«Αντίκρισα έναν άνθρωπο που είχε χάσει τον δρόμο του, αντίκρισα έναν άνθρωπο που εκλιπαρούσε για τη ζωή του»… λόγια που θα μπορούσαν να φορεθούν σε οποιαδήποτε από τις μοναχικές καρδιές και χαμένες ψυχές που παρελαύνουν μπροστά μας, σαν εκθέματα σε μουσείο με ανθρώπινα παράδοξα. Μια πομπή από βινιέτες που τρεμοπαίζουν, σε καφέ, μπαρ, σταθμούς τρένων, διαμερίσματα και γραφεία, διάστικτες με χλωμές σημαδούρες που αποζητούν ένα βλέμμα παρηγοριάς και κατανόησης.
Σκηνοθεσία:
Roy Andersson
Κύριοι Ρόλοι:
Jan-Eje Ferling … ο άντρας στη σκάλα
Martin Serner … ο ιερέας
Bengt Bergius … ο ψυχίατρος
Tatiana Delaunay … η ιπτάμενη γυναίκα
Thore Flygel … ο οδοντίατρος
Jessica Louthander … αφηγήτρια (φωνή)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Roy Andersson
Παραγωγή: Johan Carlsson, Pernilla Sandstrom
Φωτογραφία: Gergely Palos
Μοντάζ: Roy Andersson, Kalle Boman, Johan Carlsson
Σκηνικά: Frida Ekstrom Elmstrand, Anders Hellstrom
Κοστούμια: Sandra Parment, Isabel Sjostrand, Julia Tegstrom
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Om det Oandliga
- Ελληνικός Τίτλος: Η Ομορφιά της Ύπαρξης
- Διεθνής Τίτλος: About Endlessness
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Αργυρός Λέοντας.
- Βραβείο ειδικών εφέ στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 8/1/2020
Βαθιά υπαρξιακός και μόνιμα αντισυμβατικός, ο Roy Andersson («Τραγούδια από τον Δεύτερο Όροφο», «Ένα Περιστέρι Έκατσε σε Ένα Κλαδί Συλλογιζόμενο την Ύπαρξή του») παραδίδει την τέταρτη κατά σειρά ταινία του που θυμίζει λιγότερο κινηματογραφικό αφήγημα και περισσότερο ποιητικό υπαρξιακό δοκίμιο. Χωρίς ίχνος παραδοσιακής πλοκής, πρόκειται για μια συλλογή σύντομων βινιετών (άσχετων συνήθως μεταξύ τους) που φωτογραφίζουν στιγμιότυπα και εκφάνσεις της εμπειρίας τού να είσαι ζωντανός σε αυτό τον σκληρό και πανέμορφο, αλλά και αβάσταχτα παράλογο κόσμο.
Από έναν ιερέα που έχει χάσει την πίστη του μέχρι τον ηττημένο… Χίτλερ, τα στατικά μονοπλάνα-σκηνές του Andersson περιέχουν συγκλονιστική ομορφιά (τα κάδρα του μοιάζουν κυριολεκτικά με πίνακες ζωγραφικής), πικρό χιούμορ και συνειρμικές νοηματικές σχέσεις μεταξύ τους. Άλλοτε αφοπλιστικά απλά, κι άλλοτε εντυπωσιακά περίπλοκα (ο άνδρας που κλαίει στο λεωφορείο), τα segments αντιπαραβάλουν την ομορφιά με τον παραλογισμό, τη μοναξιά με τη συλλογικότητα της ανθρώπινης παρουσίας και τη φυσική μας θνητότητα με την πνευματική μη-περατότητα («endlessness») της ύπαρξης, χωρίς να ξεπέφτουν στην κουλτουριάρικη σοβαροφάνεια.
Μα κι από μόνη της η μουντή και ξεθωριασμένη φωτογραφία του Gergely Palos, που δίνει στο φιλμ μια αίσθηση… πινακοθήκης, εσωκλείει επιβλητικό -οπτικό- νοηματικό βάρος. Το ασύλληπτο «μετά», το αφηρημένο «πέρα» αιωρούνται διαρκώς πάνω απ’ τους χαρακτήρες ως ένας απέραντος ορίζοντας ή αχανής ουρανός, ορατός ακόμα και στις εσωτερικές σκηνές μέσα από κάποιο παράθυρο, ενώ τα πάντοτε μακρινά πλάνα συρρικνώνουν τους χαρακτήρες μέσα στα περιβάλλοντά τους, υπογραμμίζοντας όχι μόνο την υπαρξιακή τους ασημαντότητα, αλλά και την πανανθρώπινη, κοινή υπαρξιακή εμπειρία.
Κι όσο το σμήνος των πουλιών θα συνεχίζει πάντα να χάνεται στον ορίζοντα την ώρα που εμείς θα το παρατηρούμε ακίνητοι από κάποιο παγκάκι, ή θα το αγνοούμε κοιτάζοντας τα ευτελή και προσωρινά εγκόσμια, δημιουργοί όπως ο Roy Andersson θα μας θυμίζουν πως ο φορμαλιστικός πειραματισμός υπάρχει για χάρη της βαθύτερης πνευματικής αναζήτησης. Κι ίσως ταινίες όπως η «Ομορφιά της Ύπαρξης» θα συνεχίσουν να συνθέτουν αφαιρετικά ψηφιδωτά της ανθρώπινης εμπειρίας, που θα μας ακολουθούν και έξω από τις κινηματογραφικές αίθουσες.
Βαθμολογία: