Μια προσωπικότητα στη γαλλική λογοτεχνία και τα μέσα ενημέρωσης, ο Ζαν-Ετιέν Φουγκερόλ, παντρεμένος με μια πλούσια κληρονόμο, προωθεί το νέο του βιβλίο «Με Ανοιχτές Αγκάλες» σε τηλεοπτική συνέντευξη. Αλλά ενώ το θέμα του βιβλίου αφορά το να ανοίξουμε το σπίτι μας σε όσους το έχουν ανάγκη, ο παρουσιαστής προκαλεί τον Ζαν-Ετιέν να εφαρμόσει όσα υποστηρίζει στο έργο του. Μη θέλοντας να τον αποκαλέσουν υποκριτή, αποδέχεται την πρόκληση, χωρίς να γνωρίζει το χάος που θα επακολουθήσει.

Σκηνοθεσία:

Philippe de Chauveron

Κύριοι Ρόλοι:

Christian Clavier … Jean-Etienne Fougerole

Ary Abittan … Babik

Elsa Zylberstein … Daphne Fougerole

Cyril Lecomte … Erwan Berruto

Nanou Garcia … Isabelle Cheroy

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Guy Laurent, Marc de Chauveron

Παραγωγή: Christian Clavier, Patrice Ledoux

Μουσική: Herve Rakotofiringa

Φωτογραφία: Philippe Guilbert

Μοντάζ: Philippe Bourgueil

Σκηνικά: Adrian Cristea

Κοστούμια: Camille de Gend, Caroline Gereduz, Florina Isai

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: A Bras Ouverts
  • Ελληνικός Τίτλος: Βρε Καλώς τους!
  • Διεθνής Τίτλος: With Open Arms
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Βρε, Καλώς τους!

Παραλειπόμενα

  • Πριν ακόμα ξεκινήσουν τα γυρίσματα, ο δημιουργός -ρομά καταγωγής- Tony Gatlif επιτέθηκε στην παραγωγή, τονίζοντας ότι δεν μπορείς να κάνεις πλάκα με τέτοια θέματα. Την υπεράσπιση του φιλμ ανέλαβε ο Christian Clavier, μιλώντας μόνο για μια διασκεδαστική ταινία. Ο τίτλος όμως λόγω αυτών άλλαξε από το αρχικό Sivouplééé! (κοροϊδευτική αναφορά στην προφορά των Ρομά).
  • Στο πλάι του Clavier είχαν ανακοινωθεί οι Anne Dorval (Νταφνί) και Francois Damiens (Μπαμπίκ), που αποχώρησαν.
  • Η διαμάχη που ξέσπασε γύρω από την ταινία περί του εάν είναι ρατσιστική ή όχι λογικά ωφέλησε τους παραγωγούς, μια και στη Γαλλία έκοψε πάνω από ένα εκατομμύριο εισιτήρια.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 8/7/2017

Ο Jean-Etienne, γνωστός διανοούμενος του γαλλικού προοδευτικού χώρου, έχει μόλις συγγράψει το νέο του βιβλίο με τίτλο «Με Ανοιχτές Αγκάλες», προτρέποντας την εγχώρια κοινωνία να δεχθεί να βοηθήσει ανθρώπους από διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα στο όνομα των ανθρωπιστικών αξιών που πρεσβεύει. Σε ένα έντονο τηλεοπτικό ντιμπέιτ, ένας πολιτικός του αντίπαλος τον εγκαλεί πως δεν πράττει όπως διακηρύσσει και τον προκαλεί να φιλοξενήσει στο πολυτελές σπίτι του μια οικογένεια Ρομά. Εκείνος δημοσιοποιεί στον αέρα τη διεύθυνση της οικίας του και αυθημερόν δέχεται την επίσκεψη από Ρομά που έτυχε να δουν την εκπομπή. Προκειμένου να εκτεθεί ως ασυνεπής και υποκριτής, τους φιλοξενεί παρά τις έντονες διαφωνίες της γυναίκας του κι έτσι ξεκινάει μια σειρά ευτράπελων.

Είναι αρκετά απρόσμενο πως ο σκηνοθέτης του υπερεπιτυχημένου εμπορικά «Θεέ μου, Τι Σου Κάναμε;» (το οποίο οδηγείται και σε σίκουελ καθώς φαίνεται του χρόνου), που ακόμη κι αν διακρινόταν από μια λανθάνουσα συντηρητική οπτική (η οικογένεια ως η πεμπτουσία της κοινωνικής ζωής) τουλάχιστον το κύριο μήνυμά του αποτελούσε μια θετική ματιά προς την πολυπολιτισμικότητα, υπογράφει κάτι όχι απλά κακόγουστο και απωθητικό, αλλά και βαθιά ρατσιστικό και προσβλητικό εις βάρος της φυλής των Ρομά και όχι μόνο. Άκρως αντιδραστικό από την αρχή μέχρι το τέλος, γεμάτο φαρσικά επεισόδια που συναντά κανείς σε ελληνικές βιντεοταινίες της δεκαετίας του 1980 και από ένα σημείο κι έπειτα απλά ανυπόφορο στη θέασή του ακόμη και με αυτή τη σχετικά σύντομη διάρκεια που έχει, το φιλμ του de Chauveron είναι ένα πραγματικό πολιτισμικό σοκ, στον βαθμό που είναι να απορεί κάποιος πώς πήρε ένα τέτοιο σενάριο πράσινο φως από εταιρείες παραγωγής ώστε να γυριστεί, εκτός κι αν οι άνθρωποι που έπραξαν έτσι χαρακτηρίζονται από συγκεκριμένες πολιτικές πεποιθήσεις. Η σάτιρα που γίνεται απέναντι στον λεγόμενο σοσιαλισμό της αστακομακαρονάδας και της σαμπάνιας δεν είναι δυνατό να ληφθεί ως μη εμπαθής, από τη στιγμή που η ταινία έχει μια τόσο μισανθρωπική στάση απέναντι σε αυτή τη μειονότητα, ειδικά από τη στιγμή που το «ελάττωμα» για το οποίο ψέγει το σενάριο τον αντίπαλο του πρωταγωνιστή είναι ότι… είναι ομοφυλόφιλος. Το τελικό αποτέλεσμα γίνεται ακόμη χειρότερο αν συνυπολογίσει κάποιος ότι η όχι απλά οπισθοδρομική αλλά σκοταδιστική ιδεολογική φαρέτρα του φιλμ συμπεριλαμβάνει αποκήρυξη της τέχνης (η γυναίκα του Jean-Etienne αφιερώνει χρόνο σε ένα έργο με συμβολικό χαρακτήρα τον οποίο οι δημιουργοί του φιλμ περιφρονούν με έναν τρόπο που βάζει σε σκέψεις σχετικά με την τοποθέτησή τους γύρω από την ύπαρξη τέχνης που κάνει χρήση της μεταφοράς) και περαιτέρω προσβλητικά αστειάκια που αφορούν έναν ινδικής καταγωγής μπάτλερ (που τον υποδύεται γάλλος ηθοποιός που έχει βάψει το πρόσωπό του, μιλάμε για τέτοια πισωγυρίσματα) και ίσως το πιο ασυγχώρητο όλων, ένα άτομο Ρομά με νοητική υστέρηση που χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο ως κωμική ανάπαυλα.

Με όλα αυτά τα αρνητικά δεδομένα, τι σημασία έχει ακόμη κι αν ο Christian Clavier κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια να κάνει όλο αυτό το υλικό έστω κι ελαχίστως πιο διασκεδαστικό με την πληθωρική παρουσία του; Η συνολική εικόνα είναι τόσο απαίσια, που κάνει ακόμη και τις μέτριες κωμωδιούλες από την ίδια χώρα παραγωγής που βρίσκουν διανομή εδώ συνήθως κατά το καλοκαίρι να φαντάζουν ως αριστουργήματα και οάσεις εκλεπτυσμένου χιούμορ. Η ερμηνεία του Ary Abittan ως ο αθίγγανος πάτερ φαμίλιας είναι κάτι που πρέπει να δει κάποιος για να πιστέψει πως υπάρχει, ένα πραγματικό μνημείο αποκρουστικότητας και χαμηλής αισθητικής χωρίς προηγούμενο, που αποτελεί και την καθοδηγητική δύναμη του κλίματος που επικρατεί στο συγκεκριμένο έκτρωμα. Μία ακόμη ένδειξη της νοοτροπίας που διαπερνά το σκουπίδι αυτό είναι το πως μια ρομαντική υποπλοκή αναπτύσσεται με το μέλος της οικογένειας των Ρομά που έχει πιο «λευκά» χαρακτηριστικά από τα υπόλοιπα. Με λίγα λόγια, μια δημιουργία που αξίζει να θαφτεί στη λήθη του χρόνου, πραγματικά αξιοθρήνητη.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *