1979. Στη Σάντα Μπάρμπαρα ζει η Ντοροτέα Φιλντς, μια αποφασισμένη ανύπαντρη μητέρα κοντά στα 55, που μεγαλώνει τον έφηβο γιο της, Τζέιμι, σε μια εποχή που σφύζει από πολιτιστικές αλλαγές και επανάσταση. Η Ντοροτέα χρησιμοποιεί δύο νεότερες γυναίκες για την ανατροφή του Τζέιμι: τον Άμπι, μια ελευθέρων ιδεών πανκ καλλιτέχνιδα που ζει ως οικότροφος στους Φιλντς, και την Τζούλι, μια πολιτικοποιημένη και προκλητική γειτόνισσα.
Σκηνοθεσία:
Mike Mills
Κύριοι Ρόλοι:
Annette Bening … Dorothea Fields
Greta Gerwig … Abigail ‘Abbie’ Porter
Elle Fanning … Julie Hamlin
Lucas Jade Zumann … Jamie Fields
Billy Crudup … William
Alia Shawkat … Trish
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Mike Mills
Παραγωγή: Anne Carey, Megan Ellison, Youree Henley
Μουσική: Roger Neill
Φωτογραφία: Sean Porter
Μοντάζ: Leslie Jones
Σκηνικά: Chris Jones
Κοστούμια: Jennifer Johnson
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: 20th Century Women
Ελληνικός Τίτλος: Καταπληκτικές Γυναίκες
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ αυθεντικού σεναρίου.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (κωμωδία/μιούζικαλ) και πρώτης γυναικείας ερμηνείας (Annette Bening) στην ίδια κατηγορία.
Παραλειπόμενα
- Η Mills άντλησε έμπνευση από τη μητέρα και την αδελφή της για να φτιάξει τους χαρακτήρες της Ντοροτέα και της Άμπι. Η Annette Bening, μάλιστα, έκανε εκτεταμένες κουβέντες με τη δημιουργό πάνω στη μητέρα της, και παρακολουθούσε ταινίες που εκείνη λάτρευε.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 15/4/2018
Η αλήθεια είναι ότι πάσχιζα αναζητώντας να συναντήσει την ουσία το ομολογουμένως όμορφο συναίσθημα που εμπνέει καθόλη τη διάρκεια του αυτό το φιλμ. Σε κάποιο σημείο δίνει ευτυχώς κάποιους, αλλά κι αυτοί δεν είναι αρκετοί για να ανυψώσουν το καλό αποτέλεσμα στη σφαίρα του εξαιρετικού.
Η ταινία του Mike Mills θέτει ως ορόσημο το πέρας της δεκαετίας του 1970, ως μια εποχή που τελειώνει για πάντα ο ρομαντισμός και γεννιέται ένας μεταμοντέρνος συντηρητισμός. Πονηρά, με τον ρόλο της μητέρας, θέτει και την εποχή του μεγάλου πολέμου ως προηγούμενο ορόσημο τέλους εποχής, χωρίς όμως να καταπιαστεί ιδιαίτερα με αυτό. Γενικά, έχουμε ένα στόρι που μικρογραφεί καταστάσεις για να μιλήσει για τη μεγαλύτερη εικόνα, αλλά είναι αυτό το «μικρό» εντέλει που βγαίνει νικητής. Πιο πολύ δράμα, παρά δραμεντί, το έργο έχει καλοσχηματισμένους κι ελκυστικούς χαρακτήρες (λίγους στον αριθμό, αλλά ευκολότερα έτσι ελέγξιμους), παίζει εύστοχα με τις μεταξύ τους σχέσεις, τις μικρές τους κόντρες, τα συχνά ανούσια μικρο-ξεσπάσματα τους, αφήνοντας ένα σεμνό συναίσθημα που δεν σε βαραίνει. Ιδανικότερο ίσως για θεατρική σκηνή, το φιλμ αναζητά και βρίσκει μικρούς αλλά όχι τόσο ουσιαστικούς τρόπους να μας μιλήσει και κινηματογραφικά, εμμένοντας σε μια χαλαρή δυναμική, που μου θύμισε την καλή αφήγηση του αμερικανικού δραματικού σινεμά των 1980.
Και ποιοι άλλοι θα έβγαιναν κερδισμένοι από ένα τέτοιο κλίμα, από τους ηθοποιούς. Ευτυχώς, έχουμε άρτια διανομή ρόλων και ως προς αυτό απολαμβάνεις ένα δεμένο καστ, ο καθένας τόσο ξεχωριστός από τον άλλον, κι όμως δέσμιος στην ίδια προβληματική. Το σενάριο κυλάει χωρίς μεγάλες εκρήξεις, υπαγόμενο κι αυτό στο σεμνό ύφος του σκηνοθέτη, αλλά και ποτέ δεν σε πετάει εκτός, δεν έχει δηλαδή σημεία πτώσης του γενικού ενδιαφέροντος.
Γενικά, μια ταινία που δεν ήρθε να αναταράξει τα νερά, αλλά είναι μια όμορφη σύζευξη ενός κινηματογράφου για όλους και των μοτίβων μιας ανεξάρτητης, ίσως και φεστιβαλικής (βλέπε: Sundance) δημιουργίας. Κι επειδή δεν βοηθάει σε βαθιούς στοχασμούς, ίσως τη βοηθήσετε σε αυτό το κομμάτι, παραλληλίζοντας τα προσωπικά σας χάσματα γενεών με τους γύρω σας, όσο και τα «τέλη εποχών» που έχετε εσείς διανύσει.
Βαθμολογία: