Ο Σράιβερ είναι ένας πετυχημένος τεχνίτης, ο οποίος συγχέεται με έναν διάσημο αλλά απομονωμένο συγγραφέα και προσκαλείται σε ένα αγροτικό λογοτεχνικό φεστιβάλ. Ενώ δίνει το παρών, βρίσκεται παγιδευμένος στη δίνη λογοτεχνικών αξιώσεων, μιας ποινικής έρευνας, ενώ ερωτεύεται απελπιστικά μια καθηγήτρια που πιστεύει ότι είναι κάποιος άλλος.

Σκηνοθεσία:

Michael Maren

Κύριοι Ρόλοι:

Michael Shannon … Shriver

Kate Hudson … Simone Cleary

Don Johnson … T. Wasserman

Peyton List … Sophie Firestone

Zach Braff … Shriver (ο αληθινός)

Aja Naomi King … Blythe Brown

Da’Vine Joy Randolph … Delta Jones

Adhir Kalyan … Victor Bennet

Jimmi Simpson … ντετέκτιβ Karpas

Wendie Malick … Δρ Bedrosian

M. Emmet Walsh … καθηγητής Arthur Baldwin

Mark Boone Junior … Lenny

Reid Miller … Dylan

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Michael Maren

Παραγωγή: Robert Ogden Barnum, Lucas Jarach, Josh Kesselman, Jina Panebianco, Michael Reiser, Byron Wetzel

Μουσική: Alex Wurman

Φωτογραφία: Edd Lukas

Μοντάζ: Patrick J. Smith, Ed Yonaitis

Σκηνικά: Derrick Hinman

Κοστούμια: Susan Doepner-Senac

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: A Little White Lie
  • Ελληνικός Τίτλος: Συγγραφέας Κατά Λάθος
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Shriver

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Shriver του Chris Belden.

Παραλειπόμενα

  • Δεύτερη κινηματογραφική δημιουργία για τον Michael Maren, με την πρώτη όμως να είναι 9 χρόνια πίσω.
  • Η παραγωγή ήταν να ξεκινήσει εργασίες το 2017, αλλά αυτό συνέβη εντέλει το 2020, τόσο για επιτελικά όσο και οικονομικά προβλήματα. Το 2017 όμως είχαν ανακοινωθεί για το καστ οι Toni Collette, Thomas Haden Church, Whoopi Goldberg και Giancarlo Esposito.
  • Ο Meran είχε κατά νου τον Philip Seymour Hoffman για τον κεντρικό ρόλο, πριν καν ξεκινήσει να γράφει το σενάριο.
  • Μετά από την πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Νιούπορτ τον Οκτώβρη του 2022, η Paramount Pictures και η Saban Films κυκλοφόρησαν την ταινία τον Μάρτιο του 2023 ταυτόχρονα σε λίγες αίθουσες και στο ίντερνετ.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 12/4/2023

Αγαπημένο το θέμα της συγγραφής και των ανθρώπων που αφοσιώνονται στο εν λόγω μονοπάτι στο αμερικάνικο σινεμά, τόσο πολύ που μοιάζει να έχει κορεστεί με το πέρασμα του χρόνου. Διαθέτει το φιλμ του Michael Maren στοιχεία που θα μπορούσαν να προσφέρουν κάτι το καινούριο στη συγκεκριμένη κινηματογραφική μυθολογία; Στο φινάλε διακρίνεται μια στροφή της πλοκής που ίσως να μπορούσε να θεωρηθεί ως πρωτοτυπία, το γεγονός όμως είναι πως το σύνολο είναι τόσο ξεκάθαρα αποτυχημένο καλλιτεχνικά, που ακόμη κι αυτή η πινελιά χάνεται στα συντρίμμια.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Maren βλέπει τη λογοτεχνική κοινότητα αποτελείται από τα πιο κουραστικά και προσβλητικά κλισέ που έχουν καθιερωθεί διαχρονικά γι’ αυτήν από το σινεμά. Η κριτική που της ασκεί μοιάζει με παράπονο συνταξιούχου σε καφενείο για την «άχρηστη νέα γενιά», ενώ καρφώνεται και όσον αφορά τα πολιτικά του πιστεύω με μερικές εντελώς άκομψες αντιφεμινιστικές σφήνες που αφήνουν μια πολύ άσχημη επίγευση. Πέραν αυτού δεν έχει να αφηγηθεί και μια ιστορία της προκοπής και απλά πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε μια εντελώς προκάτ ρομαντική υποπλοκή, κωμικές παρεξηγήσεις που θυμίζουν sitcom της κακιάς ώρας κι ένα ψυχολογικό πορτρέτο τουλάχιστον μισοψημένο που είναι αδύνατο να το πάρει κανείς στα σοβαρά με τα τόσα προβλήματα που εντοπίζονται. Ως προς το τελευταίο σκέλος, ειδικά το εύρημα του οπτικοποιημένου εσωτερικού μονολόγου του πρωταγωνιστή είναι απίστευτα φαιδρό, σαν κάτι που θα ντρεπόταν να συμπεριλάβει ακόμη και γυμνασιόπαιδο σε σχολικό του πρότζεκτ.

Αλλά και πέρα από τη σεναριακή βάση, πρόκειται και για ένα κακοφτιαγμένο φιλμ. Το μοντάζ ανά φάσεις είναι σαν να έχει γίνει με χασαπομάχαιρο, η ένδεια της όλης παραγωγής είναι εμφανής από την αρχή μέχρι το τέλος, τα χρώματα της φωτογραφίας εκπέμπουν μια έντονη αίσθηση φτήνιας, ενώ υπάρχουν και κραυγαλέα σκηνοθετικά λάθη που δείχνουν ένα τρομερό έλλειμμα επαγγελματισμού (χαρακτηριστικό το στήσιμο μιας σκηνής σε ένα δωμάτιο με συγκεκριμένα άτομα τοποθετημένα σε συγκεκριμένες θέσεις στον χώρο, το οποίο επαναλαμβάνεται όπως ακριβώς έχει σε μια μεταγενέστερη χρονικά στιγμή της ταινίας!).

Βλέποντας το καστ απορεί κανείς πώς δέχτηκαν να συμμετέχουν κάποια από τα ονόματα με δεδομένο το υλικό με το οποίο είχαν να δουλέψουν. Τι είδε ο Michael Shannon στο εν λόγω κείμενο και στον ήρωα που καλείται να υποδυθεί; Πρόκειται για μια φιγούρα λειψή, που δεν ελκύει το ενδιαφέρον του θεατή και η οποία δεν έχει δουλευτεί επαρκώς για να πείσει ακόμη και για το ειδικό της περίπτωσής της που μισοαποκαλύπτεται στα τελευταία λεπτά. Η ίδια η ερμηνεία του Shannon μέσα στην αμηχανία της είναι σαν να αντικατοπτρίζει στην εντέλεια το πόσο αδρά σκιαγραφημένος είναι αυτός ο ρόλος. Και η Kate Hudson, όσο και αν στην πορεία της καριέρας της δεν απέφυγε την τυποποίηση λόγω επιλογών, τουλάχιστον σχεδόν πάντοτε έδινε μια νότα ζωντάνιας στις ηρωίδες της. Εδώ το φταίξιμο δεν είναι τόσο δικό της λόγω φτωχής γραφής, πάντως σίγουρα εκπέμπει έναν αέρα ρουτίνας.

Αν κάποιος ψάχνει μια ματιά ουσιαστική γύρω από το τι σημαίνει λογοτέχνης στις ΗΠΑ σε μια εποχή που το βιβλίο μπαίνει ολοένα και περισσότερο στο περιθώριο, δεν θα τη βρει εδώ, όσο και αν νομίζει ο ίδιος ο Maren πως είναι καυστικός και πως βουτάει στα βαθιά. Ούτε σε επίπεδο κωμωδίας παρατηρείται κάτι που να υπερβαίνει το στάδιο μιας αδιάφορης φάρσας, ούτε δημιουργείται ένα αξέχαστο πορτρέτο ενός τάχα πολυσύνθετου προσώπου. Και η αίσθηση που μένει μόλις πέφτουν οι τίτλοι είναι ότι κάπου εκατό λεπτά χάθηκαν ανεπιστρεπτί για το απόλυτο τίποτα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

7 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *