Στα Χρόνια της Βίας
- A Most Violent Year
- 2014
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Ισπανικά
- Αστυνομική, Δραματικό Θρίλερ, Εποχής
- 05 Μαρτίου 2015
Στατιστικά, το 1981 ήταν μία από τις χρονιές με την περισσότερη παρατηρούμενη βία στην ιστορία της Νέας Υόρκης. Τον Χειμώνα της ίδιας χρονιάς, μια οικογένεια μεταναστών, οι Μοράλες, προσπαθούν να επεκτείνουν την επιχείρηση τους και να επενδύσουν στις ευκαιρίες που εμφανίζονται. Μαζί, όμως, εμφανίζεται η βία, η διαφθορά και η παρακμή, απειλώντας να γκρεμίσει όλα όσα έχουν ήδη καταφέρει να χτίσουν.
Σκηνοθεσία:
J.C. Chandor
Κύριοι Ρόλοι:
Oscar Isaac … Abel Morales
Jessica Chastain … Anna Morales
Alessandro Nivola … Peter Forente
David Oyelowo … εισαγγελέας Lawrence
Albert Brooks … Andrew Walsh
Catalina Sandino Moreno … Luisa
Ashley Williams … υπαστυνόμος Lange
Elyes Gabel … Julian
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: J.C. Chandor
Παραγωγή: J.C. Chandor, Neal Dodson, Anna Gerb
Μουσική: Alex Ebert
Φωτογραφία: Bradford Young
Μοντάζ: Ron Patane
Σκηνικά: John P. Goldsmith
Κοστούμια: Kasia Walicka-Maimone
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: A Most Violent Year
Ελληνικός Τίτλος: Στα Χρόνια της Βίας
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα δεύτερου γυναικείου ρόλου (Jessica Chastain).
Παραλειπόμενα
- Τον βασικό ρόλο αρχικά τον είχε πάρει ο Javier Bardem, αλλά μετά από διαφωνίες με τον σκηνοθέτη αποχώρησε. Τον Oscar Isaac τον πρότεινε η Jessica Chastain, μια και τον γνώριζε από τη σχολή τέχνης του Juillard, όπου φοιτούσαν μαζί. Τον δικό της ρόλο, τον είχε πρώτα απορρίψει η Charlize Theron. Το ίδιο έκανε κι ο Stanley Tucci για τον ρόλο που κατέληξε στον Albert Brooks, παρότι ο ρόλος είχε γραφτεί εξαρχής για αυτόν.
- Παρά τη θετική ανταπόκριση από την κριτική, η ταινία δεν έβγαλε ούτε το μπάτζετ της. Κόστισε 20 εκατομμύρια δολάρια, αλλά έβγαλε 12.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 28/2/2015
Στη Νέα Υόρκη του 1981, μία από τις χρονιές με αυξημένη εγκληματικότητα, ο Έιμπελ Μοράλες, έχοντας ξεκινήσει ως απλός οδηγός βυτίου καυσίμων σε επιχείρηση κομπιναδόρου και έχοντας παντρευτεί την κόρη του πρώην αφεντικού, αφεντικό πλέον κι ο ίδιος, έχει εξελιχθεί στην ίδια δουλειά και θέλει να αγοράσει μια έκταση πλάι στο ποτάμι, για φτηνότερη πρόσβαση με τα φορτηγά πλοία, και άνετη, ασφαλή στάθμευση των βυτίων. Όμως, αντιμετωπίζει δύο προβλήματα. Αφενός κάποιοι, μάλλον αντίπαλοι, κάνουν συχνά πειρατεία στις αποστολές του κλέβοντας το πετρέλαιο, αφετέρου οι τοπικές αρχές εξετάζουν την επιχείρησή του για τυχόν ατασθαλίες.
Ο Τζέι Σι Κάντορ επιβεβαιώνει και με την τρίτη ταινία του, μετά τα ενδιαφέροντα «Ο Δρόμος του Χρήματος» και «Όλα Χάθηκαν», ότι θέλει να αφηγείται ουσιώδη πράγματα με τρόπο στρωτό, σαφή και διαυγή, όπως στην παλιά σχολή του Χόλιγουντ. Ούτε φλας-μπακ, ούτε σκοτεινά σημεία πλοκής, ούτε βιασύνες, ούτε εφέ, ούτε καν με δόσεις θριλεροειδούς δράσης (εδώ, ίσα ένα κυνηγητό κι ένα ντεραπάρισμα), πράγμα που θέλει κότσια, για τα οποία και τον εκτιμώ. Στο παρόν φιλμ, τα θέματά του είναι δύο. Το ένα, να μελετήσει την ιδέα περί νομιμότητας του καπιταλισμού. Το άλλο, να φτιάξει ατμόσφαιρα κοινωνικού δράματος με τρόπους που θυμίζουν, όπως σωστά επεσήμαναν και αμερικανοί κριτικοί, Σίντνεϊ Λιούμετ και Ντέιβιντ Μάμετ.
Πράγματι, ο καπιταλισμός είναι νόμιμος, οι νόμοι σού επιτρέπουν να αυξάνεις διαρκώς το κεφάλαιό σου, παραγκωνίζοντας τους ανταγωνιστές, συσσωρεύοντας πλούτο και στενεύοντας έτσι το επίπεδο διαβίωσης των πολλών. Είναι νόμιμος, αλλά ανήθικος. Οι λίγοι τα πολλά, μερικοί κάμποσα, οι πολλοί τα ελάχιστα. Ωστόσο, για να πετύχεις αυτή την οικονομική άνοδο, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα συναντήσεις ένα κάρο εμπόδια – ανταγωνιστές, πιστώσεις, προθεσμίες, νόμους που παρεμποδίζουν, ανθρώπους που εμπλέκονται με ποικίλους τρόπους, αναγκαστικά λαδώματα κ.λπ – ώστε στο τέλος, θες δεν θες, θα παρανομείς. Ο καπιταλισμός είναι νόμιμος, αλλά απαιτεί παρανομία, πάει χέρι χέρι με την παρανομία γιατί αφορά μάχη επιβίωσης. Κι εδώ ερχόμαστε στην περίπτωση του ήρωα, που στρουθοκαμηλίζει ναρκισσιστικά, θέλοντας να νομίζει ότι θα τα καταφέρει με καθαρά χέρια, θέλοντας να κάνει τη διαφορά.
Ο τόνος είναι δραματικός, όμως υπάρχουν στιγμές που οι πράξεις του κουβαλούν μέσα τους μια παρωδία, κάτι το γελοίο, όπως όταν φυγαδεύει τα κουτιά κάτω απ` το σπίτι ή, στο σημειολογικό αποκορύφωμα της προτελευταίας σκηνής, όταν μπαλώνει μια τρύπα. Το σενάριό του έχει ουσία. Περιέχει το ανάμεσα απ` τις γραμμές. Αυτός, η γυναίκα του, ο δικηγόρος του, οι αντίπαλοι εκφράζουν μια γκρίζα ζώνη προθέσεων και ηθικών κανόνων, που κάνει τα πράγματα αληθινά. Η ιδέα του Κάντορ να βάλει επιχειρηματίες χασίδ (με κοτσίδες) να πουλάνε στον Έιμπελ την έκταση που θέλει, είναι μία ακόμη ειρωνική πινελιά σχετική με τη συνύπαρξη νομιμότητας, πνευματικών παραδόσεων και πλουτισμού. Στις τελικές υπογραφές, η σύζυγος πρέπει να περιμένει έξω για την υπογραφή της καθόσον είναι γυναίκα και δεν πρέπει να μολύνει με την παρουσία της τους χασίδ. Υπάρχουν, βέβαια, σεναριακές αδυναμίες. Ο χαρακτήρας του νεαρού λατίνου Τζούλιαν, που ως οδηγός ενός βυτίου, λυγίζει από το στρες των ληστειών, δεν υποστηρίζεται αρκετά απ` τα γεγονότα. Η ζωή δεν τον έχει στριμώξει τόσο τραγικά ώστε να δικαιολογεί την ακραία αντίδρασή του, αντίδραση όμως που χρειαζόταν ο Κάντορ για να φτάσει στον έξυπνο επίλογό του, εκεί όπου η αόρατη αίσθηση των επερχόμενων, σοβαρότερων διαπλοκών κάνει την εμφάνισή της και επισφραγίζει την εμμονή του ήρωα στον στρουθοκαμηλισμό.
Είναι ένα έργο σοβαρό, καλλιτεχνικά επιμελημένο (φωτογραφία, μουσική), πολύ καλά και υπαινικτικά ερμηνευμένο, αλλά κάπως ψυχρό. Του λείπει μια ένταση που θα βρίσκαμε π.χ. στον Σκορσέζε. Δεν σε αρπάζει. Απ` την άλλη, δεν είναι τόσο αυστηρό ώστε να το δεχτείς ως φορμαλιστική σπουδή. Σε κάθε περίπτωση, αξιοθέατο.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 3/3/2015
Το “American Dream” είναι δίχως αμφιβολία το θέμα που σαγηνεύει τους σκεπτόμενους αμερικανούς δημιουργούς όσο κανένα άλλο, καθώς, παρότι έχει αναλυθεί χιλιάδες φορές, ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο να το αντιμετωπίζει και να το εξηγεί, είτε επικροτώντας το είτε καταδεικνύοντας την υποκρισία που το περιβάλλει. Σε αδρές γραμμές, τα πάντα γυρίζουν γύρω από έναν τίμιο άνδρα που φτάνει στην κορυφή με όπλα του την ολύμπια υπομονή, την απτόητη πίστη σε μία μεταφυσική δικαίωση και τη σκληρή δουλειά, υποβοηθούμενος φυσικά από την τέλεια οικογένεια, μέσα σε ένα σύστημα που είναι φιλόξενο για όσους «αξίζουν».
Στην προκείμενη ταινία, ο J.C. Chandor μας μεταφέρει στο 1981 και μας μιλάει για τον Abel Morales, έναν μετανάστη, ιδιοκτήτη μιας μεγάλης επιχείρησης διανομής πετρελαίου, ο οποίος, μεσούσης της πιο βίαιης χρονιάς που γνώρισε η Μητρόπολη της Νέας Υόρκης, παλεύει για να προστατέψει την οικογένειά του και την εταιρία του από τη βία του διεφθαρμένου επιχειρηματικού και πολιτικού κόσμου. Επιδιώκει μάλιστα περαιτέρω ανάπτυξη των εργασιών του, που θα του αποφέρει μεγάλα κέρδη, κόντρα στις αντιξοότητες. Η απόφαση του να μην καταφύγει και ο ίδιος σε παράνομα μέσα βρίσκει αντίθετη τη γυναίκα του, η οποία, προερχόμενη από μαφιόζικη οικογένεια, έχει διαφορετική στάση ζωής από εκείνον και κατακρίνει τη θέση του, ερμηνεύοντάς την ως δειλία.
Η πολιτική στόχευση της ταινίας είναι σαφής και τολμηρή. Το παιχνίδι με το μικρό και το μεγάλο ψάρι χρησιμοποιείται με τον πλέον ευφάνταστο τρόπο, ξεφεύγοντας το κατά δύναμιν από κλισέ. Ο πρωταγωνιστής, στην ουσία του αντιήρωας, γίνεται κοινωνός ενός γκανγκστερικού συνόλου, το οποίο στη θέση του ισχυρότερου Don έχει τον ίδιο τον καπιταλισμό. Ένα οικονομικό σύστημα που έχει χώρο μόνο για ηθικά νεκρωμένους μονομάχους, οι οποίοι, στην πάλη τους για το κάτι παραπάνω ξεχνούν ότι υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που δεν έχει ούτε το ελάχιστο, διαπράττοντας έτσι τη μέγιστη Ύβρη. Η διάκριση μεταξύ νομίμου και ηθικού γίνεται πιο αναγκαία από ποτέ και στο πεδίο αυτό φανερώνεται η τόλμη του έργου. Η εξυπηρέτηση του συστήματος απαιτεί μεν την ύπαρξη των παραδοσιακών κεφαλαιοκρατών, οι οποίοι τίθενται επιδεικτικά υπεράνω νόμου ως απόλυτοι άρχοντες, περισσότερο όμως χρειάζεται εκείνους τους νομιμόφρονες εγωμανείς οι οποίοι «χωρίς να βλάπτουν κανέναν» χαράσσουν το δρόμο τους προς την επιτυχία, παραγνωρίζοντας ότι πάτησαν επί πτωμάτων.
Στα θετικά της ταινίας λογίζεται η απουσία σκηνών δράσης, οι οποίες θα αποπροσανατόλιζαν το θεατή από το τελικό μήνυμα, και ορισμένες σεναριακές λεπτομέρειες που καθιστούν τη συνολική εικόνα της ταινίας ιδιαίτερα προσεγμένη. Ωστόσο, τα διαρκώς επαναλαμβανόμενα μοτίβα σε κάποιο σημείο κουράζουν και επηρεάζουν αρνητικά τη συνολική ατμόσφαιρα της ταινίας. Ο αργός ρυθμός δεν ενοχλεί, καθώς επιτρέπει στον κεντρικό ήρωα να παρουσιαστεί πλήρως στα μάτια των θεατών. Παρότι όμως η ψυχογραφία του επιχειρηματία Abel είναι ολοκληρωμένη, οι επιμέρους χαρακτήρες εμφανίζονται μονοδιάστατοι και η συμπεριφορά τους προκαλεί δικαιολογημένες ενστάσεις στο θεατή ως προς την αληθοφάνειά της. Η ερμηνεία του Oscar Isaac, μολονότι είναι ταιριαστή, παρουσιάζει τόσο πολλές ομοιότητες με την εμβληματική ερμηνεία του Al Pacino ως Michael Corleone, που καταντάει μιμητική, ενώ η Jessica Chastain, ο David Oyelowo και ο Albert Brooks τον πλαισιώνουν ικανοποιητικά.
Συνολικά, αν και η ταινία είναι αναμφίβολα αξιόλογη, αδικεί στα σημεία τον εαυτό της. Αξίζει να την παρακολουθήσει κανείς, αλλά δε διαθέτει εκείνα τα στοιχεία που θα την έκαναν να αντέξει στο πέρασμα του χρόνου. Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να συγχαρούμε τον J.C. Chandor για το οξύ πολιτικό του αισθητήριο, που τόσο λείπει από τους συναδέλφους του στην Αμερική του 21ου αιώνα.
Βαθμολογία: