Το 1981, η Ρόμι Σνάιντερ ταξιδεύει στο Κιμπερόν για να συναντήσει μια παλιά της φίλη. Εκεί θα βρεθεί με τον δημοσιογράφο Μίκαελ Γιούργκς και τον φωτογράφο Ρόμπερτ Λεμπέκ. Έτσι ξεκινά ένα συναισθηματικό παιχνίδι που διαρκεί τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Σκηνοθεσία:
Emily Atef
Κύριοι Ρόλοι:
Marie Baumer … Romy Schneider
Birgit Minichmayr … Hilde Fritsch
Charly Hubner … Robert Lebeck
Robert Gwisdek … Michael Jurgs
Denis Lavant … Fischer Poet
Christopher Buchholz … Δρ Frelin
Vicky Krieps … η καμαριέρα
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Emily Atef
Παραγωγή: Karsten Stoter
Μουσική: Christoph Kaiser, Julian Maas
Φωτογραφία: Thomas W. Kiennast
Μοντάζ: Hansjorg Weissbrich
Σκηνικά: Silke Fischer
Κοστούμια: Janina Audick
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: 3 Tage in Quiberon
- Ελληνικός Τίτλος: 3 Μέρες στο Κιμπερόν
- Διεθνής Τίτλος: 3 Days in Quiberon
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου.
- Βραβείο μουσικής στα Ευρωπαϊκά Βραβεία. Υποψήφιο για γυναικεία ερμηνεία (Marie Baumer).
- Καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτος γυναικείος ρόλος (Marie Baumer), δεύτερος αντρικός ρόλος (Robert Gwisdek), δεύτερος γυναικείος ρόλος (Birgit Minichmayr), μουσική και φωτογραφία στα εθνικά βραβεία της Γερμανίας.
Παραλειπόμενα
- Η ταινία παίρνει ως βάση τη διάσημη συνέντευξη και φωτογράφιση της κινηματογραφικής ντίβας το 1981, αλλά από εκεί και πέρα η Emily Atef συμπληρώνει τα δρώμενα με τη δική της σκέψη, βασιζόμενη όμως πάντα πάνω σε ό,τι υπήρχε διαθέσιμο.
- Η κόρη της Romy Schneider, η Sarah Biasini, εξεγέρθηκε με την ταινία, αποκαλώντας την καθαρά μυθοπλαστική (κάτι που άλλωστε δεν αρνούνταν η δημιουργός), αλλά και ειδικά με το γεγονός ότι η μητέρα της παρουσιάζεται ως αλκοολική. Σύμφωνα πάντα με την Biasini, η θαλασσοθεραπεία που ακολούθησε εκεί η Schneider αφορούσε το χάσιμο κιλών και όχι κάποιον εθισμό της στο αλκοόλ.
- Ενώ στα εθνικά της βραβεία επικράτησε κατά κράτος, η γερμανική ακαδημία προτίμησε να προτείνει για το ξενόγλωσσο Όσκαρ το Μη Χαμηλώνεις το Βλέμμα, που στα εν λόγω βραβεία δεν είχε καμία τύχη. Η ταινία του Florian Henckel von Donnersmarck έφτασε παρόλα αυτά στην τελική πεντάδα των Όσκαρ.