4 Απριλίου 1968. Το φωταγωγημένο Καλλιμάρμαρο βουίζει με χιλιάδες κόσμο και η περιγραφή του Βασίλη Γεωργίου αναμεταδίδεται μέσα από εκατομμύρια τρανζιστοράκια. Ο αγώνας ΑΕΚ-Σλάβια Πράγας αρχίζει. Μια ερωτευμένη κοπέλα κάνει πρόβα νυφικού μπροστά στον καθρέφτη της, ενώ ο μελλοντικός γαμπρός βρίσκεται σε απόγνωση κάθε φορά που η ελληνική ομάδα σκοράρει. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων θυμάται την πατρίδα που άφησε πίσω. Ένας νεαρός κομμουνιστής κρατούμενος πανηγυρίζει με κάθε πόντο και ένα πρακτορείο ΠΡΟΠΟ γίνεται εξομολογητήριο παλιών και πρόσφατων τραυμάτων. Χρόνια πριν από αυτή τη βραδιά, τρεις Πολίτες αποφάσισαν να ιδρύσουν ένα αθλητικό σωματείο για να πουν την ιστορία τους. Μέχρι το τέλος της βραδιάς, η ιστορία της Ελλάδας θα αλλάξει για πάντα. Μέχρι το τέλος του 1968, η ιστορία του κόσμου θα αλλάξει για πάντα.
Σκηνοθεσία:
Τάσος Μπουλμέτης
Κύριοι Ρόλοι:
Ιεροκλής Μιχαηλίδης … μαέστρος
Αντώνης Καφετζόπουλος … Κωνσταντινουπολίτης
Γιώργος Μητσικώστας … πράκτορας προπό
Στέλιος Μάινας … επιβάτης
Μανώλης Μαυροματάκης … εισπράκτορας
Βασιλική Τρουφάκου … Βαρβάρα
Γιάννης Βούρος … παράγοντας
Ορφέας Αυγουστίδης … Θανάσης
Θέμης Πάνου … γιατρός
Ταξιάρχης Χάνος … δεσμοφύλακας
Αντώνης Αντωνίου … εργολάβος κηδειών
Ερρίκος Λίτσης … χαφιές
Θόδωρος Κατσαφάδος … ο πατέρας της Βαρβάρας
Γιώργος Σουξές … Κωνσταντινουπολίτης
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Τάσος Μπουλμέτης
Παραγωγή: Κώστας Λαμπρόπουλος
Μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα
Φωτογραφία: Γιάννης Δασκαλοθανάσης
Μοντάζ: Λάμπης Χαραλαμπίδης
Σκηνικά: Αθηναία Σπηλιωτάκου
Κοστούμια: Εβελίνα Δαρζέντα, Δάφνη Κολυβά
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: 1968
- Διεθνής Τίτλος: 1968
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο ήχου στα βραβεία Ίρις. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, κοστούμια και ειδικά εφέ.
Παραλειπόμενα
- Τρίτη συνεχόμενη ταινία του Τάσου Μπουλμέτη με άμεση αναφορά στους Έλληνες της Μικράς Ασίας, μετά το Πολίτικη Κουζίνα και το Νοτιάς.
- Το μπασκετικό τμήμα της ΑΕΚ είναι ανάμεσα στους παραγωγούς.
- Τον Γιώργο Αμερικάνο, κυριότερο διακριθέντα του τελικού του ’68, τον ερμηνεύει ο Αλέξανδρος Αμερικάνος, ο ανιψιός του.
- Με 220.727 εισιτήρια, ήταν η δεύτερη πιο εμπορική ελληνική ταινία της χρονιάς.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 23/1/2018
Ο τελικός του κυπέλλου κυπελλούχων της Ευρώπης του 1968 είναι αδιαμφισβήτητα ως γεγονός μια από τις συναρπαστικότερες ιστορίες νίκης αουτσάιντερ στην ιστορία των σύγχρονων σπορ. Αποτελεί επίσης μια εξαιρετικής ποιότητας πρώτη ύλη για μια ξεσηκωτική, γεμάτη παλμό και ζωντάνια αθλητική ταινία, μια συνταγή που ναι μεν έχει διδαχθεί πρώτα από τους Αμερικάνους αλλά θα μπολιαζόταν και με όλα εκείνα τα στοιχεία του καλού ελληνικού λαϊκού σινεμά (ευγενή συναισθήματα, ζεστό χιούμορ, πολιτικός σχολιασμός με ισορροπία) ώστε να αποκτήσει και μια καλώς εννοούμενη σφραγίδα εντοπιότητας.
Η ταινία του Μπουλμέτη έχει κάποιες τέτοιες εκλάμψεις που δίνουν το περίγραμμα του τι θα μπορούσε να καταφέρει. Δυστυχώς όμως μιλάμε για στιγμές, όχι για σύνολο. Η επιλογή ανάμειξης κινηματογραφικής αφήγησης και ντοκιμαντέρ δεν δίνει την εντύπωση ότι αποτελεί δημιουργική επιλογή, γιατί παρόλο που τα δυο κομμάτια δένουν μεταξύ τους, με τον τρόπο που θα γινόταν σε μια τηλεοπτική δουλειά που θα περιλάμβανε εκτός από συνεντεύξεις και δραματοποιημένα κομμάτια, δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος για να πατήσει ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος πάνω σε δύο βάρκες πέραν από τις οικονομικές δυνατότητες και προσδοκίες της παραγωγής: φαίνεται πως ο προϋπολογισμός δεν επαρκούσε για να καλύψει το κόστος ενός «κανονικού» φιλμ με ηθοποιούς με διάρκεια μιάμισης ώρας, κάτι απολύτως λογικό και κατανοητό δεδομένης της κάκιστης οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα τα τελευταία οκτώ με εννιά χρόνια που αναπόφευκτα επηρεάζει και τον κινηματογράφο, όμως δεν επιλέγεται και το ντοκιμαντέρ εξ ολοκλήρου ως φόρμα γιατί θα ήταν δυσκολότερο να προωθηθεί εμπορικά. Για αυτό και η συγκεκριμένη απόφαση λαβώνει διπλά το φιλμ: αποδυναμώνει την απήχηση που θα έπρεπε να είχε η κινηματογραφική αναπαράσταση του δράματος, αλλά και τις πολύτιμες για αρχειακούς και συναισθηματικούς λόγους εξιστορήσεις και μαρτυρίες των προσώπων που συμμετείχαν στα γεγονότα. Υπάρχουν στιγμιότυπα συγκινητικά, αστεία, συναρπαστικά, νοσταλγικά, όλα αυτά τα ερεθίσματα όμως διαρκούν για λίγο.
Το “1968” αποτυγχάνει να αποτελέσει μια κατάδυση σε έναν απύθμενο βυθό συναισθημάτων, παρά την καλή δουλειά που γίνεται κυρίως από τους καρατερίστες (έξοχος για ακόμη μια φορά ο Ερρίκος Λίτσης) και τις πλούσιες αφηγήσεις των ανθρώπων που έγιναν μέρος της θρυλικής αυτής ιστορίας. Προβληματική είναι και η έλλειψη εστίασης, που πηγαινοέρχεται από τον άθλο της Α.Ε.Κ. στο πώς ξεκίνησε κι από εκεί στα σημαντικότερα δρώμενα του ’68, χωρίς να υπάρχει ένας γερός συνδετικός ιστός. Το «κρίμα» που βγαίνει από το στόμα για το κατώτερο των προσδοκιών αποτέλεσμα γίνεται πιο δυνατό αν αναλογιστεί κανείς και τη δεξιότητα των δραματουργικών χειρισμών του Μπουλμέτη στην “Πολίτικη Κουζίνα” τους οποίους δεν καταφέρνει να προσεγγίσει ξανά εδώ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι φίλοι του αγαπημένου αθλητικού σωματείου θα μείνουν ικανοποιημένοι από αυτό που παράχθηκε όσον αφορά τον τομέα του κατά πόσο αποτίει φόρο τιμής στη θρυλική ομάδα. Καμία ένσταση ως προς αυτό: η ταινία στέκεται με σεβασμό απέναντι σε αυτό που εκπροσωπεί η Α.Ε.Κ. που αφορά τον ελληνισμό που διώχθηκε με τη βία από το τουρκικό κράτος κυρίως το 1922 αλλά και το 1955. Όμως ενώ εδώ υπάρχει υλικό όχι απλά για ένα σπουδαίο αθλητικό φιλμ, αλλά για κάτι που θα αποτελούσε πρότυπο για το είδος στο σινεμά της ευρύτερης ευρωπαϊκής ηπείρου αν γινόταν αξιοποίηση με τον κατάλληλο τρόπο, η πτήση πραγματοποιείται σε σχετικά χαμηλά ύψη, με τους οικονομικούς περιορισμούς στην παραγωγή να είναι ολοφάνεροι στον τρόπο με τον οποίο έχουν γυριστεί οι δραματοποιημένες σκηνές, από το ότι εκτυλίσσονται στην πλειοψηφία τους σε κλειστούς χώρους μέχρι την επιλογή των λήψεων που αποτελείται ως επί το πλείστον από μεσαία και κοντινά πλάνα, ενώ και τα εφέ που αναπαριστούν την παλιά πλατεία Ομονοίας και το Σύνταγμα μαρτυρούν επίσης το μικρό σχετικά μπάτζετ.
Σε σχέση με άλλες πρόσφατες εγχώριες παραγωγές μεγάλου βεληνεκούς, κυρίως κωμωδίες, το “1968” στέκεται αξιοπρεπώς, προφανώς όμως αυτό δεν είναι αρκετό για να μπορεί να μιλήσει κάποιος για πραγματικά σπουδαίο κινηματογράφο.
Βαθμολογία: