Από την εποχή των μαμούθ, η ιστορία ακολουθεί έναν νεαρό κυνηγό που στην προσπάθειά του να οδηγήσει έναν μικρό στρατό μέσα από την έρημο, έρχεται αντιμέτωπος με προϊστορικά πλάσματα, και συναντάει μια γυναίκα, η οποία θα σταθεί στο πλευρό του. Οι άπειροι αυτοί πολεμιστές θα πρέπει να αντιμετωπίσουν αρπακτικά, αλλά και να αψηφήσουν τα πιο άγρια στοιχεία της φύσης. Στο τέλος του ηρωικού τους ταξιδιού, ανακαλύπτουν έναν χαμένο πολιτισμό και μαθαίνουν ότι η τελευταία πρόκληση με τη μοίρα βρίσκεται σε μια αυτοκρατορία πέρα από κάθε φαντασία.
Σκηνοθεσία:
Roland Emmerich
Κύριοι Ρόλοι:
Steven Strait … D’Leh
Camilla Belle … Evolet
Cliff Curtis … Tic’Tic
Joel Virgel … Nakudu
Affif Ben Badra … ο πολέμαρχος
Omar Sharif … αφηγητής (φωνή)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Roland Emmerich, Harald Kloser
Παραγωγή: Roland Emmerich, Mark Gordon, Michael Wimer
Μουσική: Harald Kloser, Thomas Wanker
Φωτογραφία: Ueli Steiger
Μοντάζ: Alexander Berner
Σκηνικά: Jean-Vincent Puzos
Κοστούμια: Renee April, Odile Dicks-Mireaux
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: 10,000 BC
- Ελληνικός Τίτλος: 10.000 π.Χ.
Παραλειπόμενα
- Ο Emmerich δεν ήθελε διάσημους ηθοποιούς, ώστε να μην αποσπαστεί το βλέμμα από τον ρεαλισμό και το προϊστορικό τοπίο. Ήταν όμως κι ένας τρόπος να κρατηθεί χαμηλά το μπάτζετ.
- Ο σκηνοθέτης κατονόμασε ως επιρροές του τα λογοτεχνικά έργα του Robert E. Howard, την ταινία Ο Πόλεμος για τη Φωτιά (1981) και το βιβλίο Fingerprints of the Gods.
- Γυρίσματα έγιναν σε Νότια Αφρική, Ναμίμπια, Νέα Ζηλανδία και Ταϊλάνδη.
- Για να δημιουργηθούν τα ψηφιακά εφέ, χρειάστηκε πρώτα 18 μήνες έρευνα και σχεδιασμός.
- Ο Emmerich απέρριψε την ιδέα να μιλάνε οι ήρωες κάποια αρχαία γλώσσα (όπως το Apocalypto), σκεπτόμενος ότι θα χάνονταν ο συναισθηματικός σύνδεσμος με τον θεατή. Προσλήφθηκε όμως ο γλωσσολόγος Brendan Gunn, μια κι έπρεπε να βρεθεί μια κατάλληλη προφορά. Για κάποιες φράσεις που ακούγονται από τον σαμάνο, επιστρατεύτηκαν αφρικανικές διαλέκτοι.
- Σε εναλλακτικό φινάλε, υπάρχει μία ακόμα σκηνή που τοποθετείται αρκετά χρόνια στο μέλλον.
- Η ταινία αρχικά ετοιμάζονταν για την Columbia Pictures, αλλά η Sony που την έλεγχε αποφάσισε ότι δεν χωρούσε στον προγραμματισμό της. Το κενό καλύφθηκε εντέλει από τη Warner Bros.
- Το φιλμ γνώρισε την άρνηση της κριτικής, θεωρούμενη ως η χειρότερη του Emmerich, αλλά πέτυχε να αποσπάσει 269,8 εκατομμύρια δολάρια από τα ταμεία, έναντι κόστους των 105.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 27/2/2008
Πήρα, που λέτε, το τσεκούρι του πολέμου, πήρα και το φτυάρι της κριτικής (για παν λογικό ενδεχόμενο) και στρογγυλοκάθισα να δω το τελευταίο «πόνημα» του Roland Emmerich, επηρεασμένος κι εγώ από τα μαμούθ του τρέιλερ. Τι να σας πω τώρα… η ταινία είναι, σε γενικές γραμμές, μια αξιοπρεπέστατη και θεαματική πατατούλα!
Ο συμπαθής, γεννημένος στη Γερμανία, σκηνοθέτης επιστρέφει στις ρίζες του και συγκεκριμένα στο «Stargate» που τον ανέδειξε. Είναι πλέον φανερή η εμμονή του με το μυστήριο που περιβάλλει τις πυραμίδες και καθετί που αφορά την καταγωγή του ανθρώπου. Φυσικά ούτε κι εδώ θα πάρετε επιστημονικά στηριγμένες απόψεις, απλά είναι αλήθεια ότι είναι ένα θέμα που ιντριγκάρει πολλούς από εσάς, αλλά κι εμένα μαζί σας. Γύρω από αυτό το θέμα, ο Emmerich χτίζει μια κάπως αλλοπρόσαλλη θεωρητικά ιστορία, και κάνει το, συχνό για το Χόλιγουντ, λάθος (λάθος, καθαρά εμπορική λογική, ή δημιουργική βαρεμάρα;) να προσομοιάζει τη λογική ανθρώπων που υπήρξαν π.Χ. με τη σύγχρονη δική μας. Αυτή η ιστορία έχει κάτι από την έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο, αλλά το πρόβλημα είναι ότι μπροστά στις κατά DeMille «Δέκα Εντολές» ωχριά απίστευτα. Ωχριά και σαν ιστορία (να τολμήσω να πω φαντασία ή θα προκαλέσω αντιπάθειες;), αλλά και σαν θέαμα, παρότι η εξέλιξη των εφέ από το 1956 σίγουρα θα προέβλεπε το αντίθετο.
Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στη συνταγή του σκηνοθέτη, που κι εδώ εφαρμόζεται κατά γράμμα, αλλά στο ότι δεν μπορείς να γυρίσεις πλέον μια τέτοιου όγκου υπερπαραγωγή μονάχα με 105 εκατομμύρια δολάρια. Οι εξάρσεις της δράσης είναι φτωχές σε όγκο και διάρκεια, αλλά κυρίως η τελική μάχη αρχίζει και τελειώνει μέσα σε πέντε, περισσότερο δε στατικά λεπτά. Η συνταγή, λοιπόν, του Emmerich είναι απλή και δοκιμασμένη. Λίγες κι όσο το δυνατόν σύντομες «κοιλιές», για να μη βαριέται ο θεατής. Πλατιά και εξωπραγματικά, σε θέμα, πλάνα που γεμίζουν το μάτι κι ενθουσιάζουν τους φίλους του μεγάλου. Ήρωες με αδυναμίες, που σου προκαλούν την απορία για το πώς θα τα καταφέρουν στην αποστολή τους. Λίγος αγνός έρωτας, σταγόνες χιούμορ και καμία σταγόνα αίμα για να βγει η ταινία κατάλληλη για όλους. Σινεμά δημιουργού δηλαδή; Μη γελάτε, μπορεί στο μέλλον να πάνε τόσο άσχημα τα πράγματα που να το νοσταλγούμε κι αυτό…
Επί του συνόλου, ταυτόχρονα πλούσιο και φτωχό θέαμα, που θα ικανοποιήσει πλήρως τις μικρότερες ηλικίες, αλλά δεν συγκαταλέγεται καν στις καλύτερες στιγμές του Emmerich, και δεν μιλάμε για κάνα ιδιαίτερο ύψος. Πλούσιο είναι σαν εναλλαγή περιβαλλόντων χώρων (πάγος, ζούγκλα, έρημος), ωραίες widescreen εικόνες με μαμούθ και πυραμίδες, ενώ στα θετικά προστίθενται και οι μη αναλωμένοι ηθοποιοί (σχεδόν όλοι είναι άγνωστοι), το συγκρατημένο σενάριο σε θέματα παραλογισμού της δράσης κι εξωπραγματικών χαρακτήρων, αλλά και οι μικρές σε χρόνο σκηνές δράσης εμπλουτίζονται με τα ενδιαφέροντα ψηφιακά θηρία της προϊστορικής εποχής. Επί ματαίω, όμως, αφού τα αρνητικά θα μπορούσαν να γεμίσουν τη βάση του κομπιούτερ μου. Βασικά, είναι πολύ λίγο για υπερπαραγωγή, οι φίλοι του φανταστικού σινεμά κάνοντας τη σύγκριση με αγαπημένες τους ταινίες θα τη βρουν πολύ κατώτερη και σαν ιδέα και σαν δράση, το σενάριο είναι πιο φτωχό και… από τον επαίτη της γειτονιάς μου, αλλά και η χρήση των -καλών του- εφέ είναι απαράδεκτα μικρή. Όσο για την ενδεχόμενη άποψη του Emmerich ότι οι πυραμίδες κατάγονται από τα αστέρια… αυτή είναι μια ιστορία για μια, ελπίζουμε, άλλη και καλύτερη υπερπαραγωγή του.
Βαθμολογία: