Anthony Mann (1906-1967): από τα b-νουάρ στα widescreen έπη
Συντάκτης: Γιώργος Ξανθάκης
Σήμερα ο αμερικανός σκηνοθέτης Anthony Mann μνημονεύεται περισσότερο για τα κλασικά του γουέστερν και τα ιστορικά έπη του. Ωστόσο, πριν από όλα αυτά, ο Mann διαμόρφωσε το σκηνοθετικό του στυλ με μια σειρά από εξαιρετικά φιλμ νουάρ, των οποίων η βαναυσότητα και ο υπαρξισμός προμήνυαν τα μεταγενέστερο έργο του.
Η πορεία της καριέρας του Mann σχημάτισε ένα σταθερά ανοδικό τόξο, με απότομη κάθοδο μόνο στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Αν και σκηνοθέτησε ταινίες από διάφορα είδη, η καριέρα του Mann μπορεί να χωριστεί σε τρεις ευδιάκριτες φάσεις: την πρώιμη περίοδο των -χαμηλού προϋπολογισμού- φιλμ νουάρ ·την ενδιάμεση των ψυχολογικών, σκεπτόμενων γουέστερν · την τελευταία περίοδο που αποτελεί και την συνεισφορά του στα ιστορικά έπη.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Mann ήταν το «Dr. Broadway» (1942), ένα γρήγορο, συναρπαστικό και γεμάτο ένταση θρίλερ με στοιχεία νουάρ. Ακολούθησαν τρία νουάρ μελοδράματα εκδίκησης -«Strangers in the Night» (1944), «The Great Flamarion» (1945) και «Strange Impersonation» (1946)- που αποκαλύπτουν τις στιλιστικές και θεματικές αναζητήσεις ενός εκκολαπτόμενου δημιουργού: χαρακτήρες παγιδευμένοι σε έναν εχθρικό κόσμο, με μοναδική διαφυγή τη βία ή την εμμονική τρέλα. Στο γοτθικό «Strangers in the Night» (1944), ένας βετεράνος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου ψάχνει για ένα κορίτσι της μικρής πόλης που γνωρίζει μόνο από αλληλογραφία: αυτό είναι το πρόσχημα για την αντιμετώπιση της σεξουαλικής απογοήτευσης που μεταμορφώνεται σε επικίνδυνη αυταπάτη και τελικά σε δολοφονία. Στο «The Great Flamarion» (1945), ένας σκοπευτής βοντβίλ (Eric Von Stroheim) παρασύρεται από τη «femme fatale» βοηθό του στη σκηνή για να σκοτώσει τον σύζυγό της. Στο «Two O’Clock Courage» (1945), ένας αμνησιακός (Tom Conway), που φοβάται ότι είναι ο μυστηριώδης άντρας σε μια υπόθεση δολοφονίας, αναζητά την αλήθεια με τη βοήθεια μιας γυναίκας οδηγού ταξί (Ann Rutherford). Στο απόκοσμο θρίλερ «Strange Impersonation» (1946), μια ερευνήτρια (Brenda Marshall), που διεξάγει πειράματα σε ένα νέο αναισθητικό, βρίσκεται παγιδευμένη σε έναν ιστό φόνων και εκβιασμών. Το «Bamboo Blonde» (1946) είναι ένα υβρίδιο μιούζικαλ και πολεμικής ταινίας για έναν πιλότο βομβαρδιστικών που ερωτεύεται μια τραγουδίστρια νυχτερινού κέντρου. Στο «Railroaded!» (1947), ένας σκληρός αστυνομικός (Hugh Beaumont) προσπαθεί να σώσει τον χαρακτήρα της Sheila Ryan από έναν ψυχοπαθή εγκληματία (John Ireland). Αν και η παραγωγή είναι φτηνή, η ταινία διασώζεται από την ερμηνεία του Ireland που φαίνεται να απολαμβάνει να υποδύεται τον κακό -με χόμπι να ξυλοκοπεί τις φίλες του και να αρωματίζει τις σφαίρες του με το άρωμά τους.
Στη συνέχεια ο Mann σκηνοθέτησε μια σειρά εξαιρετικών νουάρ που παρουσίαζαν ένα άψογο οπτικό στυλ. Στο «Desperate» (1947), ένας οδηγός φορτηγού (Steve Brodie) έρχεται σε σύγκρουση με έναν γκάνγκστερ (Raymond Burr) και τη συμμορία του, και πρέπει να τρέξει για να σώσει τη ζωή του. Αμέσως μετά ο Mann είχε τη τύχη να συνεργαστεί με ένα ταλαντούχο και καινοτόμο κινηματογραφιστή που ζωγράφιζε με το φως, τον John Alton, σε έξι ταινίες: «T-Men» (1947), «Raw Deal» (1948), «He Walked By Night» (1948), «Reign of Terror» (1949), «Border Incident» ( 1949) και «Devil’s Doorway» (1950). Η «οπτική συμφωνία» των Mann και Alton είχε την ιδιαιτερότητά να συνδυάζει τον εξπρεσιονιστικό φωτισμό με τον ημι-ντοκιμαντέρ ρεαλισμό, με χρήση βαθιών σκιών και έντονου φωτισμού που συνέβαλε ουσιαστικά στον αισθητικό καθορισμό του φιλμ νουάρ.
Οι Dennis O’Keefe και Alfred Ryder είναι οι «T-Men» (1947), πράκτορες του υπουργείου οικονομικών που προσπαθούν να εξαρθρώσουν μια συμμορία παραχαρακτών, σε αυτό το αστυνομικό θρίλερ με στυλ ημι-ντοκιμαντέρ. Ωστόσο το καλύτερο νουάρ του Mann είναι το «Raw Deal» (1948), μια συγκινητική ιστορία καταδικασμένης αγάπης που αφηγείται ασυνήθιστα από μια γυναίκα (Claire Trevor). Ήρωας είναι ένας κατάδικος (Dennis O’Keefe) που δραπετεύει για να εκδικηθεί τον τέως συνεργό του (Raymond Burr) που τον είχε ενοχοποιήσει. Κάθε καρέ, κάθε πλάνο είναι μια ωδή στη νουάρ αισθητική -ένα συναρπαστικό μπαλέτο φωτός και σκιάς.
Στο «He Walked by Night», ο Mann αντικατέστησε στα γυρίσματα τον Alfred L. Werker, αλλά η ταινία έχει το χαρακτηριστικό ημι-ντοκιμαντέρ στυλ του Mann και μια συναρπαστική σεκάνς τελικής καταδίωξης στους σπηλαιώδεις υπονόμους του Λος Άντζελες. Η φάση του νουάρ κορυφώθηκε με το «Border Incident» (1949), όπου δυο ομοσπονδιακοί πράκτορες (Ricardo Montalban και George Murphy), προσπαθούν να σταματήσουν τη διακίνηση μεξικανών μεταναστών στα σύνορα προς τις ΗΠΑ. Η ταινία υπογράμμισε το χάρισμα του Mann να προσθέτει στο συγκλονιστικό δράμα κοινωνικοπολιτικές παραμέτρους, ενώ συμπεριλαμβάνει και μια αποτρόπαιη σκηνή με κινούμενη άμμο.
Συχνά αποκαλούμενο «ιστορικό» φιλμ νουάρ, το «Reign of Terror/The Black Book» (1949) είναι ένα θρίλερ που διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από τον Ροβεσπιέρο (Richard Basehart) και την εμμονή του να εντοπίσει τη «Μαύρη Βίβλο» που περιείχε τα ονόματα των αντεπαναστατών. Οι Mann και Alton δημιούργησαν ένα μπαρόκ αριστούργημα, στο οποίο κάθε καρέ συντίθεται ασυνήθιστα, τα κλειστοφοβικά κοντινά πλάνα αντιπαρατίθενται με εξαιρετικά υψηλές ή χαμηλές γωνίες λήψης, το μοντάζ είναι τραχύ και αποπροσανατολιστικό. Αυτές οι τεχνικές συνθέτουν έναν εφιαλτικό κόσμο, του οποίου η βία δείχνεται ακόμη πιο βάναυση και γκροτέσκο.
Στο «Side Street» (1950), ο Mann προσπάθησε να αξιοποιήσει την επιτυχία του «They Live by Night» (1948) του Nicholas Ray, χρησιμοποιώντας το ίδιο πρωταγωνιστικό ζευγάρι των Farley Granger και Cathy O’Donnell. Ωστόσο, η ταινία στερείται τον ρομαντισμό του Ray, καθώς η ιστορία παρουσιάζεται ως ένα ημι-ντοκιμαντέρ της ζωής στη Νέα Υόρκη. Ο Mann επικεντρώνεται κυρίως στην υπαρξιστική απελπισία ατόμων παγιδευμένων σε ένα εχθρικό και αλλοτριωτικό περιβάλλον, με τον χαρακτήρα του Joe Norson (Granger) να είναι το αρχετυπικό «ανθρωπάκι» -θύμα σκοτεινών δυνάμεων πέρα από τον έλεγχό του.
Η δεκαετία του 1950 έφερε μια μεγάλη στροφή στην καριέρα του Mann. Καθώς το είδος του φιλμ νουάρ άρχισε να φθίνει σε δημοφιλία, ο Mann στράφηκε προς το γουέστερν, με ταινίες γεφύρωσης τα «Border Incident» (1949) και «Devil’s Doorway» (1950). Το πρώτο έδειχνε ένα γουέστερν τοπίο με νουάρ ύφος, ενώ η ζοφερή ιστορία του δεύτερου για την τραγική μοίρα ενός ινδιάνου προβάλλει νουάρ στοιχεία, όπως το ψυχολογικό και συναισθηματικό βάθος του βασικού ήρωα (Robert Taylor).
Το «Winchester ’73» (1950) σηματοδότησε την αρχή της συνεργασίας του Mann με τον James Stewart, έναν από τους πιο σεβαστούς ηθοποιούς της εποχής, δημιουργώντας ένα δίδυμο που έγινε θρύλος. Ακολούθησαν άλλες επτά ταινίες::«Bend of the River» (1952), «The Naked Spur» (1953), «Thunder Bay» (1953), «The Glenn Miller Story» (1954), «Far Country» (1954), «Strategic Air Command» (1955) και «The Man from Laramie» (1955). Με την απήχησή του στον καθημερινό άνθρωπο, ο Stewart έφερε ευπάθεια και ψυχολογικό βάθος, ενώ ο Mann εμφύσησε την ένταση και τις νουάρ ευαισθησίες του συνθέτοντας συναρπαστικές εξερευνήσεις φιλοδοξίας, προδοσίας και λύτρωσης.
Με τη φήμη του να αυξάνεται, ο Mann συνέχισε να φτιάχνει και άλλα γουέστερν με μεγάλη εκτίμηση, όπως τα «The Last Frontier» (1955) με τον Victor Mature, «The Tin Star» (1957) με τον Henry Fonda και κυρίως το «Man of the West» (1958) με τον Gary Cooper.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Mann έδειξε να προσαρμόζεται στην εποχή, αξιοποιώντας τη δύναμη της ευρείας οθόνης και αναδεικνύοντας τη μαεστρία του και στην επική αφήγηση. Η ευρεία οθόνη έγινε ένα ταμπλό πάνω στο οποίο ο Mann ζωγράφιζε τις αφηγήσεις του, χορογραφώντας σχολαστικά τις μεγάλες μάχες, χωρίς να χάνει ποτέ από τα μάτια του τις οικείες, προσωπικές ιστορίες. Ως αποτέλεσμα προέκυψαν θεαματικά έπη, όπως τα «Cimarron» (1960), «El Cid» (1961), «The Fall of the Roman Empire» (1964) και «The Heroes of Telemark» (1965). Όμως καθώς προχωρούσε η δεκαετία του 1960, σταδιακά οι ταινίες του έδειχναν ολοένα και πιο ξεπερασμένες. Το τελευταίο έργο του, «A Dandy in Aspic» (1968), ήταν ένα νεο-νουάρ πολιτικό θρίλερ, με πρωταγωνιστή τον Lawrence Harvey στον ρόλο διπλού πράκτορα. Ο Mann πέθανε στη διάρκεια των γυρισμάτων και η ταινία ολοκληρώθηκε από τον Harvey.
Αναμφισβήτητα ο Anthony Mann είναι ο σημαντικότερος ιθαγενής αμερικανός σκηνοθέτης του φιλμ νουάρ. Εξαιρετικός αφηγητής, με ισχυρή εικαστική αίσθηση, ικανότητα απεικόνισης της συναισθηματικής αναταραχής των χαρακτήρων και μοναδική ικανότητα να χρησιμοποιεί το περιβάλλον ως χαρακτήρα: είτε επρόκειτο για την αστική ζούγκλα στα νουάρ του, είτε για τα αχανή τοπία στα γουέστερν του. Αν και η σύνθεση των κάδρων του τείνει προς τον νοηματικό συμβολισμό, σπάνια οι εικόνες είναι υπέρμετρα φορτωμένες: ένα άγονο τοπίο μπορεί να συμβολίζει την αποξένωση ή ένα διαφαινόμενο βουνό να αντιπροσωπεύει μια ανυπέρβλητη προσωπική πρόκληση. Οι κεντρομόλες δυνάμεις στα νουάρ του Mann έλκουν συνεχώς στο πυρηνικό θέμα των «ευφυών, στοχαστικών ανδρών που, από τις περιστάσεις, οδηγούνται στη βία» μέσα σε έναν εχθρικό μεταπολεμικό κόσμο. Οι θετικοί του ήρωες είναι πολυδιάστατοι, με ελαττώματα, αρετές και εσωτερικές αντιφάσεις, επιδιώκουν ακατάπαυστα τη δικαιοσύνη, ακόμη κι αν στην πορεία χρειαστεί να παραβιάσουν τον νόμο. Όμως ακόμη και οι κακοί δεν είναι ποτέ μονοδιάστατοι, έχουν βάθος, κίνητρα και τρωτά σημεία.
Αν και ο Mann ανατέμνει τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ψυχής, οι ταινίες του δεν στερούνται ποτέ ελπίδας. Υπάρχει πάντα ένα φως, έστω αμυδρό, στο τέλος των σκοτεινών τούνελ της αφήγησης, απόδειξη του αδάμαστου ανθρώπινου πνεύματος, στο οποίο πίστευε ο βαθιά ουμανιστής αμερικανός δημιουργός .