Συντάκτης: Γιώργος Ξανθάκης

Ο αμερικανός Nicholas Ray είναι ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα για τη θεωρία του «auteur»,  που διατύπωσαν οι κριτικοί και οι σκηνοθέτες του γαλλικού Νέου Κύματος, ιδιαίτερα όσοι συνδέονταν με το επιδραστικό περιοδικό «Cahiers du Cinéma». Και αν ο πάντοτε υπερβολικός Jean Luc Godard είχε πει κάποτε ότι «ο κινηματογράφος είναι ο Nicholas Ray», για μια δεκαετία από το 1948 έως το 1958, αυτή η ρήση θα μπορούσε να δικαιολογηθεί. Ωστόσο, η καριέρα του στο Χόλιγουντ αν και έντονη και λαμπρή ήταν σχετικά σύντομη, θαρρείς και το κερί της δημιουργικότητας του να καιγόταν ταυτόχρονα κι από τις δυο άκρες.

Ο Ray σπούδασε αρχιτεκτονική (κάτι που βοήθησε στις συνθέσεις του στο CinemaScope ευρείας οθόνης), στη συνέχεια ασχολήθηκε με το πολιτικό θέατρο και το ραδιόφωνο στη Νέα Υόρκη, συνεργαζόμενος με τους Elia Kazan και John Houseman, και εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη του Kazan στο «A Tree Grows in Brooklyn» (1945). Ο Ray άρχισε να κάνει δικές του ταινίες κατά την τελευταία χρυσή εποχή του Χόλιγουντ (τη δεκαετία του 1950), αλλά η  πρόωρη παρακμή του συνέπεσε με την παρακμή όλου του αμερικανικού κινηματογράφου που συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του 1960.

Ένα από τα σπουδαία σκηνοθετικά ντεμπούτα όλων των εποχών ήταν το «They Live by Night», που γύρισε ο Ray τo 1947 και προβλήθηκε έναν χρόνο αργότερα. Προσαρμοσμένο από το μυθιστόρημα «Thieves Like Us» (1937) του Edward Anderson -μια ριζοσπαστική κριτική της αμερικάνικης κοινωνίας-, ήταν η συγκλονιστική ιστορία καταδίωξης από τον νόμο ενός νεαρού εγκληματία και της αφελούς φίλης του. Αν και οι μαρξιστές κριτικοί κατηγόρησαν τον Ray για έλλειψη κοινωνικής ανάλυσης και ντετερμινισμού, αυτό το υποδειγματικό νουάρ στην πραγματικότητα αφορά περισσότερο τον εγκλωβισμό, τη θυματοποίηση και την ανικανότητα να ξεφύγεις από το παρελθόν. Ο Ray έδειξε μια παθιασμένη ταύτιση με τους χαρακτήρες του, με τον ρομαντισμό του να απαλύνει τη διάχυτη ζοφερότητα του νουάρ, ενώ καθιέρωσε το συνεχές ενδιαφέρον του για μοναχικούς νεαρούς αθώους, ανήσυχους ξένους και μοναχικούς κακούς.

Το «A Woman’s Secret» (1949) άξιζε να γίνει περισσότερο γνωστό, καθώς είναι ένα ασυνήθιστο νουάρ μελόδραμα που επικεντρώνεται στην καταστροφική σχέση μεταξύ δύο γυναικών, που υποδύονται οι Maureen O’Hara και Gloria Grahame.

Το «Knock on Any Door» (1949) μοιάζει σχηματικό και διδακτικό στον τρόπο που ξετυλίγει τις αιτίες που οδηγούν έναν νεαρό κουκουλοφόρο στη δολοφονία (John Derek), με τον Ηumphray Bogart να είναι ο κοινωνικά συνειδητοποιημένος δικηγόρος που τον υπερασπίζεται.

In a Lonely Place

Το «In a Lonely Place» (1950) αποτελεί μια διεισδυτική μελέτη της καταναγκαστικής αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς ενός σεναριογράφου που ενεργοποιεί μία από τις καλύτερες ερμηνείες του Bogard. Το υπόγειο ρεύμα παράνοιας που κάνει την απόδοση του Bogard τόσο πειστική απηχούσε τη χρόνια κατάθλιψη με την οποία πάλεψε ο ίδιος ο Ray σε όλη του τη ζωή. Η ταινία έδειξε μια διαφορετική πλευρά του σταρ Bogart, στον ρόλο μιας βίαιης, αντιφατικής φιγούρας που όφειλε πολλά στην προσωπικότητα του Ray, ο οποίος αργότερα δήλωσε: «Ήμουν ο άνθρωπος που πήρε το όπλο από το χέρι του Bogart».

Ακολούθως ο Ray σκηνοθέτησε το νουάρ μελόδραμα «Born to Be Bad» (1950), με την Joan Fontaine στον ρόλο μιας μοιραίας γυναίκας που δολιχοδρομεί ανάμεσα σε διάφορες ανδρικές φιγούρες, καταστρέφοντας με τη σειρά κάθε μία από αυτές. Στο «Flying Leathernecks» (1951), o σκληροπυρηνικός ταγματάρχης Kirby (John Wayne) οδηγεί τη μοίρα των Wildcats στην ιστορική μάχη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο Γκουαδαλκανάλ.

Το ανησυχητικό νουάρ θρίλερ «On Dangerous Ground» (1951) είναι διχασμένο σε δύο διαφορετικά μέρη. Το πρώτο είναι μια ζοφερή απεικόνιση μιας πολυσύχναστης πόλης, όπου ένας βάναυσος αστυνομικός (Robert Ryan) κυνηγάει κακοποιούς σε σκοτεινούς δρόμους. Το δεύτερο είναι ένας μύθος για τη λύτρωσή του μέσω της αγάπης μιας τυφλής γυναίκας (Ida Lupino) σε μια χιονισμένη ορεινή περιοχή.

Μετά το γύρισμα τμημάτων του «Macao» (1952) του Josef von Sternberg και τμημάτων ταινιών πολλών άλλων σκηνοθετών, ο Ray σκηνοθέτησε μία από τις πιο αξιόλογες προσπάθειές του, το βαθιά μελαγχολικό «The Lusty Men» (1952). Ο Robert Mitchum έφερε τη χαρακτηριστική του στωική χάρη σε μια αξιομνημόνευτη απεικόνιση ενός κουρασμένου από τον κόσμο συνταξιούχου πρωταθλητή του ροντέο, που συμφωνεί γίνει μέντορας του αρχάριου διαγωνιζόμενου (Arthur Kennedy) ενάντια στις επιθυμίες της συζύγου του τελευταίου (Susan Hayward), που φοβάται τους κινδύνους αυτού του σκληρού σπορ.

Το επόμενο έργο του Ray ήταν το φροϋδικό, μπαρόκ γουέστερν «Johnny Guitar» (1954). Πολύ μακριά από τις συμβάσεις του είδους, είναι ένα ελεγειακό ποίημα για τον τρελό έρωτα ανάμεσα σε μια δυναμική ιδιοκτήτρια σαλούν (Joan Crawford) και έναν τυχοδιώκτη που παίζει κιθάρα (Sterling Hayden) μέσα σε ένα φόντο μίσους και υστερίας. Ορισμένοι ιστορικοί κινηματογράφου το θεώρησαν ως σχόλιο για την αντικομουνιστική υστερία της μακαρθικής περιόδου.

Μετά από το «Run for Cover» (1955), μια από ήσσονες προσπάθειες του Ray, ακολούθησε η ταινία που θεωρείται το απόλυτο αριστούργημά του, το «Rebel Without a Cause» (1955), ένα δράμα της νεανικής αποξένωσης που επιβεβαίωσε τη μαεστρία του Ray στη σύνθεση ευρείας οθόνης. Η Natalie Wood και ο Sal Mineo έδωσαν ανεξίτηλες ερμηνείες, αλλά ήταν η μέθοδος Stanislavsky του James Dean -μία από τις πιο εμβληματικές παραστάσεις της δεκαετίας του 1950- που μετέτρεψε την ταινία σε κάτι μυθικό.

Rebel Without a Cause

Το «Hot Blood» (1956) είναι μια συγκριτικά ξεχασμένη ταινία για τη ζωή των Ρομά στο Λος Άντζελες, αλλά το «Bigger than Life» (1956) αποτελεί ένα τρομακτικό κατηγορητήριο για την ουτοπία του αμερικανικού ονείρου που μετατράπηκε σε εφιάλτη. Ο James Mason πρωταγωνίστησε ως φιλόδοξος δάσκαλος που εθίζεται στην κορτιζόνη (τότε πειραματικό φάρμακο) και γίνεται όλο και πιο βίαιος απέναντι στους συναδέλφους και την οικογένειά του. Ο Ray συνθέτει μια πυρετώδη απεικόνιση της βασανισμένης ψυχικής κατάστασης του Mason, σε ένα από τα αλησμόνητα αριστουργήματα του.

Το «The True Story of Jesse James» (1957), βιογραφική ταινία βασισμένη χαλαρά στα τελευταία 18 χρόνια της ζωής του θρυλικού παράνομου Jesse James, απέσπασε ανάμεικτες κριτικές. Πολύ καλύτερη υποδοχή είχε το δράμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου «Bitter Victory» (1957), μια γαλλο-αγγλική παραγωγή με πρωταγωνιστές τους Curt Jurgens και Richard Burton.

Το «Wind Across the Everglades» (1958) ήταν μια ασυνήθιστη συνεργασία με τον συγγραφέα Budd Schulberg, που παρουσίαζε τον Christopher Plummer ως νεαρό ιδεαλιστή ορνιθολόγο στις αρχές της δεκαετίας του 1900, που με εντολή της κυβέρνησης προσπαθεί να σταματήσει τη σφαγή των κύκνων στους βάλτους της Φλόριντα από λαθροκυνηγούς.

Το «Party Girl» (1958) ήταν μια τελευταία επιστροφή στο είδος του φιλμ νουάρ, με πρωταγωνίστρια τη Cyd Charisse ως showgirl της δεκαετίας του 1930 από το Σικάγο, που αμφισβητεί τους δεσμούς της με ένα αφεντικό του συνδικάτου (Lee J. Cobb) χάρη στη συναισθηματική υποστήριξη ενός ανάπηρου ποινικού δικηγόρου (Robert Taylor).

Το σχεδόν ντοκιμαντερίστικο «The Savage Innocents» (1960) -μια διεθνής παραγωγή που γυρίστηκε στη Γροιλανδία, τον Καναδά και την Αγγλία- εξιστόρησε τον αγώνα ενός Εσκιμώου (Anthony Quinn) να κρατήσει την οικογένειά του ζωντανή κάτω από τις πιο αντίξοες φυσικές συνθήκες.

King of Kings

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Ray είχε ήδη γίνει ήρωας των γάλλων κριτικών και η φήμη του ήταν σε άνοδο. Θέλοντας να γίνει δημιουργικά ανεξάρτητος επέλεξε να κάνει δύο καλοπληρωμένα έπη, αν και κανένα από τα δύο δεν ταίριαζε στο  στυλ του. Παρ’ όλα αυτά στο -κριτικά και εμπορικά πετυχημένο- «King of Kings» (1961) υιοθέτησε μια σκόπιμα μη επική προσέγγιση στη ζωή του Ιησού, του οποίου η νατουραλιστική απεικόνιση από τον Jeffrey Hunter εγκωμιάστηκε. Δυστυχώς, έχασε τον έλεγχο και κατέρρευσε στο «55 Days at Peking» (1963) -με ένα καστ που περιλάμβανε τους Charlton Heston, Ava Gardner και David Niven-, το οποίο έπρεπε να ολοκληρωθεί από τον διευθυντή της δεύτερης μονάδας του, Andrew Marton. Μετά από αυτό, το κατεστημένο του Χόλιγουντ τον απέβαλλε για να γίνει ο ίδιος ένας από τους μοναχικούς περιπλανώμενους που τόσο είχαν αιχμαλωτίσει τη φαντασία του.

Αφού πέρασε έξι απογοητευτικά χρόνια στην Ευρώπη προσπαθώντας ανεπιτυχώς να γυρίσει μια νέα ταινία, τη δεκαετία του 1970 ο Ray επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες και δίδαξε κινηματογράφο σε πανεπιστήμια, όπου συνεργάστηκε με τους μαθητές του στην πειραματική ταινία «We Can’t Go Home Again» (1973). Λίγο πριν από το θάνατό του, μετά από 10ετή μάχη με τον καρκίνο, ο Ray εμφανίστηκε στο  «Lightning over Water» (1980) του Wim Wenders, ένα συγκινητικό αρχείο των τελευταίων μηνών της ζωής του.

Ο Ray ήταν μάστορας του μελοδράματος, με την ασύγκριτη ικανότητα να το συνδυάζει με άλλα είδη, όπως φιλμ νουάρ, γουέστερν και εφηβικές ταινίες. Οι ιστορίες του συχνά περιστρέφονταν γύρω από μοναχικούς και αντικομφορμιστές ήρωες, αντανακλώντας την έλξη του με τα θέματα τής μη συμμόρφωσης και της αποξένωσης. Οι ταινίες του είναι εμποτισμένες με συναισθηματική ένταση, με πρωτοποριακή ειλικρίνεια για την εποχή τους, με χαρακτήρες παγιδευμένους σε υπαρξιακούς αγώνες, βασανισμένους από τις πιέσεις των κοινωνικών κανόνων. Παρόλο που συνδέθηκε με τους αριστερούς σκηνοθέτες της κοινωνικής συνείδησης, τα έξι φιλμ νουάρ του επικεντρώνονται κυρίως σε ευάλωτες, καταδικασμένες φιγούρες, σε κοινωνικά απροσάρμοστους, και στηρίζονται σε έναν θεμελιώδη ρομαντισμό. Ο Ray ήταν αξιοσέβαστος από τους ηθοποιούς και συνήθως αποσπούσε δυνατές ερμηνείες, αλλά αυτές συμπληρώνονται από το «μάτι του αρχιτέκτονα» για υποβλητικές εικαστικές συνθέσεις και την εκφραστική χρήση της διακόσμησης, του φωτισμού και της κίνησης της κάμερας. Πάνω απ’ όλα, ο κινηματογράφος του λάμπει από έναν ένθερμο ανθρωπισμό, μια παθιασμένη συμπάθεια για τους ευάλωτους αουτσάιντερ και τους πληγωμένους απόκληρους.

Ο Nicholas Ray υπήρξε ένας ρομαντικός ποιητής του Χόλιγουντ, ο επαναστάτης «auteur» που κατάφερε να κάνει αξιοθαύμαστες ταινίες δίνοντας αδιάκοπες μάχες με τους παραγωγούς για να υλοποιήσει το όραμα του. Λατρεμένος από κάποιους, που είδαν σε αυτόν ένα είδος κινηματογραφικού Arthur Rimbaud, ιδωμένος με σκεπτικισμό  από άλλους για τους οποίους παραμένει αγαπητός αλλά όχι σημαντικός σκηνοθέτης, ο Ray κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου. Οι διαφωνίες του με τους παραγωγούς, το εκ νέου μοντάζ κάποιων εκ των ταινιών του, τα προβλήματα που αντιμετώπισε με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, η πρόωρη συνταξιοδότησή του το 1963 συνέβαλαν στη διαμόρφωση της εικόνας ενός καταραμένου σκηνοθέτη. Ωστόσο, παρά τα σκαμπανεβάσματα της καριέρας του, η κληρονομιά του παραμένει ανέπαφη και συνεχίζει να αναγνωρίζεται ως επιδραστικός δημιουργός, του οποίου το έργο χαρακτηρίζεται από συναισθηματικό βάθος, οπτική καινοτομία και μοναδική κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης.

Nicholas Ray, James Dean & Natalie Wood

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *