Μέσα της δεκαετίας του 1850. Ο Σόλομον Νόρθαπ είναι ένας μορφωμένος έγχρωμος με ύφεση στη μουσική, που ζει στη Σαρατόγκα της Νέας Υόρκης με τη σύζυγο και το παιδί του. Μία μέρα κι ενώ η οικογένεια του λείπει εκτός πόλης, πλησιάζεται από δύο ανθρώπους που παρουσιάζονται ως προαγωγοί τσίρκου. Ο Σόλομον συμφωνεί να τους ακολουθήσει για λίγο, ώστε να παίζει το βιολί τους καθώς αυτοί δίνουν την παράσταση τους. Κι ενώ πίνει ένα ποτό μαζί τους, ξυπνάει για να ανακαλύψει ότι τον είχαν ναρκώσει και πως τον μεταφέρουν στη Λουιζιάνα για σκλάβο. Κανείς δεν πιστεύει αυτό που λένε τα χαρτιά του, δηλαδή ότι είναι ένας ελεύθερος έγχρωμος.

Σκηνοθεσία:

Steve McQueen

Κύριοι Ρόλοι:

Chiwetel Ejiofor … Solomon Northup/Platt

Michael Fassbender … Edwin Epps

Lupita Nyong’o … Patsey

Sarah Paulson … Mary Epps

Paul Dano … John Tibeats

Benedict Cumberbatch … William Ford

Alfre Woodard … Harriet Shaw

Brad Pitt … Samuel Bass

Adepero Oduye … Eliza

Garret Dillahunt … Armsby

Scoot McNairy … Merrill Brown

Taran Killam … Abram Hamilton

Paul Giamatti … Theophilus Freeman

Christopher Berry … James H. Birch

Chris Chalk … Clemens Ray

Michael Kenneth Williams … Robert

Bill Camp … Ebenezer Radburn

Quvenzhane Wallis … Margaret Northup

Storm Reid … Emily

Dwight Henry … θείος Abram

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: John Ridley

Παραγωγή: Dede Gardner, Anthony Katagas, Jeremy Kleiner, Steve McQueen, Arnon Milchan, Brad Pitt, Bill Pohlad

Μουσική: Hans Zimmer

Φωτογραφία: Sean Bobbitt

Μοντάζ: Joe Walker

Σκηνικά: Adam Stockhausen

Κοστούμια: Patricia Norris

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: 12 Years a Slave
  • Ελληνικός Τίτλος: 12 Χρόνια Σκλάβος
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Twelve Years a Slave

Σεναριακή Πηγή

  • Απομνημονεύματα: Twelve Years a Slave του Solomon Northup.

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ καλύτερης ταινίας, δεύτερου γυναικείου ρόλου (Lupita Nyong’o) και διασκευασμένου σεναρίου. Υποψήφιο για σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Chiwetel Ejiofor), δεύτερο αντρικό ρόλο (Michael Fassbender), μοντάζ, σκηνικά και κοστούμια.
  • Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (δράμα). Υποψήφιο για καλύτερη σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Chiwetel Ejiofor) σε δράμα, δεύτερο αντρικό ρόλο (Michael Fassbender), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Lupita Nyong’o), σενάριο και μουσική.
  • Βραβείο Bafta καλύτερης ταινίας και πρώτου αντρικού ρόλου (Chiwetel Ejiofor). Υποψήφιο για σκηνοθεσία, δεύτερο αντρικό ρόλο (Michael Fassbender), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Lupita Nyong’o), σενάριο, μουσική, φωτογραφία, μοντάζ και σκηνικά.
  • Βραβείο καλύτερης ταινίας από την Ένωση Παραγωγών Αμερικής.
  • Βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Τορόντο.

Παραλειπόμενα

  • Τα απομνημονεύματα του Solomon Northup (1807 ή 1808-1863) γράφτηκαν το 1853. Το 1857 χάθηκαν τα ίχνη του, κάνοντας πολλούς ιστορικούς να πιστεύουν ότι απάχθηκε εκ νέου, μέχρι που εντέλει βρέθηκε αλληλογραφία του από το 1863, τη χρονιά που έφυγε από τη ζωή. Το βιβλίο αποτέλεσε τη βάση της τηλεταινίας Solomon Northup’s Odyssey (1984), ενώ έτυχε εκτενούς επεξεργασίας το 1968, οπότε κι επίσημα καταγράφτηκε ως γνήσιο και ιστορικά ακριβές. Στην ταινία όμως πολλά δεύτερα πρόσωπα είναι προσθήκες του σεναρίου.
  • Ο Steve McQueen επεξεργάζονταν την ιδέα να γυρίσει μια ταινία με θέμα τη σκλαβιά των έγχρωμων στις ΗΠΑ, αλλά δεν του έβγαινε το σενάριο. Η σύζυγος του ήταν αυτή που διάβασε και του υπέδειξε την αυτοβιογραφία του Solomon Northup. Σοκαρισμένος ο σκηνοθέτης που δεν γνώριζε καν το όνομα του, αποφάσισε να κάνει αυτή την ταινία.
  • Η άμεση συμμετοχή του Brad Pitt μέσω της εταιρίας παραγωγής του, Plan B Entertainment, ήταν το κρίσιμο σημείο για να βρει χρηματοδότηση το σχέδιο.
  • Ο γλωσσολόγος Michael Buster βοήθησε στενά την παραγωγή, μια και οι διάλεκτοι και η γλώσσα εκείνων των χρόνων ήταν μακριά από τα σημερινά δεδομένα.
  • Με σκοπό να αποδώσει ποιοτικά την εικόνα μιας ταινίας εποχής, ο Sean Bobbitt χρησιμοποίησε φιλμ 35 mm για κάδρο 2.35:1 widescreen. Εμπρός του είχε κάμερες Arricam, LT και ST. Ως επιρροή του για το αισθητικό κομμάτι της εικόνας, ο McQueen άντλησε έμπνευση από τον ισπανό ζωγράφο Francisco Goya.
  • Ο Michael Kenneth Williams γύρισε μόνο μία σκηνή. Κι όμως, γυρίζοντας την ο ηθοποιός υπέστη νευρικό κλονισμό από το στρες.
  • Ντεμπούτο για τη Lupita Nyong’o, που συνοδεύτηκε και με Όσκαρ.
  • Η Vera Farmiga πέρασε από οντισιόν για τον ρόλο της αφέντρας Επς.
  • Πρώτη ταινία στην ιστορία των Όσκαρ που κέρδισε το ανώτερο βραβείο και είναι σκηνοθετημένη από έγχρωμο δημιουργό.
  • McQueen (ως παραγωγός) και Ridley (ως σεναριογράφος) κέρδισαν αμφότεροι Όσκαρ, αλλά κανένας δεν συμπεριέλαβε τον άλλον στους ευχαριστήριους λόγους τους. Η αιτία ήταν ότι μεταξύ τους είχε ξεσπάσει έντονη αντιπαλότητα από το γεγονός ότι ο Ridley αρνήθηκε στον σκηνοθέτη την τοποθέτηση και του δικού του ονόματος στο κρέντιτ του σεναρίου, βρίσκοντας υποστήριξη κι από τη Fox Searchlight. Μετά όμως την απονομή, ο Ridley εμφανίστηκε βαθιά μετανιωμένος, δικαιολογώντας τον εαυτό του ότι ακολούθησε τους κανόνες της συνδικαλιστικής του ένωσης. Αντίθετα, ο McQueen δεν έκανε καμία αναφορά έκτοτε πάνω στη διαμάχη τους.
  • Η επιτυχία αποδόθηκε και στις εισπράξεις. Με μπάτζετ 22 εκατομμύρια δολάρια, η ταινία εισέπραξε 187,7. Αυτό έκανε πολλούς αναλυτές να επισημάνουν τη σπανιότητα τέτοιων περιπτώσεων, όπως και η Λίστα του Σίντλερ, όπου η ποιοτικά τολμηρή φύση της ταινίας και το οσκαρικό στάτους συνδυάστηκαν με υψηλή απόδοση στα ταμεία. Ως προς αυτό, πετυχημένη θεωρήθηκε η κίνηση της Fox Searchlight να κυκλοφορήσει αρχικά σε μικρή διανομή την ταινία, τόσο σε καλλιτεχνικές αίθουσες όσο και σε αφροαμερικανούς αιθουσάρχες. Η δε διεθνής διανομή καθυστέρησε αισθητά, ώστε να εκμεταλλευτεί τον θόρυβο της ταινίας κατά την περίοδο των βραβείων. Η χώρα μας ήταν από τις λίγες που την είδαν τον Δεκέμβριο.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Εκτός από την αυθεντική μουσική, το σάουντρακ περιλαμβάνει και μουσική που ενέπνευσε η ταινία, με καλλιτέχνες όπου τους John Legend, Laura Mvula, Alicia Keys, Chris Cornell και Alabama Shakes.

Κριτικός: Γιώργος Δαβίτος

Έκδοση Κειμένου: 11/12/2013

Για ένα φιλμ που μαζεύει τόσα βραβεία κι επαίνους ως μια ασυμβίβαστη ματιά στην κουλτούρα των σκλάβων στον βαθύ νότο, έχω να πω ότι βρήκα το «12 Χρόνια Σκλάβος» κάπως λειψό. Με κάθε ειλικρίνεια, δεν υπήρχε κάτι που μου έδωσε μια βαθύτερη κατανόηση του «πραγματικού» κόσμου της δουλείας, όπως τόσοι πολλοί έχουν ισχυριστεί. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι τα πάντα σε αυτή την ταινία είναι εντελώς ρεαλιστικά, ενώ είμαι βέβαιος ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι φρόντισαν για τα απαραίτητα στη διατήρηση της αυθεντικότητας του όλου εγχειρήματος, αλλά στο τέλος, τίποτα δεν βοήθησε στην παροχή μιας οποιαδήποτε σκληρότερης απεικόνισης της δουλείας από οτιδήποτε είχα δει παλιότερα.

Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν μειώνει τα επιτεύγματα που διαθέτει η ταινία. Πρώτα απ` όλα, το σενάριο είναι διαφορετικό από τις άλλες ιστορίες σκλάβων που ξέρουμε. Έχουμε δει ανθρώπους να οδηγούνται από την Αφρική στη σκλαβιά (Amistad), να πωλούνται και να αγοράζονται (Django, ο Τιμωρός), να συλλαμβάνονται και ούτω καθεξής, αλλά αυτή είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε έναν ελεύθερο άνθρωπο να απαγάγεται με σαφή σκοπό τη δουλεία.

Ο Solomon Northrup είναι ένας επιτυχημένος μουσικός και οικογενειάρχης. Όταν η σύζυγος και τα παιδιά του φεύγουν, προσεγγίζεται από δύο άνδρες που του προσφέρουν δουλειά. Επειδή γνωρίζουμε την ιστορία (και τον τίτλο), γνωρίζουμε ότι αυτό είναι απλά ένα τέχνασμα σχεδιασμένο για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του προκειμένου να οδηγήσει στην εύκολη σύλληψή του. Σενάριο τραβηγμένο σε πρώτη φάση, αφού αναρωτιέσαι γιατί να μπει κάποιος σε τόσο κόπο για να συλλάβει έναν άνδρα, όλα όμως εξηγούνται μέσα από την ιστορία. Έτσι, λοιπόν, ξεκινά το ταξίδι του Solomon στη σκλαβιά.

Με τον σκηνοθέτη να μην παρακάμπτει ούτε στιγμή από την πορεία της αφήγησης του, το «12 Χρόνια Σκλάβος» μας παρέχει μια, χωρίς λογοκρισία, ματιά στο πώς λειτουργεί το δουλεμπόριο. Και όπως πάντα το πιο ενοχλητικό μέρος δεν είναι η βιαιότητα των δουλεμπόρων, αλλά ο τρόπος με τον οποίο οι δουλέμποροι φαίνονται εντελώς συμφιλιωμένοι με τη διαδικασία.

Η ταινία εστιάζει στην πλειοψηφία της στο κομμάτι εκείνο σχετικά με τη σκληρή πραγματικότητα της βιαιότητας των δουλεμπόρων. Τιμωρία, μαστιγώσεις, ταπείνωση και τα λοιπά. Στην πραγματικότητα, όμως, τίποτα από όλα αυτά δεν είναι νέο, τίποτα δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί σε άλλες ταινίες. Εκείνο που κάνει την ταινία να ξεχωρίζει είναι ο τρόπος που οι χαρακτήρες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους δημιουργώντας το δράμα, όχι απλά αυτό που κάνουν ο ένας στον άλλο. Η συνειδητοποίηση ότι δεν είναι απλά αρχέτυπα, αλλά πλήρως σκιαγραφημένοι άνθρωποι με πεποιθήσεις και κίνητρα. Οι περισσότερες ιστορίες σκλάβων είναι συγκρούσεις μεταξύ των ανθρώπων. Ο σκλάβος εναντίον του κακού ιδιοκτήτη σκλάβων. Εδώ, δεν ανταγωνίζονται τον άνθρωπο, αλλά και τις κοινωνικές δομές.

Η έκβαση της μπορεί να σας αφήσει να θέλετε περισσότερα. Ίσως γνωρίζοντας ότι πρόκειται για μια αληθινή ιστορία, να αποζητάτε την ανάγκη για εκδίκηση. Η αποκάλυψη στον επίλογο θα κάνει σίγουρο το τέλος πιο γλυκόπικρο. Από εκεί και πέρα, όμως, όσο καλή κι αν ήταν η ταινία υποκριτικά (η Lupita NyongΑo στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση θα διεκδικήσει επάξια το Όσκαρ Β` γυναίκειου ρόλου), όσο σωστή ήταν η σκηνοθεσία κι όσο σαγηνευτική γινόταν η ιστορία καθώς προχωρούσε, στο τέλος δεν μπορείς παρά να αισθάνεσαι ότι κάτι λείπει.

Πιστεύω ακράδαντα ότι αυτό που διαχωρίζει τις απλώς καλές ταινίες από τις σπουδαίες ταινίες είναι ο τρόπος που αισθάνεται κάποιος όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους. Σου παρείχε μια συναισθηματική αντίδραση; Σκέφτεσαι την ταινία καθώς γυρνάς σπίτι; Τη σκέφτεσαι μήπως τις επόμενες μέρες; Η απάντηση είναι όχι. Ίσως είμαι πολύ απευαισθητοποιημένος με τη βία, ίσως έχω δει τόσα πολλά σε τόσο πολλές ταινίες που δεν με επηρεάζουν όλα όσο πρέπει. Παρόλα αυτά, νομίζω ότι η ταινία δεν θα καταφέρει να επηρεάσει το ευρύ κοινό όπως θα έπρεπε. Και λόγω αυτού, δεν είναι τίποτα περισσότερο από απλά καλή.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 4/10/2014

Έξυπνος συνδυασμός καλλιτεχνικής κι εμπορικής ταινίας, που άλλωστε σάρωσε στα Όσκαρ, το φιλμ του πριν απ’ όλα εικαστικού Στιβ ΜακΚουίν  («Shame», «Hunger») σε παρασύρει στον απάνθρωπο κόσμο της δουλείας στην προ εμφυλίου Αμερική, με σκηνές ρεαλισμού και πλάνα απίστευτης γλαφυρότητας και σημειολογικής ανάλυσης. Το παράδοξο είναι ότι ο ρυθμός και η δραματουργική πορεία στερούνται κλιμάκωσης, οι σεκάνς παραθέτονται με την ευθύγραμμη παράθεση ενός ντοκιμαντέρ. Π.χ., η στιγμή της απελευθέρωσης και η επιστροφή δεν έχουν μία στάλα επικής διάστασης. Παρόλα αυτά, κανείς δεν έδωσε σημασία, μπροστά στην ένταση των ιστορούμενων και τη συγκλονιστική ερμηνεία του βρετανού Τσουίτελ Ετζιοφόρ. Ο Μάικλ Φασμπέντερ όπως πάντα καλός, ο Μπραντ Πιτ σε μικρό ρόλο, εντελώς αχρείαστος και εκτός ρόλου.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

18 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *