Μια βοστονέζα ρεπόρτερ μεσιτικών θεμάτων σκαλίζει έναν αστικό μύθο, που θέλει κάποιον επί δεκαετίες να αγοράζει σπίτια όπου έχουν συμβεί ανείπωτες τραγωδίες. Αυτό θα την οδηγεί σε κάποιον με το όνομα Τζεμπεντάια Κρόουν, και στην απάντηση μιας αποτρόπαιης ερώτησης: πώς χτίζεις ένα στοιχειωμένο σπίτι;
Σκηνοθεσία:
Darren Lynn Bousman
Κύριοι Ρόλοι:
Dayton Callie … Jebediah Crone
Jessica Lowndes … Julia Talben
Joe Anderson … Declan Grady
Lin Shaye … Allie
Jay Huguley … Felix
Michael Pare … Richard Renshaw
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Christopher Monfette
Παραγωγή: Jesse Berger, Brent C. Johnson
Μουσική: Mark Sayfritz
Φωτογραφία: Michael Fimognari
Μοντάζ: Brian J. Smith
Σκηνικά: Jennifer Spence
Κοστούμια: Dana Embree
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Abattoir
Ελληνικός Τίτλος: Σφαγείο
Παραλειπόμενα
- Το 2010, ο Darren Bousman είχε βγάλει μια πρίκουελ σειρά 6 κόμικ βιβλίων, όπου προετοίμαζαν το σύμπαν της συγκεκριμένης ταινίας.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 16/11/2016
Όταν η οικογένεια της αδερφής της δολοφονείται με άγριο τρόπο μέσα στο ίδιο της το σπίτι δίχως καμία αφορμή από έναν άνθρωπο δίχως ποινικό μητρώο, η Julia, με ιδιότητα δημοσιογράφου εξειδικευμένης σε μεσιτικά θέματα, συγκλονίζεται κι απαιτεί απαντήσεις για την τραγωδία. Λίγο καιρό αργότερα, το σπίτι της οικογένειας βγαίνει στο σφυρί και μαζί με έναν πρώην φίλο της αστυνομικό, τον Declan, η Julia μπαίνει μέσα για να δει πως το δωμάτιο στο οποίο έλαβε χώρα ο φόνος λείπει. Ερευνώντας την κατάσταση, θα διαπιστώσει πως με το συμβάν αυτό συνδέεται ένας μυστηριώδης ηλικιωμένος άντρας ονόματι Jebediah Crone, ο οποίος σε ένα διάστημα πολλών δεκαετιών αγοράζει σπίτια μέσα στα οποία έχει γίνει ένα έγκλημα κι έπειτα αφαιρεί το δωμάτιο εκείνο όπου διαπράχθηκε. Ψάχνοντας να βρει την άκρη, η Julia καταφτάνει και σε ένα μικρό χωριό ονόματι Νιου Ίνγκλις, από το οποίο κατάγεται και το οποίο έχει άμεση σχέση με τον Crone.
Φιλόδοξο το εγχείρημα του Darren Lynn Bousman (γνωστού κυρίως μέσα από σίκουελ που έχει γυρίσει για τη σειρά ταινιών «Saw») να δημιουργήσει ένα ευρύτερο σύμπαν με ιστορίες που συνδέονται μεταξύ τους σε ένα μεγαλύτερο σύνολο (έξι χρόνια πριν είχε δημιουργήσει ένα κόμικ που λειτουργούσε σαν πρίκουελ στα δρώμενα της συγκεκριμένης ταινίας, ενώ πάλι ο ίδιος ήδη φιλοδοξεί να γυρίσει σίκουελ). Ωστόσο, τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και τους ανάλογους «αφεδρώνες». Η ταινία προσπαθεί να οικοδομήσει τον δικό της κόσμο και μέχρι να φτάσουμε στην κλιμάκωση του τελευταίου μισάωρου, το μόνο που γίνεται είναι εισαγωγή «χαρακτήρων» (εντός εισαγωγικών γιατί η ανάπτυξή τους είναι πενιχρή) του σύμπαντος αυτού, καθώς και το ξετύλιγμα ενός αστυνομικού μυστηρίου με μεταφυσικές προεκτάσεις χωρίς να προκύπτουν ενδιάμεσα άλλες συγκρούσεις ή υποπλοκές που να έχουν ενδιαφέρον.
Με λίγα λόγια, ο Bousman καίγεται στο ζέσταμα. Το τελικό αποτέλεσμα βρίθει περίεργων κι αμφισβητήσιμης ποιότητας καλλιτεχνικών επιλογών, όπως η αισθητική φιλμ νουάρ που προσδίδεται στους διαλόγους, την ατμόσφαιρα ακόμη και την εξωτερική εμφάνιση των δύο πρωταγωνιστών με αποκορύφωμα την τραγικωμική ερμηνεία του Joe Anderson ως Declan που αντιγράφει μανιέρες τύπου Philip Marlowe με έναν τρόπο που περισσότερο παραπέμπει σε παρωδίες με τον Leslie Nielsen! Δεν φτάνει που τα δύο τρίτα του χρόνου της ταινίας ξοδεύονται για να χτιστούν απλά οι βάσεις του κόσμου που φιλοδοξεί τόσο ο Bousman όσο και ο σεναριογράφος Monfette (που διαθέτει αποκλειστικά τηλεοπτική προϋπηρεσία) να βασίσει πάνω του ένα ολόκληρο franchise (με την ποιότητα της πρώτης τους απόπειρας, βέβαια, αυτό κρίνεται μάλλον ως μια εξαιρετικά δύσκολη στην επίτευξή της προσδοκία), η κορύφωση αυτή καθαυτή όταν έρχεται η ώρα της είναι εξαιρετικά απογοητευτική. Όταν έρχεται η ώρα να αντικρίσουμε την τελική δημιουργία του Crone φτιαγμένη από τα δωμάτια που αφαιρεί, οι περιορισμοί που επιβάλλει στους ορίζοντες φιλοδοξίας της ταινίας ο προϋπολογισμός είναι εμφανείς, με αποτέλεσμα αντί να βλέπουμε μια εντυπωσιακή, ενδεχομένως γοτθικών αποχρώσεων κατασκευή που θα μας προκαλούσε δέος, να ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα σύνολο συμβατικών δωματίων που εκπέμπουν μια αίσθηση ρουτίνας, όχι τρόμου. Ακόμη ένα πολύ σημαντικό λάθος είναι ο τρόπος με τον οποίο απεικονίζονται στα τελευταία λεπτά της ταινίας τα φαντάσματα, ιδιαίτερα αφαιρετικός, στον βαθμό που κάθε άλλο παρά τρόμος προκαλείται. Το δε σοβαρό θέμα της θρησκοληψίας που θίγεται δεν εξετάζεται ποτέ σε βάθος, παραμένει απλά μια πινελιά φολκλορική βασισμένη στην αμερικανική μυθολογία που με τη σειρά της εδράζεται πάνω στην αμερικανική ψυχοσύνθεση της κλειστής κοινότητας, όσων αφορά συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές και παλιότερες ιστορικές περιόδους, και των δεισιδαιμονιών που πολλάκις τη χαρακτηρίζουν.
Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν οι δημιουργικές προθέσεις για κάτι διαφορετικό από το συνηθισμένο, αλλά το αποτέλεσμα της συνταγής αποτυγχάνει τόσο βαθιά που αγωνίζεται κάποιος για να βρει έστω κάποια ελάχιστα θετικά στοιχεία (για παράδειγμα έχει γίνει καλή δουλειά στη φωτογραφία από τον Michael Fimognari που συμπτωματικά έχει βάλει το χεράκι του και στο εξίσου κακό φετινό «Ouija: Η Πηγή του Κακού»). Με τρεις λέξεις: μια κακή ταινία.
Βαθμολογία: