Μία ακόμα ημέρα φασαρίας στους δρόμους της Νέας Υόρκης, και η Σαμ περπατάει ήσυχη στο πεζοδρόμιο, έχοντας αγκαλιά τον γάτο της. Ξάφνου, όλα έρχονται τα πάνω-κάτω, όταν ξεκινάει η εισβολή εξωγήινων πλασμάτων, που μόνο τους μέλημα είναι να κατασπαράζουν ανθρώπους. Κι ενώ δεν φαίνεται καμία διαφυγή από τα παντοδύναμα αυτά τέρατα, η Σαμ και οι υπόλοιποι επιζήσαντες του πρώτου κύματος επίθεσης θα ανακαλύψουν ότι εάν δεν κάνουν τον παραμικρό θόρυβο, είναι αόρατοι έναντι των πλασμάτων. Πόσο εύκολο όμως είναι κάτι τέτοιο; 

Σκηνοθεσία:

Michael Sarnoski

Κύριοι Ρόλοι:

Lupita Nyong’o … Samira ‘Sam’

Joseph Quinn … Eric

Alex Wolff … Reuben

Djimon Hounsou … Henri

Eliane Umuhire … Zena

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Michael Sarnoski

Στόρι: John Krasinski, Michael Sarnoski

Παραγωγή: Michael Bay, Andrew Form, Brad Fuller, John Krasinski

Μουσική: Alexis Grapsas

Φωτογραφία: Pat Scola

Μοντάζ: Andrew Mondshein, Gregory Plotkin

Σκηνικά: Simon Bowles

Κοστούμια: Bex Crofton-Atkins

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: A Quiet Place: Day One
  • Ελληνικός Τίτλος: Ένα Ήσυχο Μέρος: Ημέρα Πρώτη

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

Παραλειπόμενα

  • Πρίκουελ και spin-off της σειράς, που ανακοινώθηκε το 2020 από την Paramount Pictures. Μαζί όμως είχε ανακοινωθεί ότι σκηνοθέτης και σεναριογράφος θα ήταν ο Jeff Nichols. Ενώ όμως ο Nichols ολοκλήρωσε το σενάριο, ήρθε σε ρήξη με το στούντιο λόγω δημιουργικών διαφορών και αποχώρησε. Μία άλλη εκδοχή ήταν πως προτίμησε το Οι Μηχανόβιοι, ένα πιο προσωπικό του σχέδιο.
  • Ο Djimon Hounsou είναι ο μόνος που ενώνει τα καστ των δύο πρώτων ταινιών με αυτό το πρίκουελ, όπου και αποκαλύπτεται το όνομα του χαρακτήρα του.
  • Ο Denis O’Hare συμμετείχε στα γυρίσματα, αλλά οι σκηνές του κόπηκαν στο μοντάζ.
  • Τη γάτα της Σαμίρα υποδύθηκαν δύο διαφορετικές γάτες, η καθεμία με τις δεξιότητές της. Η μία κινούνταν καλύτερα στις μεγαλύτερες αποστάσεις, όπως για παράδειγμα να τρέχει στον δρόμο. Η άλλη ήταν καταπληκτική στα μικρά κόλπα, όπως να χτυπάει με την πατούσα της την πόρτα μετά από το σήμα που της έδιναν. Οι δύο αυτές γάτες μπορεί να μοιάζουν ίδιες, αλλά η μία είναι στην πραγματικότητα λευκή και χρειάστηκε να βάψουν τη γούνα της αναλόγως.
  • Με κόστος 67 εκατομμύρια δολάρια, έφτασε σε εισπράξεις τα 261,8.

Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος

Έκδοση Κειμένου: 27/6/2024

Υπάρχει μια διττή συνθήκη-παγίδα μέσα στην οποία λειτουργεί το “Ένα Ήσυχο Μέρος: Ημέρα Πρώτη”, από την οποία δεν αποπειράται να ξεφύγει. Αντιθέτως, ο σκηνοθέτης Michael Sarnoski αποφασίζει να την αγκαλιάσει, και έτσι οδηγείται σε μια ανάληψη ευθύνης από την οποία είναι σχεδόν ακατόρθωτο να υπάρξει νικητής. Γιατί όταν έχεις μια ταινία τρόμου από τις πιο πετυχημένες των τελευταίων ετών, πόσο μάλλον σε ένα είδος που άμεσα το στοιχείο του εντυπωσιασμού, όταν εκτεθείς σε αυτό, μπορείς είτε να προσφέρεις κάτι εντελώς διαφορετικό είτε να επαναλάβεις τη συνταγή. Ο Sarnoski επιλέγει, μάλλον σοφά όπως αποδεικνύεται, το δεύτερο, αν λάβουμε υπόψη τις οικονομικές παραμέτρους που απαιτούν την αναγωγή μιας αυτοτελούς ταινίας σε franchise. Επειδή όμως αυτό είναι ένα ουτοπικό σχόλιο για τη δημιουργία μιας πραγματικά στιβαρής ταινίας, δεν σημαίνει ότι η “Ημέρα Πρώτη” δεν τα καταφέρνει καλά σε μια σειρά από στοιχεία.

Καταρχάς, γίνεται μια ουσιαστική προσπάθεια να δημιουργηθεί μια αφήγηση που διαφοροποιείται τόσο από το “Ένα Ήσυχο Μέρος” όσο και από άλλα κλισέ ταινιών καταστροφής. Μπορεί μοιραία να μην αποφεύγει να φέρει στον νου σεκάνς που έχουμε δει στον “Πόλεμο των Κόσμων” ή στο “Συμβάν” για παράδειγμα, αλλά το ότι δεν έχουμε μια οικογένεια που πασχίζει για επιβίωση είναι αναζωογονητικό από μόνο του. Εδώ έχουμε τη Σαμίρα -μια αληθινά εξαιρετική Lupita Nyong’o-, μια γυναίκα με ανίατη ασθένεια που εντούτοις η θέληση να γλιτώσει από τα εξωγήινα όντα παίρνει το πάνω χέρι. Ταυτόχρονα, το σενάριο επενδύει πάνω σε αυτή τη μυστικοπάθεια σε μεγαλύτερο όριο από το επιτρεπτό, αποτυγχάνοντας να αναπτύξει μια δυναμική μεταξύ των κεντρικών χαρακτήρων. Οι συναντήσεις της Σαμίρα στο πρώτο μισό με άλλους χαρακτήρες έχουν αποσπασματικό χαρακτήρα, ενώ η σύμπραξή της με τον Έρικ έρχεται αρκετά αργά ώστε να πείσει για τη μετέπειτα πορεία τους, όπως ακριβώς συνέβαινε πχ. στο “Encanto”.

Κατά δεύτερον, το σενάριο του Sarnoski ακολουθεί τη λογική της πρωτότυπης ταινίας και δεν αναλώνεται σε επεξηγήσεις γύρω από τη φύση των εξωγήινων όντων, χρησιμοποιώντας μάλιστα και ένα δημιουργικό μοντάζ για την κατασκευή της έντασης γύρω από την επαφή των όντων με τους χαρακτήρες που πετυχαίνει απόλυτα. Από την άλλη, πολύ συχνά έχουμε την απόκρυψη δράσεων πίσω από πυκνούς καπνούς, μάλλον βολικά στην τοποθέτησή τους, και χειραγωγούν την οπτική μας. Από εκεί και πέρα, η ταινία βασίζεται σε γνώριμα στοιχεία που επαναλαμβάνονται αρκούντως, όπως η αφύσικη παράμετρος καθημερινών καταστάσεων λόγω της αφύσικης σιωπής ή κάποια στημένα jump-scares, οδηγώντας σε μια υψηλή προβλεψιμότητα.

Το καλύτερο στοιχείο της ταινίας όμως είναι οι γερές ερμηνείες. Κι αν λάβουμε υπόψη τούς γενικά ακαθόριστους χαρακτήρες που υποδύονται, τόσο η Nyong’o όσο και ο Joseph Quinn προσφέρουν ένα βάθος κι έναν πλούτο στους χαρακτήρες τους σε απρόσμενο βαθμό που εντείνονται συνταρακτικά στο φινάλε, αφήνοντας ένα ερώτημα για το πόσο πιο δυνατή θα μπορούσε να ήταν η ταινία αν αξιοποιούσε περισσότερο και τον εξαίρετο Djimon Hounsou.

Όποιος γνωρίζει τις δύο προηγούμενες ταινίες του “Ένα Ήσυχο Μέρος”, θα εγκλιματιστεί αμέσως στο ύφος του “Ημέρα Πρώτη”. Ο Sarnoski μένει πιστός στη γενική ατμόσφαιρα του franchise και εμπιστεύεται πάλι στο στοιχείο της σιωπής να έχει το πάνω χέρι, αφήνοντας όμως ένα γερό παράπονο καθώς η συνθήκη του πρίκουελ μεταφέρει μια διαφορετική προσδοκία, και ο θεατής έρχεται τελικά αντιμέτωπος με ένα πιάτο νόστιμο μεν αλλά ξαναζεσταμένο.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

32 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *