Η Κάρμεν ζει στα προάστια της Μαδρίτης μαζί με τον σύζυγό της, Κάρλος. Εκείνη μια νοικοκυρά αφοσιωμένη στην οικογένειά της, εκείνος εργάζεται σε μια κατασκευαστική εταιρεία και είναι φανατικός οπαδός της Ρεάλ Μαδρίτης. Μια μέρα, η καθημερινή τους ρουτίνα θα αλλάξει για πάντα. Στη δεξίωση ενός γάμου, ο ξάδερφος της Κάρμεν, ο Πέπε, ένας ερασιτέχνης υπνωτιστής, δίνει ένα μικρό σόου και ζητάει έναν εθελοντή από το κοινό. Και αυτός δεν είναι άλλος από τον Κάρλος. Το επόμενο πρωί, ο Κάρλος συμπεριφέρεται περίεργα, κάτι πήγε στραβά κι ένα πνεύμα μπήκε μέσα του. Τα δυο ξαδέρφια ξεκινούν μια σουρεαλιστική έρευνα, προσπαθώντας να τον φέρουν πίσω, τη στιγμή που η Κάρμεν αρχίζει να έλκεται από τη καινούργια προσωπικότητα του “νέου” της συζύγου.

Σκηνοθεσία:

Pablo Berger

Κύριοι Ρόλοι:

Maribel Verdu … Carmen

Antonio de la Torre … Carlos

Jose Mota … Pepe

Josep Maria Pou … Δρ Fumetti

Quim Gutierrez … Alberto Cantero

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Pablo Berger

Παραγωγή: Pablo Berger, Ibon Cormenzana, Ignasi Estape, Mercedes Gamero, Mikel Lejarza

Μουσική: Alfonso de Vilallonga

Φωτογραφία: Kiko de la Rica

Μοντάζ: David Gallart

Σκηνικά: Alain Bainee

Κοστούμια: Paco Delgado

 

  • Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
  • Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

Αυθεντικός Τίτλος: Abracadabra

Ελληνικός Τίτλος: Αμπρακατάμπρα

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για πρώτο αντρικό ρόλο (Antonio de la Torre), πρώτο γυναικείο ρόλο (Maribel Verdu), δεύτερο αντρικό ρόλο (Jose Mota), σενάριο, μοντάζ, σκηνικά, κοστούμια και μακιγιάζ/κομμώσεις στα βραβεία Goya.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 10/7/2018

Σίγουρα ένα απρόβλεπτο επόμενο σκηνοθετικό βήμα για τον Pablo Berger μετά το εντελώς διαφορετικό υφολογικά “Blancanieves”, το “Abracadabra” είναι ένα πολύ ιδιόμορφο κράμα που ξεκινάει ως μια συνηθισμένη, στα όρια του στερεοτυπικού, φάρσα, για να εξελιχθεί σε μια απρόσμενα μαύρη κωμωδία με τέρμα τα ντεσιμπέλ και κάποιες διάσπαρτες νότες σοβαρότητας που φαντάζουν ξένο σώμα στο αλλοπρόσαλλο σύνολο, δίνοντας την εντύπωση πως προσπαθεί να χωρέσει δυο καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη. Έτσι, μην επιλέγοντας μια ξεκάθαρη οδό μεταξύ του ανώδυνου χαβαλέ και μιας πιο ξέφρενης, υστερικής σχεδόν προσέγγισης που γέρνει προς την αυτοπαρωδία έχοντας όμως και μερικές σκοτεινές απολήξεις, το τελικό προϊόν καταλήγει να είναι κάτι φτιαγμένο για να μην ικανοποιήσει κανέναν πλήρως, βολοδέρνοντας μεταξύ προσβάσιμου κι εκκεντρικού.

Η ανομοιογένεια αυτή επεκτείνεται περαιτέρω, με τις σουρεαλιστικές πινελιές που ξεπετάγονται ειδικά προς την πορεία της τρίτης πράξης να κάνουν μια άσχημη αντίθεση με τον κατά τα άλλα προσγειωμένο τόνο που επικρατεί στο μεγαλύτερο κομμάτι της ταινίας. Ακόμη και το φινάλε μοιάζει να έρχεται ουρανοκατέβατο, καθώς προσδίδει μια νοηματική διάσταση στο σενάριο που δε φαίνεται να προϋπήρχε ως προβληματική στον τρόπο που αναπτύσσεται μέχρι αυτό το σημείο, φαντάζοντας περισσότερο ως σκέψη της τελευταίας στιγμής προκειμένου να μη φανεί το όλο εγχείρημα σαν απλώς ένα εναλλακτικό βουλεβάρτο με μεσογειακό ταμπεραμέντο αλλά ως μια κατασκευή με κάποια τάχα ουσία. Η αλήθεια είναι πως με ένα τέτοιο κεντρικό σεναριακό εύρημα που συναντάται συνήθως ως κλισέ που χρησιμοποιείται σε sitcoms λίγοι μπορούν να πάνε μακριά (για παράδειγμα με την ίδια ιδέα ο Almodóvar ίσως να έστηνε μια απολαυστική σάτιρα επάνω στην κοινωνική κατασκευή του ανδρικού προτύπου, μιας και ακόμη και στην τωρινή του μορφή το φιλμ έχει έστω ψήγματα μιας τέτοιας θεώρησης), οπότε ίσως και να αξίζουν εύσημα στο σκηνοθέτη και σεναριογράφο που δεν μένει στην ασφάλεια μιας λαϊκής κωμωδίας και παίρνει το ρίσκο και για κάτι παραπάνω. Εκεί που κρίνεται το τελικό αποτέλεσμα είναι πως ούτε αυτό του βγαίνει λόγω της απροθυμίας του να «εκτροχιαστεί» εντελώς και να παρασυρθεί από το παράλογο των δρώμενων, ούτε τα αστεία όμως είναι ιδιαίτερα επιτυχημένα ή πρωτότυπα. Ατόπημα είναι και το γεγονός πως ενώ η ηρωίδα της Maribel Verdú βρίσκεται στο επίκεντρο, το κείμενο δεν καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια για να δημιουργήσει μια γέφυρα μεταξύ της ίδιας και του θεατή, με το χαρακτήρα της να παραμένει κακώς αδρά σκιαγραφημένος, ενώ αντιθέτως καταναλώνεται άφθονος χρόνος για τη σύγκριση μεταξύ των δύο υποστάσεων του άντρα της, με αμφότερες να αποτελούν καρικατούρες ώστε να τεθεί και το σχηματικό δίλημμα που απασχολεί την πρωταγωνίστρια.

Ο λόγος που η ταινία δεν πρόκειται για ολοκληρωτική αποτυχία είναι το εξαιρετικό ζευγάρι των Maribel Verdú και Antonio de la Torre, με τη μεν πρώτη να παραδίδει ένα ορθώς συγκρατημένο και ώριμο πορτραίτο μιας νοικοκυράς σε εσωτερική σύγχυση, γεμίζοντας η ίδια τα ομολογουμένως αρκετά κενά του σεναρίου ως προς το ρόλο της, τον δε δεύτερο, του οποίου οι μετοχές από πέρυσι δείχνουν να ανεβαίνουν δικαίως, να πηγαινοέρχεται με αξιοθαύμαστη δεξιότητα μεταξύ χειμαρρώδους καφρίλας και αμήχανης ευγένειας. Μπροστά στη λάμψη που εκπέμπουν οι δυο τους μπορεί κανείς εύκολα να ξεχάσει το αδιάφορο υποστηρικτικό καστ που περιστρέφεται σαν δορυφόρος γύρω τους.

Δυστυχώς πέραν αυτού του αδιαμφισβήτητου ατού δεν υπάρχουν πολλά άλλα θετικά να αποτιμηθούν εδώ. Η αίσθηση πως το σύνολο δεν πρόκειται στην ουσία του για τίποτα περισσότερο από ένα μεγάλο καλαμπούρι υπονομεύει εντέλει την υποτιθέμενη δραματική στροφή που επιχειρείται, ενώ και η απρόσωπη, χωρίς το χαρακτήρα και την άποψη του προηγούμενου πονήματος του Berger σκηνοθεσία βάζει το έργο τελικά στις ράγες του εμπορικού παρά το φλερτ που γίνεται με ένα πιο σινεφίλ στυλ. Αν έπρεπε να καταταχθεί σε κάποια νοητή ποιοτική υποκατηγορία, το “Abracadabra” θα ταίριαζε μάλλον σε αυτήν της ευγενούς αποτυχίας.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *