Ο Μπεν Γουέιντ, αρχηγός μιας συμμορίας παρανόμων, συλλαμβάνεται σε μια μικρή πόλη και πρέπει να μεταφερθεί στη Γιούτα για να δικαστεί. Η συμμορία του όμως είναι αποφασισμένη να τον απελευθερώσει, και πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος για να φτάσει στο δικαστήριο πριν ανακαλύψουν τα ίχνη του. Ένας απλός χωρικός, ο Νταν Έβανς, αναλαμβάνει τη δύσκολη αυτή αποστολή έναντι χρημάτων, και τον κρύβει σε ένα κοντινό ξενοδοχείο μέχρι να έρθει το τρένο για τη Γιούτα. Στο σύντομο αυτό διάστημα, θα αναπτύξουν μια έντονη σχέση που θα τους μάθει πολλές άγνωστες πτυχές του χαρακτήρα τους.

Σκηνοθεσία:

James Mangold

Κύριοι Ρόλοι:

Russell Crowe … Ben Wade

Christian Bale … Dan Evans

Logan Lerman … William Evans

Ben Foster … Charlie Prince

Dallas Roberts … Grayson Butterfield

Peter Fonda … Byron McElroy

Alan Tudyk … Doc Potter

Gretchen Mol … Alice Evans

Vinessa Shaw … Emma Nelson

Luke Wilson … Zeke

Kevin Durand … Tucker

Luce Rains … σερίφης Weathers

Lennie Loftin … Glen Hollander

Christopher Berry … βοηθός σερίφη Sam Fuller

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Halsted Welles, Michael Brandt, Derek Haas

Παραγωγή: Cathy Konrad

Μουσική: Marco Beltrami

Φωτογραφία: Φαίδων Παπαμιχαήλ

Μοντάζ: Michael McCusker

Σκηνικά: Andrew Menzies

Κοστούμια: Arianne Phillips

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: 3:10 to Yuma
  • Ελληνικός Τίτλος: Το Τελευταίο Τρένο για τη Γιούμα

Άμεσοι Σύνδεσμοι

  • Οι Γίγαντες Συγκρούονται (1957)

Σεναριακή Πηγή

  • Διήγημα: Three-Ten to Yuma του Elmore Leonard.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ μουσικής και ήχου.

Παραλειπόμενα

  • Δεύτερη διασκευή του διηγήματος του Elmore Leonard (έκδοση σε περιοδικό το 1953) και κατά έναν τρόπο ριμέικ του ομότιτλου φιλμ του Delmer Daves, με τους Glenn Ford, Van Heflin.
  • Η Columbia Pictures είχε βάλει μπρος το σχέδιο το 2003, αλλά το 2006 τα δικαιώματα πέρασαν στη Relativity Media. Ο Mangold ήταν και στις δύο εκδοχές έτοιμος να αναλάβει.
  • Ο Tom Cruise είχε εκφράσει τη θέληση να παίξει τον Μπεν Γουέιντ. Υποψήφιος για αυτό τον ρόλο ήταν και ο Eric Bana.
  • Για τον ρόλο του Μπάιρον, ο σκηνοθέτης αρχικά ήθελε τον Kris Kristofferson.
  • Την πρώτη κιόλας ημέρα των γυρισμάτων, ένα άλογο έπεσε με τον αναβάτη του πάνω σε μια κάμερα. Ο αναβάτης πήγε στο νοσοκομείο με σοβαρά τραύματα, ενώ για το άλογο αναγκάστηκαν να κάνουν ευθανασία. Για το τελευταίο έγινε έρευνα από την ένωση προστασίας ζώων, αλλά αποφάνθηκαν ότι όλα έγιναν εντός των κανονισμών.
  • Από την ώρα που το ρολόι λέει 03:00, πριν την άφιξη του τρένου, περνάνε ακριβώς δέκα λεπτά ταινίας μέχρι αυτό να καταφτάσει.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 25/2/2008

Ο James Mangold είναι ένας άνισος σκηνοθέτης, αφού στις εφτά του ταινίες έχει παρουσιάσει τέσσερις συμπαθητικές, δύο μέτριες και… μία ταινιάρα (φυσικά την περί εις ο λόγος)! Η μόνη του εμπειρία με πιστόλια ήταν το 1997 στο Cop Land. Εδώ φαίνεται ότι εκτός από το θαυμασμό που δείχνει να έχει για την αυθεντική Γιούτα του Delmer Daves (1957), πρέπει να έκανε και πολλή μελέτη. Καμία σκηνή της ταινίας δεν είναι στημένη τυχαία, δεν είναι πιο αδύναμη, δεν είναι εκτός ισορροπίας. Το να ξεπεράσεις μια κλασική επιτυχία δεν είναι κάτι το εύκολο, και ο Mangold πρέπει να εργάστηκε σκληρά γι’ αυτό.

Το Τελευταίο Τρένο για τη Γιούμα είναι μια πολύπλευρη ταινία. Αρχικά δεν μπορείς να μην απορροφηθείς από τη δράση, τόσο όταν είναι θορυβώδης, όσο κι όταν είναι εσωτερική κι αθόρυβη. Κάποιος θα μπορούσε εύκολα να διακρίνει και τους θριλερικούς κανόνες μέσα της. Έπειτα, είναι το άψογα δοσμένο θέμα των δύο πλευρών ενός νομίσματος, που από τη μα πλευρά βρίσκεται η καλοσύνη και από την άλλη η κακία. Όμως, δεν παύουν να είναι πλευρές του ίδιου νομίσματος, και εκεί μπαίνει το παιχνίδι της ηθικής που παίζει η ταινία, ένα παιχνίδι που, όπως σε κάθε καλή ταινία του είδους, έχει μονάχα χαμένους. Η Γιούμα για τους δύο ήρωες δεν είναι απλά μια πόλη, αλλά μια ιδέα. Για τον ενάρετο Νταν Έβανς είναι η Ιθάκη, είναι η εξιλέωση, η τελευταία ελπίδα για αξιοπρέπεια. Για τον δολοφόνο Μπεν Γουέιντ είναι ο πιθανός θάνατος, αλλά και περισσότερο μια ουτοπία που ανήκει στη φαντασία του Έβανς. Έτσι, ποτέ κι εμείς δεν θα δούμε τη Γιούτα, γιατί το ταξίδι είναι που έχει σημασία και η υπόνοια που θα αφήσει το τέλος θα είναι διττή και ανοιχτή για τη φαντασία του καθενός.

Το πεδίο της Άγριας Δύσης μπορεί να είναι ανοιχτό, αλλά η αντιπαράθεση των δύο κεντρικών ηρώων θα δώσει στην ιστορία μια κλειστοφοβική χροιά, μια αίσθηση σκακιού, την οποία, παρά ταύτα, πρέπει να παραδεχτώ πως είχε επιμεληθεί καλύτερα στην κατά Daves εκδοχή. Ξεχνώντας όμως το παλιό, δεν μπορείς παρά να αναπνεύσεις την αγωνία της επιβίωσης. Κάθε τους λέξη, κάθε τους ματιά εμπεριέχει τη λέξη «ζωή». Και κάθε τι που τους περιβάλει βρωμάει θάνατο…

Δεν μπορούσαμε να περιμένουμε τίποτα καλύτερο από τον Christian Bale (δείχνει μάλιστα συνεχή σημάδια σημαντικής βελτίωσης με τον καιρό), δεν μπορούσαμε να περιμένουμε τίποτα λιγότερο από τον πάντα άριστο Russell Crowe, που καθόλου τυχαία δεν έχει πολλές συμπάθειες για σταρ. Είναι ένας ηθοποιός που τσακίζει με ευκολία το ίματζ του και δεν αποζητάει το εξόφθαλμο για να ξεχωρίσει. Όμως και το υπόλοιπο επιτελείο είναι άξιο, με αιχμή τον 28χρονο Ben Foster που είναι ένας πολύ καλός «κακός», μια ιδέα από «σπαγγετικούς» Gian Maria Volonte και Klaus Kinski. Φυσικά και δεν θα αγνοήσουμε την οσκαρική υποψηφιότητα του μουσικού Marco Beltrami, ο οποίος μπορεί να μην είναι Morricone, τολμάει όμως να τον θυμίζει.

Το μόνο που σταματάει τον ενθουσιασμό που ένιωσα με το πέρας της ταινίας, είναι η ύπαρξη της άξιας παλαιότερης. Μπορεί μεν να καταφέρνει να την ξεπεράσει, δανείζεται δε πολύτιμα στοιχεία και τον βασικό κορμό της δράσης. Σκηνοθετικά ο Mangold ξεπερνάει κατά πολύ τον εαυτό του, και ισορροπώντας ανάμεσα στην καθαρή ταινία δράσης και το ψυχόδραμα, καταφέρνει να αναδείξει νικητή το είδος του γουέστερν, που φαίνεται να τον εκφράζει απόλυτα. Η αγωνία μοναχά αυξάνεται (σε θριλερικούς τόνους), οι ρυθμοί δεν πέφτουν ποτέ, οι χαρακτήρες είναι ελκυστικότατοι, το φινάλε κόβει την ανάσα. Ο Russell Crowe μπορεί να μην ξεπερνάει τους φετινούς Daniel Day-Lewis και Javier Bardem, συμπληρώνει όμως μια φοβερή τριάδα «κακών» πρωταγωνιστών. Η ηθικολογία που, ειδικά στο τέλος, αυξάνεται επικίνδυνα δεν ξεφεύγει από τους κανόνες του γουέστερν και έτσι παίρνει θετική υπόσταση, παρά ενοχλεί. Τέλος, οι Αμερικανοί πρέπει να σκεφτούν πολύ σοβαρά τον εαυτό τους, και αναφέρομαι στην απουσία του Τρένου και του Τζέσε Τζέιμς από τις βασικές κατηγορίες των Όσκαρ, γιατί αυτός είναι ο κινηματογράφος που τους χαρακτηρίζει, και αν ξαναχαθεί από το προσκήνιο θα αφήσει μεγάλο κενό.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

16 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *