε είναι να αποτελούσε μια εύστοχη σύνοψη της ερωτικής σχέσης των ηρώων μέσα από τις χειρονομίες και τις κινήσεις τους κατά τη διάρκειά της. Δυστυχώς, όμως, το τελικό αποτέλεσμα ποτέ δεν αφήνει μια αίσθηση ότι πλάθει ολοκληρωμένους χαρακτήρες, έτσι ώστε και η υποτιθέμενη μελέτη που γίνεται στους αλληλοσυγκρουόμενους ψυχισμούς τους να αποκτήσει πραγματικό βάθος.
Τα πρώτα λεπτά, όπως γράφτηκε και παραπάνω, έχουν μια φρέσκια οπτική κι ένα χιούμορ που δημιουργούν προσδοκίες, οι οποίες διαψεύδονται στη συνέχεια, μια και η ορμητικότητα που χαρακτηρίζει την εισαγωγή αυτή κοπάζει στη συνέχεια για να παραδοθεί σε τόνους νωχελικούς, με εξαίρεση τις σκηνές των διαπληκτισμών μεταξύ Νίκου και Σοφίας, με μία εξ αυτών (αυτή που αναφέρεται στο αν έχει βρει η Σοφία τελικά μια νέα σχέση ή όχι) να ξεχωρίζει για την αυθεντικότητά της τόσο σε επίπεδο ερμηνειών όσο και διαλόγων, με την απόφαση του Πάσχου να την αναπτύξει σε μονόπλανο να αποδεικνύεται εύστοχη καθώς καλλιεργεί εξαιρετικά την ένταση που αρχικά υποβόσκει και στη συνέχεια εκδηλώνεται. Είναι κρίμα όμως που αυτό το στιγμιότυπο ξεχωρίζει θετικά από τον υπόλοιπο όγκο της ταινίας που αναλώνεται σε γενικόλογες συζητήσεις που δεν προσφέρουν ένα παράθυρο στον εσωτερικό κόσμο των δύο πρωταγωνιστών και σε στιγμές που απλά υπάρχουν για να γεμίζουν τον κινηματογραφικό χρόνο.
Εκ του διδύμου, την καλύτερη ερμηνεία τη δίνει η Ηρώ Μπέζου, αμφότεροι όμως οι ηθοποιοί προσπαθούν, καταφεύγοντας προφανώς στον αυτοσχεδιασμό σε πολλές στιγμές, με τα πενιχρά εφόδια που τους δίνονται από τη σκηνοθετική και σεναριακή καθοδήγηση. Με λίγα λόγια, μια εν δυνάμει ελπιδοφόρα ιδέα που δυστυχώς δεν αξιοποιείται επαρκώς.
Βαθμολογία: