Ένα Αστέρι Γεννιέται
- A Star Is Born
- 2018
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Αισθηματική, Δραματική, Μουσική
- 04 Οκτωβρίου 2018
O καταξιωμένος μουσικός Τζάκσον Μέιν ανακαλύπτει κι ερωτεύεται την άσημη και ταλαντούχα Άλι. Εκείνη έχει αρχίσει να εγκαταλείπει το όνειρό της να γίνει μεγάλη τραγουδίστρια, μέχρι που ο Τζακ τη βγάζει και πάλι στο προσκήνιο. Αλλά όταν η καριέρα της Άλι παίρνει τα πάνω της, η προσωπική πλευρά της σχέσης τους καταρρέει, καθώς ο Τζακ βρίσκεται σε συνεχή μάχη με τους δικούς του εσωτερικούς δαίμονες.
Σκηνοθεσία:
Bradley Cooper
Κύριοι Ρόλοι:
Lady Gaga … Ally Maine
Bradley Cooper … Jackson ‘Jack’ Maine
Sam Elliott … Bobby Maine
Dave Chappelle … George ‘Noodles’ Stone
Andrew Dice Clay … Lorenzo Campana
Rafi Gavron … Rez Gavron
Anthony Ramos … Ramon
Drena De Niro … Paulette Stone
Greg Grunberg … Phil
Michael Harney … Wolfie
Ron Rifkin … Carl
Barry Shabaka Henley … Little Feet
Eddie Griffin … πάστορας
Luenell … ταμίας
Alec Baldwin … Alec Baldwin
Marlon Williams … Marlon Williams
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Eric Roth, Bradley Cooper, Will Fetters
Παραγωγή: Bradley Cooper, Bill Gerber, Lynette Howell Taylor, Jon Peters, Todd Phillips
Φωτογραφία: Matthew Libatique
Μοντάζ: Jay Cassidy
Σκηνικά: Karen Murphy
Κοστούμια: Erin Benach
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: A Star Is Born
- Ελληνικός Τίτλος: Ένα Αστέρι Γεννιέται
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Ένα Αστέρι Γεννιέται (1937)
- Ένα Αστέρι Γεννιέται (1954)
- Ένα Αστέρι Γεννιέται (1976)
Σεναριακή Πηγή
- Στόρι: Ένα Αστέρι Γεννιέται (1937) των William A. Wellman, Robert Carson.
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ τραγουδιού (Shallow). Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, πρώτο αντρικό ρόλο (Bradley Cooper), πρώτο γυναικείο ρόλο (Lady Gaga), δεύτερο αντρικό ρόλο (Sam Elliott), διασκευασμένο σενάριο, φωτογραφία και ήχο.
- Χρυσή Σφαίρα τραγουδιού (Shallow). Υποψήφιο για καλύτερη ταινία (δράμα), σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Bradley Cooper) σε δράμα και πρώτο γυναικείο ρόλο (Lady Gaga) στην ίδια κατηγορία.
- Βραβείο Bafta μουσικής. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Bradley Cooper), πρώτο γυναικείο ρόλο (Lady Gaga), σενάριο και ήχο.
Παραλειπόμενα
- Τρίτο στη σειρά ριμέικ της ομότιτλης ταινίας του 1937. Προηγήθηκαν οι εκδοχές του 1954 ως καθαρό μιούζικαλ, και του 1977 υπό ροκ μορφή.
- Ο Will Smith ξεκίνησε τον χορό μιας νέας εκδοχής του κλασικού στόρι, ήδη από τα τέλη των 1990. Το συγκεκριμένο όμως σχέδιο ακυρώθηκε όταν ο σταρ προτίμησε το Ali.
- Το 2000 ψιθυρίζονταν ότι οι Jamie Foxx και Oliver Stone ενδιαφέρονταν για μια νέα διασκευή, με τον Foxx να έχει κατά νου τους Aaliyah και Paul Walker για τους δύο πρώτους ρόλους. Lauryn Hill και Mariah Carey ακούγονταν επίσης ως υποψήφιες, με την Alicia Keys να φαίνεται ότι απέρριψε τη συμμετοχή της.
- Το 2011, είχε ανακοινωθεί για πρώτη φορά το ριμέικ στη βάση αυτού που εντέλει θα έρθει στις αίθουσες, αλλά με πιθανό σκηνοθέτη τον Clint Eastwood και την Beyonce στον πρώτο ρόλο. Εντέλει, αυτό το αρχικό πλάνο κατέρρευσε λόγω της εγκυμοσύνης της μαύρης τραγουδίστριας. Το 2012, ο σεναριογράφος Will Fetters ανάφερε ότι το σενάριο ήταν εμπνευσμένο κατά πολύ από τον Kurt Cobain. Συζητήσεις που ακολούθησαν με τους Leonardo DiCaprio, Will Smith, Christian Bale, Johnny Depp και Tom Cruise δεν είχαν συνέχεια. Όταν ανέλαβε ο Bradley Cooper το 2015, το όνομα της Beyonce ακούγονταν και πάλι πρώτο ως πιθανό για παρτενέρ του.
- Για τον ρόλο της Άλι, είχαν ακουστεί από το 2011 κι έπειτα οι: Esperanza Spalding, Jennifer Lopez, Rihanna, Shakira, Janelle Monae, Selena Gomez, Demi Lovato, αλλά και η Kesha.
- Ο ρόλος που πήγε στον Sam Elliott, αρχικά προορίζονταν για τον Ray Liotta.
- Οι αναφορές θέλουν να επιλέχτηκε ο Andrew Dice Clay μέσα από μια λίστα που περιλάμβανε τους Robert De Niro, John Turturro και John Travolta. Παρόλα αυτά, ο ρόλος είναι μικρός.
- Ο Cooper είχε δηλώσει πως επειδή ήταν το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, αρχικά δεν ήθελε να συμπεριληφθεί και στο καστ, ώστε να προσηλωθεί στα νέα του καθήκοντα. Είχε μάλιστα προτείνει τον μουσικό Jack White για τον πρώτο αντρικό ρόλο, με το στούντιο να απορρίπτει την ιδέα.
- Θέμα προέκυψε με την άρνηση της Warner Bros να συνεργαστεί με τον Jon Peters, που όμως είχε δικαιώματα ως παραγωγός της ταινίας του 1976. Ήταν πια ένας παρειάς του Χόλιγουντ, και το στούντιο φρόντισε να έρθει σε συμφωνία μαζί του δίχως να αναγκαστεί να αναφέρει οπουδήποτε το όνομα του. Ο δε Bradley Cooper δήλωνε ότι θα εξασφαλίζονταν μια ηρεμία στο πλατό μόνο αν ο παραγωγός δεν βρίσκονταν εκεί. Συμπτωματικά (;), ο Cooper έμελλε ελάχιστα χρόνια μετά να ερμηνεύει τον Peters στο Πίτσα Γλυκόριζα.
- Με μπάτζετ 36 εκατομμύρια δολάρια, το φιλμ ευτύχισε να φτάσει σε έσοδα τα 436,2.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Όλα τα τραγούδια ερμηνεύονται από τη Lady Gaga και τον Bradley Cooper, οι οποίοι και είναι στα περισσότερα πίσω κι από τη σύνθεση. Περιλαμβάνονται πολλά με κάντρι ήχο, αλλά και πολλά με πιο ποπ, για τα οποία η Lady Gaga βοηθιέται από τον DJ White Shadow. Αιχμή του σάουντρακ είναι το Shallow, που έφτασε ως το νούμερο 5 στις ΗΠΑ και το 1 στη Μεγάλη Βρετανία. Σε σινγκλ βγήκε και το Always Remember Us This Way (με ερμηνεύτρια μόνο τη Lady Gaga), ενώ ξεχώρισαν και το I’ll Never Love Again, το Is That Alright?, το Music to My Eyes, το Maybe It’s Time και το Black Eyes. Επί του συνόλου, το σάουντρακ έφτασε στην κορυφή των ΗΠΑ, Μεγάλης Βρετανίας, αλλά κι Ελλάδας.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 30/9/2018
Πώς μπορεί να μιλήσει στο σημερινό κοινό μια ιστορία που κάποτε για τα δεδομένα του Χόλιγουντ μπορεί να ήταν διαχρονική (άλλωστε δεν είναι λίγο να έχει γυριστεί σε τρεις διαφορετικές εκδοχές), τέσσερις όμως δεκαετίες μετά την τελευταία μεταφορά της στη μεγάλη οθόνη πρόκειται για ένα σχήμα που έχει κορεστεί τόσο από τις άπειρες προσπάθειες κινηματογραφικής αναπαραγωγής του με δεκάδες μιμητές όσο και από τη μετάλλαξη που υπέστη περνώντας από τη μικρή οθόνη μέσω της φόρμας του ριάλιτι; Γνωρίζοντας πως το κεντρικό εύρημα της νεαρής που από το μηδέν φτάνει στην παγκόσμια αναγνωρισιμότητα αποτελεί μια αποδραστική ονειροφαντασία, ο Bradley Cooper το λανσάρει σε μια όσο γίνεται πιο προσγειωμένη εκδοχή για το σύγχρονο κοινό που έχει μάθει να είναι πιο κυνικό. Το σενάριο έχει «πιάσει» τη γενική αίσθηση της λειτουργίας της τωρινής μουσικής βιομηχανίας κι έχει περισσότερο αιχμηρές πλευρές από τις εκδοχές που έχουν προηγηθεί (άλλωστε είναι η πρώτη βερσιόν με το χαρακτηρισμό του «ακατάλληλου»), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει εδώ μια πλήρης απομυθοποίηση του υπαρκτού περιβάλλοντος στο οποίο διαδραματίζεται η πλοκή. Η δραματική διάσταση της ιστορίας είναι εντονότερη και η σχέση μεταξύ των πρωταγωνιστών πιο τρικυμιώδης. Και πάλι, παρότι το πλαίσιο δράσης είναι ρεαλιστικά δοσμένο σε γενικές γραμμές, δίνεται η αίσθηση ότι το σενάριο δεν το τραβάει στα άκρα.
Κυρίως ο χαρακτήρας του Cooper, αλλά και αυτός της Lady Gaga, έχουν ελαττώματα και σκοτεινές πλευρές, ποτέ όμως δεν καθίστανται πραγματικά δυσάρεστοι, ποτέ δε δοκιμάζουν τις αντοχές της συμπάθειας ενός μέσου θεατή ακόμη κι αν προβαίνουν σε μεγάλα σφάλματα γιατί κατά βάση παραμένουν με την πλευρά του «φωτός». Από αυτήν την άποψη, η προσέγγιση των Roth, Cooper και Fetters που συνέγραψαν αυτό το ριμέικ είναι ασφαλής και συντηρητική. Έστω όμως και σαν ένα στην πραγματικότητα συμβατικό μουσικό δράμα με κάποιες γωνίες εδώ κι εκεί, το σύνολο λειτουργεί. Αυτό που στην πραγματικότητα ενοχλεί περισσότερο είναι το πως παρόλο που ο χρόνος μεταξύ των πρωταγωνιστών μοιράζεται αρκετά ισόποσα, όσο περνάει η ώρα και ειδικά προς το φινάλε γίνεται όλο και πιο φανερό πως πρόκειται για ένα πρότζεκτ στο οποίο ο παραγωγός, σκηνοθέτης, συνσεναριογράφος και ηθοποιός επιθυμεί να είναι περισσότερο στο επίκεντρο ακόμη και από το «αστέρι» του τίτλου, σπάζοντας την παράδοση των προηγούμενων ταινιών που είχαν τη γυναίκα στον πυρήνα. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να απέδιδε αν δεν ανέδυε ταυτόχρονα μια τόσο έντονη μυρωδιά ματαιοδοξίας κι εγωπάθειας. Υπάρχει διαφορά μεταξύ προσωπικού στοιχήματος και αυτοπροβολής μέχρις εσχάτων, με το φιλμ να φλερτάρει σαφώς με το δεύτερο.
Παρά αυτήν την αρνητική διάσταση, το σύνολο είναι άρτιο. Λόγω πιο αβανταδόρικου ρόλου, προφανώς μεγαλύτερων ερμηνευτικών ικανοτήτων εξαιτίας μακρόχρονης εμπειρίας στο χώρο αλλά και της απόφασής του να είναι διακριτικός και χαμηλόφωνος σε αντίθεση με τα στερεότυπα που θέλουν έναν τέτοιο κινηματογραφικό χαρακτήρα να είναι πληθωρικός και χειμαρρώδης, ο Cooper είναι αυτός που κλέβει την παράσταση. Η συμπρωταγωνίστριά του προσπαθεί, αλλά αναμενόμενα τραβάει περισσότερο την προσοχή όταν τραγουδάει παρά όταν παίζει, αναδεικνύοντας ένα αδιαμφισβήτητο φωνητικό εύρος που δεν είχε αναδειχθεί σε τέτοιο βαθμό σε καμιά στιγμή της δισκογραφίας της. Γενικότερα, όταν η εστίαση βρίσκεται στη μουσική, κινηματογραφούνται και μερικές σχεδόν μαγικές στιγμές που παραπέμπουν σε εξαιρετική συναυλιακή ταινία. Αν και το φτιαγμένο για να αρέσει σε πολύ κόσμο ποπ ντουέτο «Shallow» είναι στο επίκεντρο του σάουντρακ (σχεδόν σίγουρο ότι θα σηκώσει και το επερχόμενο Όσκαρ τραγουδιού), ίσως το πιο δυνατό κομμάτι είναι το «Black Eyes» που ξεκινά σε υψηλές εντάσεις το φιλμ. Η ποικιλία μουσικών ειδών ικανοποιεί ένα μεγάλο εύρος: ακούγεται από χαρντ ροκ μέχρι κάντρι και χορευτική ποπ, οπότε καθίσταται δυνατή τουλάχιστον η μερική κάλυψη των γούστων ενός μέσου ακροατή. Ακόμη κι αν το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι τόσο μεγαλεπήβολο και αξέχαστο όσο θα επιθυμούσε να είναι, στέκεται ως ένα καλό παράδειγμα στο είδος του.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 20/10/2018
Αυτό το τρίτο ριμέικ επιφανειακά μπορεί να φαίνεται σαν μια από τις συνηθισμένες αρπαχτές του Χόλιγουντ, με εκσυγχρονισμό παλαιότερων πετυχημένων ταινιών. Ωστόσο, ο Bradley Cooper και η Lady Gaga ερμηνεύουν εξαιρετικά τα δοκιμασμένα ανθρώπινα αρχέτυπα, με τον πρώτο σε φθίνουσα πορεία και τη δεύτερη σε άνοδο, ενώ και το σενάριο προσθέτει βάθος και αποχρώσεις στην ερωτική ιστορία που γεννιέται μεταξύ τους.
Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο Bradley Cooper εκπλήσσει ευχάριστα, με τη Lady Gaga να αναλαμβάνει τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο σε ταινία μεγάλου μήκους και να ενθουσιάζει με την ερμηνεία της. Το αρχικό πρότζεκτ ήθελε τον Clint Eastwood να σκηνοθετεί τηv Beyonce, αλλά τελικά και οι δύο αποσύρθηκαν. Το φιλμ έκανε πρεμιέρα εκτός διαγωνισμού στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας, αποσπώντας πολύ θετικές κριτικές.
Σ’ αυτή την τραγική ιστορία αγάπης, ο Cooper ενσαρκώνει τον γνωστό μουσικό Jackson Maine, ο οποίος ανακαλύπτει και ερωτεύεται την Ally (Lady Gaga). Εκείνη έχει αρχίσει να εγκαταλείπει το όνειρό της να γίνει μεγάλη τραγουδίστρια, μέχρι που ο Jack τη βγάζει και πάλι στο προσκήνιο. Αλλά όταν η καριέρα της Ally παίρνει τα πάνω της, η προσωπική πλευρά της σχέσης τους καταρρέει, καθώς ο Jack βρίσκεται σε συνεχή μάχη με τους δικούς του εσωτερικούς δαίμονες. H Lady Gaga ερμηνεύει τραγούδια που έγραψε με τον Cooper και άλλους καλλιτέχνες, ενώ όλη η μουσική της ταινίας είναι πρωτότυπη και ηχογραφήθηκε ζωντανά.
Ενώ η ερμηνεία του Cooper μπορεί και να είναι η καλύτερη τής μέχρι τώρα καριέρας του, η σκηνοθετική του επίδοση δεν βρίσκεται πάντοτε στο ίδιο ύψος. Ορισμένα από τα χρονικά άλματα της ταινίας φαντάζουν αμήχανα και μερικές στιγμές κλιμάκωσης υποβαθμίζονται. Στην προσπάθεια του να αποφύγει τον κραυγαλέο μελοδραματισμό επιλέγει ορθά μια χαμηλότονη αφήγηση, αλλά μερικές φορές δεν επιτρέπει σε μια σημαντική στιγμή να συνεπάρει και να βυθίσει το κοινό στον ψυχισμό των ηρώων. Αντίθετα, η συγκρατημένη σκηνοθεσία του λειτουργεί αξιοθαύμαστα στα σφιχτά πλάνα που αφήνουν τα εκφραστικά πράσινα μάτια της Gaga ή τα παιδικά διαπεραστικά μπλε του Cooper να μιλάνε. Ο Cooper έχει επίσης τη μαστοριά να οικοδομήσει προοδευτικά την ανέλιξη της Ally, ενισχύοντας σιγά-σιγά τη μουσική μαζί με τα συναισθήματά της μέχρι τις στιγμές του θριάμβου της στη σκηνή. Ο Cooper δείχνει τον σεβασμό του απέναντι στο αρχικό υλικό, χωρίς όμως να υποδουλώνεται σε αυτό. Χρησιμοποιώντας μια νοσταλγική φόρμα από το παρελθόν, εκεί που βρίσκονται οι ρίζες της ταινίας, καταφέρνει να συγκινήσει ακόμα και τον πιο σκληρό και κυνικό θεατή. Η προσέγγισή του είναι ίσως ο μόνος τρόπος με τον οποίο αυτή η 4η εκδοχή της ιστορίας θα μπορούσε να εμφανιστεί ως η δική της οντότητα. Αν και δεν είναι ένα εντελώς φρέσκο προϊόν, δεν αισθάνεται κανείς ότι παρακολουθεί ένα κουρασμένο και περιττά αναγομωμένο φιλμ.
Όταν ένα αστέρι κερδίζει ένα βραβείο, μια χούφτα ηττημένοι υποψήφιοι πρέπει να πνίξουν τον πόνο τους, καθώς ο προβολέας απομακρύνεται από αυτούς. Η νέα γενιά αντικαθιστά την υπάρχουσα, και όσο ένα άστρο ανατέλλει, τόσο ένα άλλο τού παραδίδει τη θέση του και δύει. Αυτός είναι ο απαρέγκλιτος κανόνας του θεάματος, αυτή είναι η σκοτεινή λάμψη της διασημότητας. Ο Bradley Cooper μετατρέπει αυτή την οδυνηρή συναλλαγή σε μια συγκινητική ιστορία αγάπης. Το έντιμο αυτό μουσικό μελόδραμα θα μπορούσε εύστοχα και να ονομαστεί: «Ένα αστέρι πεθαίνει».
Βαθμολογία: