Ακολουθώντας τα θανατηφόρα γεγονότα στο σπίτι, η οικογένεια των Άμποτ πρέπει τώρα να αντιμετωπίσει τους κινδύνους του έξω κόσμου, καθώς συνεχίζουν τον αγώνα για επιβίωση σιωπηλοί. Αναγκασμένοι να κινούνται προς το άγνωστο, γρήγορα συνειδητοποιούν ότι τα πλάσματα που κυνηγούν βασισμένα στον ήχο δεν αποτελούν τη μοναδική απειλή που καρτερεί πίσω από το μονοπάτι της άμμου.

Σκηνοθεσία:

John Krasinski

Κύριοι Ρόλοι:

Emily Blunt … Evelyn Abbott

Millicent Simmonds … Regan Abbott

Noah Jupe … Marcus Abbott

Cillian Murphy … Emmett

Djimon Hounsou … ο άντρας στο νησί

John Krasinski … Lee Abbott

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: John Krasinski

Παραγωγή: Michael Bay, Andrew Form, Brad Fuller

Μουσική: Marco Beltrami

Φωτογραφία: Polly Morgan

Μοντάζ: Michael P. Shawver

Σκηνικά: Jess Gonchor

Κοστούμια: Kasia Walicka-Maimone

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: A Quiet Place Part II
  • Ελληνικός Τίτλος: Ένα Ήσυχο Μέρος 2
  • Εναλλακτικός Τίτλος: A Quiet Place: Part II
  • Εναλλακτικός Τίτλος: A Quiet Place 2 [ανεπίσημος]

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Bafta ήχου.

Παραλειπόμενα

  • Μετά την εμπορική επιτυχία του πρώτου μέρους, η Paramount ανακοίνωσε άμεσα τη δημιουργία ενός σίκουελ. Ο John Krasinski, από τη μεριά του, δήλωσε πως υπολόγιζε να ήταν “μία κι έξω”, αλλά μια και μπήκε στη διαδικασία η συνέχεια, ήταν μια καλή ευκαιρία να εξερευνήσει τις δυνατότητες που έδινε μια διεύρυνση του σύμπαντος της πρώτης ταινίας.
  • Σύμφωνα με τον Krasinski, η Paramount απέρριψε ιδέες από σεναριογράφους και σκηνοθέτες που κοιτούσαν το σίκουελ καθαρά ως franchise, κι απευθύνθηκαν στον ίδιο ζητώντας μια μικρή ιδέα που θα χωρούσε σε αυτό τον κόσμο και θα ήταν συναρπαστική.
  • Ο Brian Tyree Henry είχε πάρει ρόλο, αλλά δεν συνέπιπτε με το πρόγραμμα του και αποχώρισε. Τη θέση του πήρε ο Djimon Hounsou.
  • Πρόλαβε να κάνει πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη τον Μάρτιο του 2020, αλλά η διανομή του αναβλήθηκε για το 2021.

Κριτικός: Λήδα-Ειρήνη Αδάμου

Έκδοση Κειμένου: 3/6/2021

Αν το συμβολικό νόημα της σιωπής αποτέλεσε ορόσημο στο πρώτο μέρος της ανεπανάληπτης σκηνοθετικής δημιουργίας του John Kransinski,σταθμός στη συνέχεια αυτή είναι κατά κύριο λόγο ο θόρυβος ως επαναστατική πρακτική!..

Βαδίζοντας βέβαια ο θόρυβος αυτός (καθώς κι ο κίνδυνος που συνεπάγεται) πλάι-πλάι  με την «τάξη» της σιωπής, είχε αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία του και να αποκτά διαφορετική, σχεδόν λυτρωτική διάσταση ήδη από την πρώτη ταινία του Kransinski. Στη νέα κινηματογραφική απόπειρα λοιπόν του ταλαντούχου σκηνοθέτη, οι πρωταγωνιστές δείχνουν πλέον να έχουν προσαρμοστεί πλήρως στη νέα δυστοπική πραγματικότητα, και σιγά-σιγά η πάλαι ποτέ ιδέα τους να παραμένουν σιωπηλοί, ενώπιον της εξωγήινης απειλής, μετουσιώνεται σε δράση.

Το αριστουργηματικό έπειτα σ’ αυτές τις σκηνές δράσης της ταινίας είναι, πέρα από την άρτια κινηματογράφηση, η εξέλιξη του μοντάζ των σκηνών αυτών σε παράλληλο τόπο. Οι σκηνές δράσης δηλαδή εναλλάσσονται από τη μια περίπτωση στην άλλη, δομώντας ένα παράλληλο (ή αλλιώς και εναλλασσόμενο) μοντάζ, το οποίο προσδίδει στο σίκουελ τη δική του μοναδική ταυτότητα. Highlight επίσης, σ’ ό,τι αφορά πάντα τις σκηνές δράσης, αποτελεί και η αναδρομή στο παρελθόν, η οποία λαμβάνει χώρα με την έναρξη της ταινίας αφηγούμενη το πώς άρχισαν όλα, με το μοντάζ και τον σχεδιασμό του ήχου να αφήνουν με το «καλημέρα» στον θεατή ανεξίτηλες εντυπώσεις.

Από κει και έπειτα, το επόμενο κεφάλαιο της ταινίας ξεκινά από ‘κει ακριβώς που τελειώνει η πρώτη ταινία του Krasinski, με την επινόηση (όπως προείπαμε) του θορύβου να συνιστά μια δραστική πρακτική για τη λύτρωση των πρωταγωνιστών από την τυραννία, στην οποία μέχρι τώρα τους υπέβαλλε το βασανιστήριο της σιωπής. Με αποτέλεσμα φυσικά το σίκουελ του Krasinski να αποτελεί λογική συνέχεια της προγενέστερης δημιουργίας του, και συνεπώς μια ισάξια λόγου ταινία!

Βαθμολογία:


Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 12/6/2021

Συνεχίζοντας τις περιπέτειές της ακριβώς από εκεί που τελείωσε το πρώτο μέρος, η αποδεκατισμένη οικογένεια Άμποτ αποφασίζει να εγκαταλείψει το κρησφύγετό της προκειμένου να συναντήσει τυχόν άλλους επιζήσαντες. Με τα εξωγήινα τέρατα να καραδοκούν και κάθε ήχο να σημαίνει θανάσιμο κίνδυνο, οι Άμποτ διασχίζουν το δάσος και καταφθάνουν στο καταφύγιο του σκληροτράχηλου ερημίτη Έμετ, πάλαι ποτέ οικογενειακού φίλου ο οποίος έχασε τους οικείους του κατά την επέλαση των τεράτων. Εκεί θα έρθουν αντιμέτωποι με μία ακόμα σκληρότερη όψη του αγώνα για επιβίωση, αναζητώντας παράλληλα μία οριστικότερη διέξοδο από την τυραννία του άηχου τρόμου.

Η ταινία εκκινεί με ένα καθηλωτικό πρελούδιο που ανατρέχει στην πρώτη ημέρα της έλευσης της θανατηφόρου απειλής, μία σπουδαία σεκάνς α λα Στίβεν Σπίλμπεργκ την οποία ο Κραζίνσκι δομεί με μαεστρία. Χρησιμοποιεί κατά βάση μονοπλάνα τα οποία του επιτρέπουν να κάνει αυτή την αναδρομική αφήγηση της κοινωνικής ομαλότητας να ρέει με φυσικότητα, ενώ οι στιγμές που έπονται της εξωγήινης επίθεσης παρατίθενται με κατακλυσμιαία ένταση. Είναι μία σεκάνς ανθολογίας που κομίζει πολλαπλά οφέλη στο φιλμ: προσφέρει μία όμορφη προοικονομία και εμπλουτίζει τη συναισθηματική σύνδεση του κοινού με την οικογένεια, ενώ παράλληλα κατορθώνει να μαγνητίσει το βλέμμα του πριν ακόμα τους τίτλους αρχής. Είναι η αξιοποίηση της σπουδαιότερης αρετής που ανέδειξε το πρώτο μέρος σε απρόσμενα μεγάλη επιτυχία: η ευφυής κατασκευή των σεκάνς που βασίζονται στο πολυπόθητο αγνό σασπένς, το οποίο συνιστά τον πρωταρχικό σκοπό του genre.

Ως προς το κινηματογραφικό είδος και το ύφος πάντως, ενώ στο πρώτο μέρος κυριαρχούσε η αίσθηση της κλειστοφοβίας εντός του οίκου, με τα τέρατα να αποτελούν περισσότερο έναν ελλοχεύοντος κινδύνου και όχι άμεσης απειλής, εδώ ο Κραζίνσκι εμπιστεύεται έναν πιο καθαρό post-apocalyptic δρόμο. Τα όντα με την οξυμένη ακοή είναι κυριαρχικά και πανταχού παρόντα, οι εξωτερικές σκηνές ουσιωδέστερες και η μετατόπιση προς το horror σημαντική. Ο Αμερικανός δημιουργός χρησιμοποιεί περισσότερο τα jump scares, αν και πάλι το κάνει με σύνεση, ενώ βιάζεται αισθητά να ακολουθήσει και τη συνηθέστερη σύμβαση της μεταποκαλυπτικής κινηματογραφικής θεματολογίας, αποτυπώνοντας έναν αποσαθρωμένο κοινωνικό ιστό μεταξύ των όσων ακόμα επιβιώνουν (πλην των Άμποτ και του Έμετ), παρουσιάζοντάς τους σε αγελαία σύνθεση και έτοιμους να επιτεθούν αναίτια.

Το δεύτερο μέρος του «A Quiet Place» είναι συναρπαστικότερο από το πρώτο, επειδή ακριβώς είναι απαλλαγμένο από τα άχαρα καθήκοντα μίας ταινίας που υποχρεούται να στήσει ένα δικό της σύμπαν. Διαθέτει ένα συμπαγέστερο σενάριο χάρη στο οποίο αποφεύγει τις όποιες κακοτοπιές σημειώθηκαν στο προηγούμενο, όπως τις βολικές επιλογές που υπηρετούν το στήσιμο της πλοκής ή τις ασυνέπειες ως προς το απειλητικό πλαίσιο στο οποίο διαβιεί η οικογένεια. Στην τρίτη πράξη, ο Κραζίνσκι (που υπογράφει εδώ μόνος του το σενάριο) επιλέγει να «σπάσει» την πλοκή σε τρία επίπεδα, χρησιμοποιώντας θαρρετά το σπουδαίο παράλληλο μοντάζ του Μάικλ Σόβερ. Παρότι εκεί εντοπίζεται το μόνο σημαντικό σεναριακό ατόπημα του φιλμ, με έναν χαρακτήρα να προβαίνει στη μία λανθασμένη επιλογή μετά την άλλη προκειμένου να ενεργοποιηθεί ο κίνδυνος, η αφήγηση παραμένει ευρηματική και ο ρυθμός αψεγάδιαστος.

Εάν η πρώτη ταινία ψηλαφούσε τον τρόμο της γονικής ιδιότητας για ένα ζευγάρι («ποιοι είμαστε αν δε μπορούμε να τα προστατέψουμε» όπως σημειώνει η μητέρα), στη δεύτερη το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στα τέκνα που διανύουν την εφηβεία τους. Η μητέρα Έβελιν παραδίδει τα σκήπτρα της στη Ρέγκαν, την κωφή κόρη της οικογένειας, η οποία προσφέρει το μεγαλύτερο συναισθηματικό βάθος στο φιλμ. Από την αγωνία δύο ανθρώπων που ορίζονται μέσα από την επιβίωση των τέκνων τους, η εστίαση περνάει στην ανάγκη για διαρκή εξερεύνηση, στην ανυπότακτη ορμή της εφηβικής καρδιάς που αναζητά τον τρόπο να υπερβεί το κακό που διαφεντεύει την τύχη του. Στο προηγούμενο μέρος, κινητήριος μοχλός της πλοκής ήταν η ανάγκη των γονέων να προφυλάξουν τα παιδιά τους από τη βάναυση απειλή, ενώ σε αυτό βασικός άξονας είναι η γενναιότητα και η δημιουργική ευστροφία της Ρέγκαν που αποσκοπεί σε μία μόνιμη απαλλαγή από τον καθηλωτικό τρόμο των εξωγήινων πλασμάτων. Σε αυτή του τη θεώρηση, το “Ένα Ήσυχο Μέρος 2” συνιστά μία ασυνήθιστη ταινία ενηλικίωσης, αφού αιχμαλωτίζει εκείνη τη στιγμή που η ανάγκη ενός ανθρώπου να διαφεντεύει την τύχη του τον μετατρέπει από ανήλικο σε «ενήλικο», ακόμα και αν το αριθμητικό δεδομένο της ηλικίας του δεν συνηγορεί σε αυτό.

Αντίστοιχα, η Έμιλι Μπλαντ παράγει για ακόμα μία φορά πολύτιμη κινηματογραφική υπεραξία, διαθέτοντας τουλάχιστον δύο καίριες και απαιτητικές σκηνές τις οποίες φέρνει εις πέρας με απαράμιλλη ένταση, ωστόσο είναι η ανερχόμενη Μίλισεντ Σίμοντς που λάμπει στην ταινία. Η νεαρή ηθοποιός, στην τρίτη εμφάνισή της, αποδεικνύεται μία σπουδαία ερμηνεύτρια, εκμεταλλεύεται όλο τον χώρο που της αφήνει ο Κραζίνσκι και με άξιο αρωγό τον καλοδεχούμενο και συγκινητικό Κίλιαν Μέρφι, δικαιώνει τον δημιουργό που επέλεξε να μεταφέρει το κέντρο βάρους στον χαρακτήρα της.

Συνολικά, το «Ένα Ήσυχο Μέρος 2» είναι έργο ενός ανθρώπου που έχει εμπιστοσύνη στο σκηνοθετικό του όραμα και καταφέρνει να το διατηρήσει ελεύθερο από περιττές αναδιπλώσεις της πλοκής. Φαντάζει εύκολο, ωστόσο με δεδομένο ότι δεν επρόκειτο για κάποιο franchise που δημιουργήθηκε με την ιδέα να αποκτήσει πολλαπλά κεφάλαια, δεν είναι διόλου αυτονόητο. Ο Τζον Κραζίνσκι αποτυπώνει κάθε περίτεχνη σκέψη του σε σκηνοθετική καινοτομία την οποία εντάσσει σε ένα ήδη δημιουργημένο αφηγηματικό πλαίσιο τρόμου, διατηρώντας παράλληλα απλή την ιστορία. Με λίγα λόγια διασχίζει εύστροφα το ναρκοθετημένο πεδίο του σίκουελ στον κινηματογράφο του τρόμου και εμφανίζεται όχι απλώς «αρτιμελής», αλλά μάλλον ισχυρότερος ως σκηνοθέτης.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

25 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *