Το 1844, την εποχή των Σογκούν, ένας ανήθικος νέος άρχοντας βιάζει και σκοτώνει, έχοντας ως ασπίδα τη νόμιμη ασυλία. Δεν έχει υπολογίσει όμως τους δεκατρείς δολοφόνους, μια μυστική ομάδα -κάθε μέλος με μια ξεχωριστή θανάσιμη ικανότητα- που σπέρνει τον τρόμο. Οι δολοφόνοι αποφασίζουν να αναλάβουν μια αποστολή αυτοκτονίας ώστε να εξοντώσουν τον άρχοντα. Δεν γνωρίζουν όμως πως οι φύλακες του άρχοντα υπερέχουν αριθμητικά τέσσερις προς έναν.

Σκηνοθεσία:

Takashi Miike

Κύριοι Ρόλοι:

Goro Inagaki … λόρδος Naritsugu Matsudaira

Mikijiro Hira … Σερ Doi Toshitsura

Koji Yakusho … Shinzaemon Shimada

Hiroki Matsukata … Saheita Kuranaga

Ihara … Kujuro Hirayama

Takayuki Yamada … Shinrokuro Shimada

Yusuke Iseya … Koyata Kiga

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Daisuke Tengan

Στόρι: Shoichirou Ikemiya

Παραγωγή: Minami Ichikawa, Shigeji Maeda, Takahiro Ohno, Toichiro Shiraishi, Michihiko Yanagisawa, Koji Yoshida

Μουσική: Koji Endo

Φωτογραφία: Nobuyasu Kita

Μοντάζ: Kenji Yamashita

Σκηνικά: Yuji Hayashida

Κοστούμια: Kazuhiro Sawataishi

 

  • Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Home Cinema.
  • Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

Αυθεντικός Τίτλος: Jusan-nin No Shikaku

Ελληνικός Τίτλος: 13 Δολοφόνοι

Διεθνής Τίτλος: 13 Assassins

Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Thirteen Assassins

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Jusan-nin No Shikaku (1963)

Σεναριακή Πηγή

  • Σενάριο: Jusan-nin No Shikaku (1963) του Kaneo Ikegami.

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο σκηνικών στα Ασιατικά Βραβεία. Υποψήφιο για σκηνοθεσία, αντρικό ρόλο (Koji Yakusho), μοντάζ και κοστούμια.
  • Βραβείο φωτογραφίας, σκηνικών, ήχου και φωτισμού στα εθνικά βραβεία της Ιαπωνίας. Υποψήφιο σε ακόμα 6 κατηγορίες, μεταξύ αυτών και καλύτερης ταινίας.
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.

Παραλειπόμενα

  • Ριμέικ της ομότιτλης ταινίας του Eiichi Kudo από το 1963, όπου εν μέρει βασίζονταν σε αληθινά γεγονότα.
  • Ο Miike αψήφησε τις ευκολίες της ψηφιακής τεχνολογίας, όσο όμως και του storyboarding, επιμένοντας οι σκηνές να γυρίζονται μία κι έξω. Παρόλα αυτά, ο σκηνοθέτης παραδέχτηκε ότι έγινε μικρή χρήση CGI.
  • Η εναρκτήρια σκηνή είναι πλάνο προς πλάνο όμοια με την αντίστοιχη της ταινίας του 1963.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Κριτικός: Βασίλης Καγιογλίδης

Έκδοση Κειμένου: 25/5/2011

Ανάγοντας την προβοκάτσια σε τέχνη, ο Miike κάνει πραγματικό πολεμικό σινεμά, που κινείται ευέλικτα μεταξύ φαρσοκωμωδίας και ανδρικής σαμουράι ταινίας, ανάμεσα στα κλασσικά Σαιξπηρικά και την Ελληνική μυθολογία. Χωρίς υπερβολές και με αρκετές δόσεις παλιομοδίτικου Γιαπωνέζικου μύθου, το κακό παιδί του σύγχρονου κινηματογράφου της Άπω Ανατολής, φρεσκάρει τη μνήμη μας, διασκευάζοντας κυρίως Eiichi Kudo, και ξυπνάει με τον καλύτερο τρόπο αναμνήσεις αλλοτινών εποχών.

Μακριά από τα αυστηρώς σαρδόνια και σαδιστικά, αποκρουστικά στοιχεία, παρέχει ιστορικό κινηματογραφικό μάθημα και προσφέρει τις γνώσεις του σε ένα είδος (κατά βάση) αντρικό και ενοχλητικά αναγκαίο. Πάντα με τις δικές του κυνικές και μαζοχιστικά πρόστυχες κοινωνικοπολιτικές διαβολές, κρατώντας όμως τα προσχήματα για να μη χαθεί το νόημα και η αξία ενός «ιστορικού» σινεμά για την τιμή και την ανδρεία. Ενάντια σε κάθε τι πολιτικά ορθολογιστικό, ιστορικά αυταπόδεικτο, τετριμμένο και συγκυριακό, ο υπερπαραγωγικός Miike, διακορεύει «ευλαβικά» το straight ύφος τον κλασικών επών, αποκαλύπτοντας (πότε – πότε με ελαφρύ ναρκισσισμό) την ικανότητα να αναδιαμορφώνει οτιδήποτε θα μπορούσε να προέλθει μέσα από το σινεμά. Πολλές φορές με τα ίδια ακριβώς μέσα και βάλλοντας εκ των έσω! Όλα στο βωμό της τέχνης, για την ίδια την τέχνη.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 20/5/2012

Τρομερό παιδί του μεταμοντέρνου ιαπωνικού σινεμά, μετρ στην απόδοση της βίας και των ερωτικών ενστίκτων, ο Τακάσι Μιίκε ξαφνικά αφήνει τις «μοντερνιές» και παράγει ένα κλασικό αριστούργημα που μπορεί να σταθεί σε ένα δεύτερο βάθρο, λίγο πιο κάτω από τους «Επτά Σαμουράι» του Κουροσάβα, αν και πρόκειται για ριμέικ ομότιτλης ταινίας του Έιτσι Κούντο του 1963. Πολυεπίπεδο έπος και δράμα, καταγράφει την πάλη για την τιμή και το ήθος απέναντι στην αλαζονεία της εξουσίας, σε μια εποχή που αυτή η τιμή αρχίζει να φθίνει. Από την άλλη, αναλύει τον άρχοντα-τέρας και δείχνει την ψυχική παραμόρφωση που μπορεί να επιφέρει η εξουσία, καμουφλαρισμένη ως άποψη και αισθητική πάνω στα πράγματα. Η οργάνωση της τελικής μεγάλης μάχης είναι ένα κινηματογραφικό κατόρθωμα από μόνη της, όχι μόνο δραματουργικά αλλά κι ως καλλιτεχνική εκτέλεση.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

14 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *