Συντάκτης: Σταύρος Γανωτής

Ορμώμενος από ένα σχόλιο αναγνώστη μας, είπα να εκφράσω ανοιχτά κάποιες σκέψεις που έχω πάνω στη σχέση κοινού και κριτικών. Γενικά θεωρώ ότι ποτέ δεν έχει μπει μια ορθή οριοθέτηση πάνω στο πώς αυτή πρέπει να κινείται αλλά και γενικότερα πάνω στην ουσία της. Αν κατηγορώ κάποιον από τους δύο αυτούς πόλους για την όλη παρερμηνεία; Σίγουρα θα στραφώ στους κριτικούς, κι αυτό επειδή μιλάμε για μια «κοινότητα» ελαχίστων ανθρώπων σε σχέση με το «αχανές» κοινό, ενώ επιπλέον έχει την άμεση ευχέρεια της δημόσιας έκφρασης λόγου. Επειδή όμως η επιγραμματική επίρριψη ευθυνών αναπαράγει διαχωρισμούς και όχι χρυσές τομές, ας το δούμε πιο χαλαρά το όλο ζήτημα ξεκινώντας με μια αντιστοιχία…

Ας αφήσουμε λοιπόν για λίγο τους κριτικούς και ας πάμε σε έναν κλάδο που χαίρει σίγουρα μεγαλύτερης εμπιστοσύνης: τον ιατρικό. Έχοντας ένα πρόβλημα υγείας, δεν περιμένουμε από τον γιατρό μας να συμμεριστεί τις θεωρίες μας πάνω στο τι συμβαίνει στον οργανισμό μας, και θέλοντας ή μη θα αποδεχτούμε την επιστημονική του διάγνωση. Επίσης, ο γιατρός δεν θα υποχρεώσει ποτέ τον ασθενή να ακολουθήσει τη θεραπεία που αυτός θα συστήσει, με τον ασθενή να έχει το ελεύθερο να πράξει αυτό που η επιστήμη του επιτάσσει ή όχι. Άλλωστε υπάρχει ένας επιστημονικός τομέας που ονομάζεται ψυχολογία και ενώ είναι αναγνωρισμένα πλέον ως ένας από τους καθοριστικότερους ως προς την ίαση μας, ο γιατρός δεν μπορεί να τον ακουμπήσει ιδιαίτερα. Εκεί είμαστε εμείς που έχουμε την ευθύνη να βοηθήσουμε τον εαυτό μας. Να σημειώσουμε πάνω σε αυτό το παράδειγμα ότι ο γιατρός δεν είναι κομπογιαννίτης, δεν έχει προσωπικό πρόβλημα με την ανθρωπότητα, τιμά και αγαπά την ιδιότητα του -αν δεν ισχύουν αυτά δύσκολα έτσι κι αλλιώς θα γίνουμε καλά.

Σε αυτό το παράδειγμα υπάρχει μια λέξη που κάνει τη διαφορά: «αναγκαιότητα». Αυτή είναι που στέκει ανάμεσα σε γιατρό και ασθενή και κάνει τον δεύτερο να απευθύνεται στον πρώτο έχοντας ανοιχτούς ορίζοντες ως προς το τι θα ακούσει. Επιστρέφοντας στο «κριτικό ζήτημα», το κοινό δεν κατανοεί ως ζήτημα ζωής και θανάτου το αν μια ταινία είναι εντέλει καλή ή όχι. Επιπλέον, η αναγκαιότητα ακυρώνεται στον νου του κι από το γεγονός ότι ο κριτικός δεν είναι ένας επιστήμονας με πτυχία κρεμασμένα στον τοίχο, και πράγματι υπάρχουν ακόμα και περιπτώσεις «αυτοανακήρυξης» σε ειδήμονες της τέχνης, ειδικά από τον καιρό που το ίντερνετ πολλαπλασίασε την ευχέρεια να παρουσιαστεί κάτι τέτοιο. Και το πιο καίριο από όλα είναι το γεγονός ότι εύκολα κάποιος παρατηρεί ότι οι κριτικοί δεν συμφωνούν μεταξύ τους, ενώ αντίστοιχα, πχ οι γιατροί, δεν θα αποκλίνουν εύκολα ο ένας από τη διάγνωση του άλλου. Άρα παίρνουμε δάδες και τσουγκράνες κυνηγώντας όσους κοσμούν με αστεράκια τα κείμενα τους; Μάλλον όχι, κι αυτό αφορά τη φύση της τέχνης.

Η τέχνη έχει δύο διαστάσεις: η μία αφορά αυτά που πιάνουν οι πέντε βασικές αισθήσεις μας, ενώ η άλλη αυτές τις αισθήσεις που οι άνθρωποι ακόμα δεν έχουμε φτάσει να καταχωρήσουμε με επιστημονικό τρόπο. Έχουμε δηλαδή από τη μία αυτό που βλέπουμε και ακούμε μπροστά σε μια μεγάλη ή μικρή οθόνη, και αυτό που εισπράττουμε κατά και μετά την παρακολούθηση εντός μας. Ο κριτικός επιβάλλεται να αναγνώσει στην εντέλεια όσα αφορούν το πρώτο -αν όχι ακυρώνεται εξαρχής ως «αδιάβαστος»-, αλλά επί του δεύτερου σκέλους ακροβατεί πάνω σε αυτά που του λένε οι γνώσεις του και οι προσωπικές του θεωρήσεις (θα μπορούσαμε να το ορίσουμε και ως «προσωπικοί του δαίμονες»). Με αιχμή το δεύτερο, ακόμα και καλοί κριτικοί μπορεί να καταλήξουν σε αντίρροπα συμπεράσματα, ακόμα κι αν έχουν διαβάσει δηλαδή την πρώτη διάσταση με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Η ευθύνη εδώ ενός κριτικού είναι πως επιβάλλεται να αποκαλύπτει εντός του κειμένου του το πού σταματάει η γενική του γνώση και πού αρχίζει η προσωπική του ανάγνωση. Να είναι σαφή δηλαδή τα σημεία που αφορούν το τι εισέπραξε εντός του σε σχέση με αυτά που παρακολούθησε ή θα παρακολουθήσει και ο τελευταίος θεατής. Ακόμα όμως περισσότερο, πρέπει μέσω γενικών κειμένων να ανοίγει τον εαυτό του και να «μαρτυράει» την οπτική του πάνω σε θέματα που αφορούν την τέχνη που υπηρετεί, ώστε ο θεατής να γνωρίζει αν έχει χημεία μαζί του, αν μπορεί να του δώσει πράγματα και όχι να τον κάνει να αισθάνεται «εκτός». Αυτό το τελευταίο μπορεί εύκολα να παρατηρηθεί και λόγω του ύφους του κριτικού, που μπορεί να είναι είτε «αβάσταχτα» ακαδημαϊκό, είτε στην άλλη όχθη υπερβολικά επιθετικό -προσωπικά πάντα επιλέγω τα ενδιάμεσα αυτών, θεωρώντας ότι στα άκρα ποτέ δεν μπορεί να κρύβεται αλήθεια στο σύνολο της.

Πάμε πάλι λίγο στους θεατές. Ο κριτικός δεν επιβάλει άποψη και είναι λάθος αν προσπαθήσει -συνήθως μέσω επιθετικού ύφους- να το πράξει. Ως κοινό, ο καθένας έχει την ελευθερία να εισπράξει από μια ταινία αυτό που του άπλωσε σε όλες του τις αισθήσεις, και αν αυτό τον έκανε να αισθανθεί όμορφα ή πιο πλούσιο σε σκέψεις, δεν έχει ανάγκη καμίας επιβεβαίωσης από τις κριτικές. Ο υποκειμενισμός ενός θεατή όχι μόνο δεν είναι έγκλημα, αλλά είναι και απόδειξη ατομικής ελευθερίας του πνεύματος. Η τέχνη αφορά τον ψυχισμό μας, και όπως ο εκάστοτε καλλιτέχνης που τη δημιουργεί έχει κάθε δικαίωμα να είναι υποκειμενικός, αντίστοιχα έχει και ο θεατής. Και για να είμαι και πιο αναλυτικός πάνω σε αυτό, στη διαδρομή μας πάνω στον κόσμο μπορεί να αλλάξουμε άποψη και αισθήματα τόσες και τόσες φορές, ακόμα και πάνω σε παρόμοιες έννοιες. Η αναθεώρηση των εντός μας και των έξω μας είναι δεδομένη, και μαζί δεδομένα «τρελό» είναι να θέλουμε με το ζόρι κάποιος να αγγίξει μια συγκεκριμένη στιγμή της πορείας μας -πχ στα νιάτα μας-, όταν εμείς οι ίδιοι μπορεί μεγαλώνοντας να την αναθεωρήσουμε. Αλλά και ακόμα κι αν δεν αλλάξει τίποτα μέσα στις σκέψεις μας με το πέρασμα των χρόνων, είναι απαράδεκτο να θεωρούμε ότι μια φάλτσα παιδεία και ένα γενικότερο κοινωνικό σύστημα που ολοένα και φανερώνει τις τραγικές του αδυναμίες ήτα αρκετά όπλα για να μας έχουν κάνει εξπέρ στην τέχνη -δηλαδή έναν τομέα της ανθρώπινης πορείας που τόσο μα τόσο σπάνια ευθύνεται για τα δεινά μας, ενώ αντίθετα πρωτοστάτησε στην πρόοδο μας, αισθητικά, ιδεαλιστικά ή γνωσιακά. Αγαπάμε λοιπόν τον εαυτό μας και τις σκέψεις του, αλλά προσπαθούμε να μεταδώσουμε και στους δίπλα μας αυτές για τις οποίες έχουμε δώσει τη μάχη της μελέτης ενός ή περισσότερων τομέων τους. Επιστρέφοντας στον γιατρό, καλό είναι να τον ακούσουμε σε όσα θα μας πει για την υγεία μας, αλλά ας μη του ζητήσουμε να μας προτείνει μια ταινία για το βράδυ…

Επιστροφή στους κριτικούς. Πρώτα από όλα, πρέπει εσωτερικά -και υπάρχουν τρόποι- να ξεχωρίσουν οι διαβασμένοι από τους αδιάβαστους, ώστε οι τελευταίοι να μη χαλάνε την εικόνα του συνόλου. Στη χώρα μας υπάρχει καλή κριτική και είναι πολύ κρίμα να μην παίζει τον παραμικρό ρόλο σε αυτό που αποκαλούμε πνευματικό κόσμο. Κάποτε αυτό ήταν δεδομένο, αλλά επίσης κάποτε συμπληρώνονταν από συγκεκριμένη πολιτική θεώρηση και χάνονταν το δάσος. Τώρα που αυτού του τύπου οι θεωρήσεις απέδειξαν τα στενά ιστορικά τους όρια, οι σύγχρονοι κριτικοί πρέπει να αποδείξουν πολύπλευρα ότι είναι κομμάτια όλων των διαλόγων που αφορούν σκέψη. Ο κινηματογράφος είναι τόσο απλωμένος μέσα σε αυτά που μας αφορούν άμεσα ως κοινωνία, που έτσι κι αλλιώς ένας κριτικός επιβάλλεται να έχει σφαιρική γνώση και άποψη για όσα ζούμε, και να κοινωνεί δημόσια όσα καρπώνεται μέσα από τη μελέτη της τέχνης. Δεν είναι δυνατόν δηλαδή να έχεις μελετήσει Μπέργκμαν, Αντονιόνι αλλά ακόμα και Σπίλμπεργκ και να μην έχεις μια καλή άποψη να μοιραστείς πάνω στην ψυχολογία της κοινωνίας και τα εσωτερικά προβλήματα που τη διέπουν. Κουράστηκα αληθινά να θυμάμαι κριτικούς παλιότερων δεκαετιών να αγγίζουν το γενικότερο γίγνεσθαι, και τις τελευταίες δεκαετίες να ακούω αντίστοιχους να τσακώνονται για τα πιο ευτελή ζητήματα. Κουράστηκα επίσης να βλέπω κριτικούς τέχνης να αναλαμβάνουν ρόλους lifestyle αναλυτών, αλλά και να παρουσιάζουν ένα έργο αντί να το αναλύουν.

Να πω όμως και κάτι στο εν κατακλείδι πιστεύοντας ότι θα καλύψει και τους μεν και τους δε; Η τέχνη και δη ο κινηματογράφος είναι ένας χώρος τόσο πλούσιος, που τα πλούτη αυτά καλύπτουν τους κόκκους της άμμου όλων των παραλιών μας. Ο θεατής ας ξεχωρίσει είτε αυτούς τους κριτικούς που μοιράζεται κοινούς τόπους σκέψεων ή εναλλακτικά ας αποδεχτεί επιτέλους τον μέσο όρο των θεωρήσεων τους αναζητώντας αυτό που ονομάζεται εξειδικευμένη γνώμη, και ο κριτικός ας αντιληφθεί το βάρος της εξειδίκευσης του αυτής και να την υπηρετεί μόνο αν μπορεί να αντιληφθεί το τι σημαίνει «υπηρετώ». Από εκεί και πέρα αφήνουμε τους ίδιους τους δημιουργούς να παράγουν σκέψεις, αισθήσεις, απόψεις αλλά ακόμα και φάλτσα έργα, μια και χωρίς όλους αυτούς θεατές και κριτικοί απλά παύουν να υφίστανται. Είτε υπό τη σινεφιλική έννοια, είτε καθαρά ψυχαγωγικά. Αλλά και επιτέλους, ας αποδεχτούμε την υπερ-αναγκαιότητα της καλής τέχνης, αν θέλουμε να μιλάμε για ανθρώπινο πολιτισμό σε όλες του τις διαστάσεις, και ο κριτικός είναι το νούμερο ένα όπλο μας ως προς την ανεύρεση της. Ακόμα και μην ευστοχεί πάντα, δεν έχουμε αντικειμενικά άλλο τόσο ισχυρό…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *