Αν και ζει στη σύγχρονη, κυνική εποχή, ο Τομ πιστεύει στον κεραυνοβόλο έρωτα. Η Σάμερ από την άλλη δεν πιστεύει ούτε στο ελάχιστο σε οποιαδήποτε μορφή έρωτα, αλλά αυτό δεν σταματάει τον Τομ από το να προσπαθεί αδιάκοπα να κερδίσει την καρδιά της. Αλλά και να την πείσει πως υπάρχει το είδος του έρωτα που έχει τη δύναμη να συνταράξει την καρδιά και να συγκλονίσει τον κόσμο ενός ανθρώπου.

Σκηνοθεσία:

Marc Webb

Κύριοι Ρόλοι:

Joseph Gordon-Levitt … Tom Hansen

Zooey Deschanel … Summer Finn

Geoffrey Arend … McKenzie

Chloe Grace Moretz … Rachel Hansen

Matthew Gray Gubler … Paul

Clark Gregg … Vance

Minka Kelly … Autumn

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Scott Neustadter, Michael H. Weber

Παραγωγή: Mason Novick, Jessica Tuchinsky, Mark Waters, Steven J. Wolfe

Μουσική: Mychael Danna, Rob Simonsen

Φωτογραφία: Eric Steelberg

Μοντάζ: Alan Edward Bell

Σκηνικά: Laura Fox

Κοστούμια: Hope Hanafin

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: (500) Days of Summer
  • Ελληνικός Τίτλος: (500) Μέρες με τη Σάμερ
  • Εναλλακτικός Τίτλος: 500 Days of Summer

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (κωμωδία/μιούζικαλ) και πρώτου αντρικού ρόλου (Joseph Gordon-Levitt) στην ίδια κατηγορία.

Παραλειπόμενα

  • Κινηματογραφικό ντεμπούτο για τον Marc Webb, που ενεργοποιούνταν κυρίως στον χώρο του μουσικού κλιπ.
  • Ο Scott Neustadter παραδέχτηκε ότι βάσισε το σενάριο σε αληθινή ρομαντική ιστορία.
  • Το ντοκιμαντέρ για την αγάπη που εμπεριέχεται στην πλοκή συμπεριλήφθηκε παρά τη θέληση των παραγωγών. Πείστηκαν να παραμείνει μετά τις θετικές αντιδράσεις στις δοκιμαστικές προβολές.
  • Για την προώθηση, ο σκηνοθέτης γύρισε ένα μικρό βίντεο με τη Zooey Deschanel ως Sid Vicious και τον Joseph Gordon-Levitt ως Nancy Spungen.
  • Ως ανεξάρτητη ταινία είχε χαμηλό μπάτζετ (7,5 εκατομμύρια δολάρια). Έβγαλε όμως 60,7 και έγινε αυτό που στη βιομηχανία λέγεται sleeper-hit, δηλαδή εμπορική επιτυχία δίχως σημαντική προώθηση ή εντυπωσιακό άνοιγμα. Δεν άργησε να αποκτήσει και cult φήμη.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Το πετυχημένο σάουντρακ (κυκλοφόρησε ένα με τραγούδια και ένα με τα μουσικά θέματα) κλείνει με το Please, Please, Please Let Me Get What I Want των Smiths. Μόνο που εδώ ερμηνεύεται από τους She & Him, το γκρουπ της Zooey Deschanel.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 6/11/2009

Αναγκάζεσαι να «θάψεις» τόσες και τόσες κομεντί, που κάποια στιγμή φοβάσαι μη φταις ο ίδιος. Και μετά από 500 μπαρούφες του είδους, έρχεται μία σιωπηλή έκπληξη και σε επιβεβαιώνει. Η ταινία του βιντεοκλιπά Marc Webb είναι μια γροθιά στο στομάχι του όρου κλισέ, όρος που μας καταδυναστεύει εδώ και χρόνια. Με απίστευτη ευρηματικότητα, αναπτύσσει ένα κοινότυπο σενάριο διαποτίζοντας το με πινελιές ευφυΐας, χιουμοριστικές εκρήξεις και δύο σινεφιλικά μελετημένους χαρακτήρες. Νοσταλγικά, θυμίζει κάτι από καλή νεανική κομεντί των 1980, αλλά είναι κάτι το τελείως νέο και του αξίζει να γίνει ταινία-αναφορά.

Αγόρι γνωρίζει κορίτσι, αγάπες και λουλούδια, κορίτσι χωρίζει αγόρι… και μετά; Φυσικά και δεν σας αποκαλύπτω λεπτομέρειες, εκτός από την απόδειξη πως ο διάβολος είναι κρυμμένος μέσα στις πιο απλές καταστάσεις. Πίσω από το πιο αθώο πρόσωπο, από το πιο αγνό συναίσθημα. Βασικά, πράγματα που ήδη γνωρίζετε από τη ζωή σας, αλλά ο mainstream κινηματογράφος των ΗΠΑ δεν τολμούσε να αγγίξει. Δύο φοβεροί χαρακτήρες, χωρίς κατά ανάγκη να έχουν αναλυθεί ενδοφλεβικά, μάχονται στο πεδίο της αγάπης, με τελικό νικητή τον θεατή που δεν μπορεί παρά να απορριφθεί από την λεπτοκομμένη ανάπτυξη τους. Δεν θα απογοητεύσει κανέναν και καμία ηλικία, απλά σκεφτείτε το διπλά αν θέλετε να πάτε μαζί με τον/τη σύντροφο σας. Ξέρω που σας λέω…

Βαθμολογία:


Κριτικός: Βασίλης Καγιογλίδης

Έκδοση Κειμένου: 6/11/2009

Η αλήθεια είναι ότι χωρίς την υψηλή σκηνοθετική αντίληψη του Marc Webb, η ταινία θα πλημμυριζόταν από αναρίθμητες κοινοτοπίες, πιθανολογούμενη ξύλινη κινηματογραφική γλώσσα και θα καταδικαζόταν από την υπεραπλουστευμένη ρομαντική ιστορία που αφορά. Ο Marc Webb, όμως, καταφέρνει να διατηρήσει ακλόνητο το αρχικό ενδιαφέρον και το πηγαίνει μέχρι το φινάλε, εκμεταλλευόμενος προς τούτο την επιλογή της χρονομετάβασης στην αφήγηση, η οποία σαφώς και λειτουργεί υπέρ της ταινίας, την εύστοχη (διπλή) πρωταγωνιστική επιλογή και μία πληθωρική μελωδική συνοδεία για τις εικόνες του. Αποφεύγει την μονότονη χρονική ακολουθία και ντύνει δεξιοτεχνικά μία σεναριακά προσγειωμένη ιστορία νεανικής αγάπης, μία ιστορία που όλοι, λίγο έως πολύ, βιώνουμε κάποια στιγμή στη ζωή μας. Το ρομαντικό αυτό παραμύθι, αν και απόλυτα χλιαρό από τη φύση του, περισσότερο δε κινηματογραφικά, εξαιτίας του συγγραφικού διδύμου που αντιμετωπίζει με ανωριμότητα τους ήρωες του, ελκύει το κοινό λόγω του κλιμακούμενου αφηγηματικού οίστρου και της μετριασμένης δημιουργικής έπαρσης και το αναγκάζει να ταυτιστεί από νωρίς με πρόσωπα και γεγονότα, για να μην ξεφυσάει από πλήξη αναμένοντας καρτερικά το φινάλε.

Δυστυχώς, όμως, υπάρχουν αμέτρητα στοιχεία και ατέλειες που δεν μπορείς να παραλείψεις με ευκολία. Διότι το φιλμ βαδίζει ελαφρώς πάνω στις στάχτες των περιστατικών που συμβαίνουν κάτω από την επιφάνεια και την προβεβλημένη οπτική φωτεινότητα, πιάνει συγκεκριμένες αντιδράσεις και στέκει μπροστά στις συνέπειες γεγονότων που μονάχα υπαινικτικά διοχετεύονται στην ταινία. Στιγματίζεται από την οφθαλμοφανή σεναριακή στατικότατα και διασώζεται από την προαναφερθείσα σκηνοθετική τακτική, την ελεγχόμενη δημιουργική αυθάδεια και τις πολυάριθμες αναφορές στην ποπ κουλτούρα.

Φαίνεται πως πρόκειται για ένα indie hit των καιρών, που βρήκε το κατάλληλο χρονικό έδαφος για να ευδοκιμήσει. Κάτι σαν το Juno ή το Little Miss Sunshine. Όπως και να ‘χει, πιστεύω ακράδαντα ότι από την αίθουσα θα βγείτε αρκετά ικανοποιημένοι, αν όχι απολύτως κερδισμένοι.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη

Έκδοση Κειμένου: 9/12/2009

Ένα απλοϊκό σενάριο, δύο χαρακτήρες μέτρια δουλεμένοι, μια ταινία απλά υπέροχη. Τι είναι όμως που κάνει μια ακόμα ρομαντική κομεντί τόσο μοναδική; Δεν είναι ούτε το σινεφιλικά κινηματογραφημένο Λος Άντζελες, ούτε το ρετρό soundtrack, ούτε οι πανέμορφες ερμηνείες και τα φρέσκα πρόσωπα των δύο πρωταγωνιστών. Αυτό που θα σας κάνει να μην μπορείτε να της αντισταθείτε είναι ένας από τους πιο τρυφερά σκηνοθετημένους κινηματογραφικούς έρωτες της τελευταίας δεκαετίας. Η απόδοση του έρωτα είναι ό,τι πιο τρυφερό έχω δει στις σκοτεινές αίθουσες τα τελευταία χρόνια… ένας έρωτας που αν και καταδικασμένος από την αρχή δεν θέλεις πότε σου να σταματήσει να υπάρχει…

To (500) Μέρες με τη Σάμερ δεν είναι αυτό που θα δεις, είναι αυτό που θα νιώσεις, είναι το σ’ αγαπώ που θα θέλεις να φωνάξεις στον άνθρωπο σου μετά τους τίτλους τέλους, είναι το ότι θα θελήσεις κι εσύ να γνωρίσεις τον έρωτα και να νιώσεις ότι όσο κι αν θα πληγωθείς αυτό που αξίζει δεν είναι η Ιθάκη, είναι το ταξίδι προς αυτή. Ερωτευτείτε άφοβα λοιπόν…

Συμπερασματικά, είναι μια ταινία που δεν θα απογοητεύσει κανένα, από τον πιο απαιτητικό «κουλτουριάρη» ως τους μεγαλύτερους Hollywood fanatics. Υπόσχομαι ότι στους πρώτους από σας δεν θα λείψουν τα επιδέξια πλάνα και στους δεύτερους δεν θα λείψουν ούτε ο χολιγουντιανός συντηρητισμός ούτε τα (ανυπόφορα) χολιγουντιανά κλισέ. Κι ο λόγος είναι πως η ταινία αποτελεί μια αναπάντεχη και ολότελα διαφορετική σινεφιλική εμπειρία κι όχι ένα ακόμα underground hit που βρήκε απλά το κατάλληλο έδαφος για να μας κάνει να το αγαπήσουμε, μονάχα, πρόσκαιρα…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *