Μια νεαρή φοιτήτρια δολοφονείται άγρια έξω από ένα συγκρότημα διαμερισμάτων. Και οι 38 ένοικοι ισχυρίζονται ότι δεν άκουσαν τίποτα. Μέχρι που ένας απ’ αυτούς αποφασίζει να σπάσει τη σιωπή του: εκείνη τη νύχτα ξύπνησε από μια απεγνωσμένη κραυγή που ουσιαστικά κανείς δεν υπήρχε περίπτωση να μην έχει ακούσει. Γιατί οι γείτονες της άτυχης γυναίκας την άφησαν αβοήθητη; Γιατί έκρυψαν την αλήθεια; Ποια συναισθήματα δειλίας, ντροπής και φόβου θόλωσαν την αντίληψή τους;
Σκηνοθεσία:
Lucas Belvaux
Κύριοι Ρόλοι:
Yvan Attal … Pierre Morvand
Sophie Quinton … Louise Morvand
Nicole Garcia … Sylvie Loriot
Francois Feroleto … αστυνόμος Leonard
Natacha Regnier … Anne
Patrick Descamps … Petrini
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Lucas Belvaux
Παραγωγή: Yvan Attal, Patrick Quinet, Patrick Sobelman
Μουσική: Arne Van Dongen
Φωτογραφία: Pierric Gantelmi d’Ille
Μοντάζ: Ludo Troch
Σκηνικά: Frederique Belvaux
Κοστούμια: Nathalie Raoul
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: 38 Temoins
Ελληνικός Τίτλος: 38 Μάρτυρες
Διεθνής Τίτλος: One Night
Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: 38 Witnesses
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Est-ce Ainsi que les Femmes Meurent? του Didier Decoin.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για σενάριο στα Cesar.
- Βραβείο σεναρίου στα Magritte, τα εθνικά βραβεία του Βελγίου. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία και σε 5 ακόμα κατηγορίες.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Γιώργος Δαβίτος
Έκδοση Κειμένου: 24/9/2012
Σαν θέμα, το «38 Μάρτυρες» είναι εξαιρετικό. Καταπιάνεται κυρίως με την ευθύνη του ατόμου απέναντι στον συνάνθρωπο του και μέσα από αυτήν παρουσιάζει τη θλιβερή, σημερινή, κατάσταση της ανθρωπότητας. Βασισμένο στη δολοφονία της Kitty Genovese στη περιοχή Queens της Νέας Υόρκης το 1964 το έργο είναι επιτομή του πως μπορείς να πάρεις ένα σενάριο με ένα εξαιρετικό υπόβαθρο και να το μετατρέψεις σε μια εντελώς αδιάφορη ταινία.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό συμβαίνει γιατί οι δημιουργοί της ταινίας μάλλον είχαν τη λανθασμένη εντύπωση ότι τα παρατεταμένα αργά χρονικά διαστήματα θα κάνουν πάντα, και σε κάθε περίπτωση, τις σποραδικές έντονες δραματικές εκρήξεις πιο ισχυρές. Κάτι τέτοιο όμως εδώ δεν επιτυγχάνεται σωστά με αποτέλεσμα να καταλήγουμε να έχουμε μια ταινία που, περά από την άκρως ενδιαφέρουσα εναρκτήρια σεκάνς, χάνει στροφές από τα πρώτα κιόλας λεπτά της. Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα όταν ο Βέλγος σκηνοθέτης Lucas Belvaux κάνει το λάθος (δεν έχω διαβάσει το βιβλίο όποτε δεν μπορώ να γνωρίζω αν είναι καλά προσαρμοσμένο) και ανάγει την ταινία σε ένα είδος περίεργης θεωρίας συνωμοσίας γύρω από ένα και μόνο μάρτυρα όπου για κανένα απολύτως λόγο αντιμετωπίζεται ως προδότης. Με τους χαρακτήρες να συμπεριφέρονται εντελώς αφύσικα λες και έγινε το έγκλημα του αιώνα και τους ηθοποιούς να προσπαθούν να κάνουν ότι καλύτερο μπορούν, έχοντας μια διαρκώς μια φάτσα μέσα στην αγωνία, εμάς μας έχει πάρει ο ύπνος. Τίποτα δε γίνεται και όμως για κάποιο λόγο όλοι αντιδρούν λες και έχουν γίνει πολλά. Όλα μένουν στάσιμα και όμως στην ταινία μιλάνε για «μιντιακή Χιροσίμα» και τη «δίκη της δειλίας». Και εσύ απορείς και σκέπτεσαι ότι όλο αυτός ο πανικός και ο χαμός ο οποίος εδώ έχει ξεχειλώσει προκειμένου να δικαιολογήσει μια μεγάλου μήκους ταινία θα μπορούσε να ήταν κάλλιστα ένα εξαιρετικό μικρού μήκους φιλμάκι. Στο τέλος, ο Belvaux χρησιμοποιεί μια αναπαράσταση του εγκλήματος ως κορύφωση της ταινίας του. Μια σκηνή που ίσως να αποτελεί το καλύτερο κομμάτι του έργου. Πιστεύω όμως ότι δεν θα χαίρει όμως καμιάς εκτίμησης γιατί έρχεται πολύ αργά όταν έχουμε χάσει όλο μας το ενδιαφέρον.
Καλή η ιδέα, λοιπόν, αλλά τι να το κάνεις όταν την αντιμετωπίζεις και την πλασάρεις με έναν τόσο άχαρο και φοβερά κουραστικό τρόπο.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 4/10/2012
«38 Μάρτυρες» ο τίτλος, αστυνομικής υφής η υπόθεση και ένα πρώτο δεκάλεπτο που παραπέμπει άνετα σε ιστορία της Agatha Christie. Παρόλο, όμως, που κάτι τέτοιο θα ήταν προτιμότερο, δυστυχώς η ταινία απέχει από τον χαρακτηρισμό ενός αστυνομικού θρίλερ (ποτέ δεν πρόκειται να αποκαλυφθεί ο δολοφόνος), για να επικεντρωθεί αποκλειστικά στις ψυχολογικές του προεκτάσεις. Πράγμα που σαφώς και θα μπορούσε να παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, αν κατόρθωνε με ρεαλισμό και, κυρίως, αποτελεσματικότητα να μελετήσει, όπως επιχειρεί, τις ψυχολογικές επιδράσεις ενός τόσο τραγικού γεγονότος όπως μία δολοφονία και να σχολιάσει την σύγχρονη κοινωνία των αποστασιοποιημένων σχέσεων και της αδιαφορίας.
Μα τα πράγματα εδώ είναι διαφορετικά. Τα πρώτα (πολλά υποσχόμενα) λεπτά του έργου ακολουθούνται από άλλα σχεδόν εκατό, τα οποία φαντάζουν κοντά τρεις ώρες! Όσο φιλότιμη κι αν είναι η προσπάθεια, παγιδεύεται τελικά στην αφέλεια που το στόρι από μόνο του διαθέτει, καθώς μεγαλοποιεί τα τεκταινόμενα, μη μπορώντας να πείσει ότι είναι πράγματι τόσο σημαντικά όσο τα παρουσιάζει. Το μεγαλύτερο φταίξιμο όμως πέφτει στην σκηνοθεσία του Lucas Belvaux, η οποία αδυνατεί να εμβαθύνει ψυχολογικά, με αποτέλεσμα, έτσι αργόσυρτη που είναι, να αρχίζει γρήγορα να προκαλεί χασμουρητά…
Βαθμολογία: