Συντάκτης: Γιώργος Ξανθάκης

Άραγε οι ταινίες του Alfred Hitchcock μπορούν να θεωρηθούν φιλμ νουάρ; Αυτή η ερώτηση διαχρονικά διχάζει τους θεωρητικούς του κινηματογράφου. Αν και ο ρόλος του Hitchcock δεν είναι τόσο κομβικός όσο αυτός του Fritz Lang στην ανάπτυξη του φιλμ νουάρ, η σχέση του με το συγκεκριμένο είδος υπήρξε αμφίδρομη: επηρεάστηκε από αυτό αλλά και αντίστροφα ήταν επιδραστικός στην άνθηση του. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι προκειμένου να προωθήσει το χιτσκοκικό σασπένς, χρησιμοποιούσε πολλά στοιχεία του φιλμ νουάρ. Ενσωμάτωσε στην κινηματογράφησή του χαμηλούς φωτισμούς, σκιές ή κάγκελα πάνω στα πρόσωπα  υπονοώντας την ενοχή ή την αθωότητά τους, αναδρομές στο παρελθόν, αντανακλάσεις πάνω σε κυρτό γυαλί απροσδόκητες λήψεις και λοξά κάδρα. Η προσθήκη υποβλητικής μουσικής, ειδικότερα του Bernard Hermann, υποκινεί τη συναισθηματική εμπλοκή του θεατή, ο οποίος περιμένει με κομμένη την ανάσα την κορύφωση με το πιο δυνατό κρεσέντο. Ως εκ τούτου, πολλά από τα σκοτεινά θρίλερ και εγκληματικά μελοδράματα του, όπως τα «Rebecca», «Suspicion», «Shadow of a Doubt», «Spellbound», «Notorious», «The Paradine Case», «Rope», «Strangers on a Train», «I Confess», «The Wrong Man», «Vertigo», «Psycho», «Marnie», «Frenzy», αν και δεν υιοθετούν πλήρως τους κώδικες του φιλμ νουάρ, μπορούν να τοποθετηθούν μέσα  στα ευρύτερα όρια του. Ωστόσο, αυτό δεν έχει αναγνωριστεί ευρέως, καθώς υπάρχει μια τάση αυτά τα έργα να θεωρούνται ως «sui generis» χιτσκοκικά.

Γεννημένος στο Λονδίνο, ο Hitchcock μεγάλωσε σε μια καθολική οικογένεια της κατώτερης μεσαίας τάξης και φοίτησε σε ένα σχολείο Ιησουιτών, όπου έμαθε τις συνέπειες της αμαρτίας και του εγκλήματος. Μιλώντας για την παιδική του ηλικία έκανε συχνά αναφορές στα στοιχεία του φόβου, της τιμωρίας, αλλά και στο στοιχείο του σασπένς, της εκκρεμότητας και της αναμονής που κάνει ακόμα πιο τρομαχτική την αναμενόμενη τιμωρία. Αυτό τον επηρέασε καλλιτεχνικά τόσο πολύ ώστε να αποκαλείται «Ο άνθρωπος που κινηματογράφησε τον φόβο καλύτερα από κάθε άλλον».

Η Βρετανική Περίοδος

Αυτή η φάση της καριέρας του Hitchcock αποτελεί μια περίοδο μαθητείας στον βωβό κινηματογράφο, ανάπτυξης ενός προσωπικού ύφους, εμβάθυνσης πάνω στους όρους του θρίλερ, και κυρίως τελειοποίησης των διάφορων τεχνικών του: της εφαρμογής της λιτότητας και της διαύγειας, της χρήσης του μοντάζ και των οπτικών στοιχείων για την απόδοση λεπτών συναισθημάτων. Ακόμα είναι η περίοδος που παγιώνονται τα βασικά του θέματα: του αθώου που κατηγορείται, της καταδίωξης, της μεταφορά της ενοχής, της ηδονοβλεψίας, τα οποία θα συνεχίσει να τα αναπτύσσει και στην αμερικάνικη περίοδο, αλλά με πολύ πιο σύνθετο τρόπο, και με πολύ περισσότερους πειραματισμούς. Οι βασικές αφηγηματικές στρατηγικές του Hitchcock τυποποιούνται ήδη από την πρώτη περίοδο με δυο βασικά συστατικά: το σασπένς και το MacGuffin. Το σασπένς είναι ένα συναίσθημα που στηρίζεται στη συγκίνηση του θεατή που συμπάσχει και αγωνιά για τον ήρωα. Πέραν από τη συμπάθεια προς τον ήρωα, υπάρχει και το θέμα της αναμονής, της εκκρεμότητας ενός κρίσιμου γεγονότος, για το οποίο ο θεατής είναι πάντα πιο μπροστά, καθώς γνωρίζει πληροφορίες που αγνοεί ο ήρωας.

Όσον αφορά το McGuffin, είναι στην ουσία ένα αφηγηματικό τέχνασμα: το πρόσχημα της πλοκής, η αφορμή για την ιστορία, ο επιδιωκόμενος στόχος των ηρώων. Πρόκειται για το αντικείμενο που αναζητούν όλοι κυρίως σε κατασκοπικές ταινίες (στρατιωτικά σχέδια, μικροτσίπ, φωτογραφίες, ντοκουμέντα κ.α). Ο Hitchcock προσπαθεί αυτό το πρόσχημα να προωθεί την πλοκή, αλλά να είναι αδιάφορο ως προς την έκβαση της ταινίας, π.χ. στο «39 Steps» είναι τα σχέδια για μια αθόρυβη μηχανή αεροπλάνου, ενώ στο «Notorius» ραδιενεργό ουράνιο κρυμμένο σε μπουκάλια κρασιού.

Η πιο αξιόλογη από τις βωβές ταινίες του Hitchcock, είναι το «The Lodger» (1926), ένα μυστήριο τρόμου βασισμένο στις δολοφονίες του Τζακ του Αντεροβγάλτη. Ακόμη και η πολύ πρώιμη αυτή ταινία περιέχει έντονα στοιχεία νουάρ στη παρουσίαση ενός ύποπτου άνδρα (Ivor Novello) που φαίνεται να είναι υπεύθυνος για τις δολοφονίες, και στον ατμοσφαιρικό φωτισμό υψηλής αντίθεσης που δείχνει τη γνώση του εξπρεσιονισμού από τον Hitchcock -είχε εργαστεί στη Γερμανία τα δύο προηγούμενα χρόνια- και την οπτική του εφευρετικότητα. Το «Lodger» περιέχει επίσης την πρώτη από τις cameo εμφανίσεις του σκηνοθέτη.

Το «Blackmail» (1929) ήταν άλλος ένας προπομπός του βρετανικού νουάρ. Η Alice (Anny Ondra), η οποία σκοτώνει κατά λάθος τον άνδρα που προσπάθησε να τη βιάσει, γλιτώνει από τον εντοπισμό επειδή ο εκβιαστής της πέφτει νεκρός κατά τη διάρκεια της καταδίωξης της αστυνομίας. Το μυστικό της Alice, το οποίο μοιράζεται με τον ντετέκτιβ αρραβωνιαστικό της, έγινε ένα κεντρικό μοτίβο του Hitchcock, που ονομάστηκε «μεταβίβαση της ενοχής».

Ακολούθησε μια σειρά από έξι θρίλερ που θα καθιέρωναν τον Hitchcock ως ενός από τους κορυφαίους βρετανούς σκηνοθέτες. Η σειρά ξεκίνησε με το κατασκοπικό «The Man Who Knew Too Much» (1934) και ακολούθησε το «The 39 Steps» (1935), που και πάλι είχε σαν θέμα την κατασκοπία, την καταδίωξη και την εμπλοκή ενός αθώου που κατηγορείται για φόνο. Η πετυχημένη φόρμουλα του θρίλερ αγωνίας και πολιτικής ίντριγκας επαναλήφθηκε στο «Secret Agent» (1936) και στο «Sabotage» (1936), αν και το τελευταίο επικρίθηκε αυστηρά επειδή σκοτώθηκε ένας συμπαθής χαρακτήρας. Στο «The Lady Vanishes» (1938), ο Hitchcock έδειξε το ταλέντο του στην κωμωδία, και ολοκλήρωσε τη σειρά με το «Jamaica Inn» (1939), μια χαλαρή μεταφορά ενός μυθιστορήματος της Daphne Du Maurier.

Η Αμερικάνικη Περίοδος

Ο Hitchcock μετακόμισε στο Χόλιγουντ το 1939, και παρόλο που η πρώτη του αμερικάνικη ταινία, το «Rebecca» (1940), είχε προδιαγραφές κοινότοπου μελοδράματος, τη μετέτρεψε σε γοτθικό νουάρ που -σε πολλές βασικές σκηνές- χρησιμοποιούσε χαμηλών τόνων φωτισμό και αποπροσανατολιστικές συνθέσεις που δημιουργούσαν ατμόσφαιρα φόβου και ενοχής.

Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η συμβολή του Hitchcock στην πολεμική προσπάθεια ήταν μια σειρά ταινιών με φανερή προπαγανδιστική κλίση: «Foreign Correspondent» (1940), «Saboteur» (1942) και «Lifeboat» (1944). Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δημιούργησε επίσης την ήπια κωμωδία «Mr. & Mrs. Smith» (1941) και το θρίλερ αγωνίας «Suspicion» (1941), με τον Cary Grant να υποδύεται έναν γοητευτικό playboy τον οποίο η σύζυγός του (Joan Fontaine) υποπτεύεται ότι σχεδιάζει να τη δολοφονήσει.

Το -κατά δήλωσή του- αγαπημένο έργο του σκηνοθέτη «Shadow of a Doubt» (1943) γυρίστηκε  σε μια μικρή αμερικανική πόλη και επικεντρώνεται σε άλλον έναν γοητευτικό playboy, τον Charlie (Joseph Cotten), στην πραγματικότητα έναν κατά συρροή δολοφόνο, του οποίου η ενοχή μεταφέρεται στη συνονόματη ανιψιά (Teresa Wright), που τον θαυμάζει απεριόριστα. Αντίθετα το πειραματικό «Lifeboat» (1943) εκτυλίσσεται αποκλειστικά σε μια σωστική λέμβο όπου έχουν σωθεί μετά από ναυάγιο οι χαρακτήρες της ταινίας. Περιορίζοντας τον χώρο δίνει βάρος στους χαρακτήρες, οι οποίοι θα ήταν μια μικρογραφία των ιδεολογιών που υπήρχαν στη διάρκεια του πολέμου.

Το «Spellbound» (1945) είναι η ιστορία ενός τραυματισμένου, αμνησιακού/ταραγμένου βετεράνου (Gregory Peck) που πιστεύει ότι είναι ένοχος για τη δολοφονία του Δρ. Edwards, τον οποίο υποδύεται και του οποίου η ενοχή μεταφέρεται στην ψυχίατρο (Ingrid Bergman) που τον ερωτεύεται. Περιέχει μια διάσημη ονειρική σεκάνς σχεδιασμένη από τον Σαλβαδόρ Νταλί, που ήταν ρητά σουρεαλιστική, μια τολμηρή κίνηση του Hitchcock να δημιουργήσει έναν οπτικό συσχετισμό για την ψυχολογική διαταραχή.

Το «Notorious» (1946) ήταν άλλο ένα ρομαντικό-κατασκοπικό θρίλερ, που δομήθηκε γύρω από την ιδέα του ζευγαριού (Cary Grant και Ingrid Bergman) που μοιράζονται ένα ένοχο μυστικό. Ο Grant είναι ο κυνικός κυβερνητικός πράκτορας που στρατολογεί την Bergman για να διεισδύσει σε μια ομάδα ναζιστών συνωμοτών που έχουν μετακομίσει στο Ρίο μετά τον πόλεμο. Ακολούθησε το δικαστικό νουάρ «The Paradine Case» (1947), που παρά την παρουσία των Gregory Peck και Alida Valli δεν βρήκε ανταπόκριση στο κοινό.

Στο «Rope» (1948) ο Hitchcock δοκίμασε ένα τολμηρό πειραματισμό: να γυρίσει ολόκληρη την ταινία σε μονοπλάνο, ένα ασύλληπτο από τεχνικής άποψης εγχείρημα. Το γυρισμένο στην Αγγλία γοτθικό μελόδραμα «Under Capricorn» (1949) και το «Stage Fright» (1950) δεν κατάφεραν να προσελκύσουν το κοινό. Το τελευταίο ήταν ένα θρίλερ που διαδραματιζόταν στον θεατρικό κόσμο του West End, αλλά η αίσθηση του χώρου και του χρόνου αποδυναμώνεται από το χωλαίνοντα αφηγηματικό σενάριο.

Μετά από συνεχόμενες αποτυχίες, ο σκηνοθέτης κατάφερε να λυτρωθεί με την επόμενη ταινία του, «Strangers on a Train» (1951), που βασίζεται στο πρώτο μυθιστόρημα της Patricia Highsmith, με το μοτίβο του ένοχου μυστικού να μεταφέρεται σε ένα ζευγάρι αντρών, το οποίο άτυπα συμφωνεί (;) σε μια «ανταλλαγή φόνων».

Μετά από το ζοφερό νουάρ «I Confess» (1953) ακολούθησε μια τριάδα ταινιών με την Grace Kelly -«Dial M for Murder» (1954), «Rear Window» (1954) και το ανάλαφρα διασκεδαστικό «To Catch a Thief» (1955). Το πρώτο είναι σημαντικό από τεχνική άποψη καθώς γυρίστηκε σε 3D, ενώ το «Rear Window» είναι μια από τις σημαντικότερες ταινίες του Hitchcock, μια απόλυτη αλληγορία για τον κινηματογραφικό θεατή: καθισμένο στο σκοτάδι, καθηλωμένο στη θέση του, ανίκανο να δράσει και να παρέμβει, απόλυτα εξαρτημένο από το ηδονοβλεπτικό του βλέμμα.

Το εικαστικά εντυπωσιακό αλλά σεναριακά ιδιόρρυθμο «The Trouble with Harry» (1955) δείχνει την κλίση του Hitchcock για τη μαύρη κωμωδία, αλλά πολύ πιο δημοφιλές αποδείχθηκε το ριμέικ του δικού του «The Man Who Knew Too Much» (1956), με τη μέτρια ηθοποιό Doris Day να τραγουδά το διάσημο «Que Sera, Sera». Τα τέλη της δεκαετίας του 1950  και οι αρχές της δεκαετίας του 1960 σηματοδότησαν το αποκορύφωμα της καριέρας του Hitchcock, με διαδοχικά μεγάλες ταινίες. Το απογυμνωμένο, πικρό «The Wrong Man» (1957) σηματοδοτεί τη σκόπιμη ρήξη του Hitchcock με το ρομαντικό θρίλερ. Βασισμένο σε αληθινή ιστορία, είναι ένα νεορεαλιστικό νουάρ με ήρωα-θύμα έναν αθώο άντρα (ένας συγκλονιστικός Henry Fonda), που επιπόλαια αναγνωρίστηκε ως ληστής, ενώ οι μάρτυρες που θα μπορούσαν να αποδείξουν την αθωότητά του είτε αγνοούνται είτε είναι νεκροί. Ενώ ορισμένοι κριτικοί θεωρούν το μεγαλειώδες «Vertigo» (1958) μόνο ως περιθωριακό νουάρ, τα θέματα του θανάτου, της προδοσίας, της συνωμοσίας και της εμμονής που διαπραγματεύεται το τοποθετούν σταθερά στο πλαίσιο του φιλμ νουάρ. Μετά το συναρπαστικό και δημοφιλές θρίλερ «North by Northwest» (1959) ακολούθησε το «Psycho» (1960), η πιο γνωστή και πετυχημένη εμπορικά ταινία του. Το κοινό σοκαρίστηκε βλέποντας την πρωταγωνίστρια (Janet Leight) να σκοτώνεται στο πρώτο τρίτο της ταινίας, στην περίφημη σεκάνς του ντους. Εξίσου συναρπαστικό και αγωνιώδες ήταν το «The Birds» (1963), ένα αποκαλυπτικό αριστούργημα επιστημονικής φαντασίας που διακρίνεται για τα πρωτοποριακά ειδικά εφέ και τον βαθύ του τρόμο.

Ήταν περίπου εκείνη την εποχή που οι γάλλοι κριτικοί του «Les Cahiers du Cinéma» -Eric Rohmer, Claude Chabrol και François Truffaut- άρχισαν να υπερασπίζονται το έργο του Hitchcock. Μέχρι τότε, ο σκηνοθέτης δεν είχε ληφθεί πολύ στα σοβαρά από τους κριτικούς, που τον απέρριπταν ως έναν απλώς ικανό τεχνίτη που ήξερε πώς να προσελκύει το κοινό. Αντίθετα, οι γάλλοι κριτικοί θεωρούσαν τον Hitchcock ως ένα από τα λαμπρά παραδείγματα της «θεωρίας του auteur» και τον ανέδειξαν ως έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της εποχής.

Η αρχή της φθίνουσας πορείας του Hitchcock σηματοδοτήθηκε από τον χονδροειδή φροϋδισμό της «Marnie» (1964) και συνεχίστηκε με τα ρηχά κατασκοπικά «Torn Courtain» (1966) και «Topaz» (1969). Κι ενώ φαινόταν ότι η καριέρα του θα τελείωνε άδοξα, προς έκπληξη όλων έκανε μια συναρπαστική επιστροφή με το «Frenzy» (1972), ένα βίαιο ψυχολογικό θρίλερ που γυρίστηκε στο Λονδίνο, όχι πολύ μακριά από το σημείο όπου μεγάλωσε. Η επόμενη και τελευταία ταινία του, «Family Plot» (1976), δεν ήταν το ίδιο εντυπωσιακή, αλλά έχει όλα τα συστατικά ενός καλού θρίλερ αγωνίας.

Ο Alfred Hitchcock, που συχνά αναφέρεται ως «Master of Suspense», δεν εφηύρε το μοντέρνο σινεμά, αλλά για μεγάλο μέρος του περασμένου αιώνα το είχε καθορίσει. Είναι ο πιο επιδραστικός «auteur» στην κινηματογραφική ιστορία, και είχε σημαντικό αντίκτυπο στο φιλμ νουάρ μέσω των καινοτόμων τεχνικών αφήγησης και του χαρακτηριστικού οπτικού στυλ του. Οι συνεισφορές του στο φιλμ νουάρ διεύρυναν τα όρια του είδους, εμποτίζοντάς το με το δικό του μοναδικό μείγμα σασπένς και ψυχολογικής ίντριγκας. Η μαεστρία του στην αφήγηση και η ικανότητά του να δημιουργεί μια ατμόσφαιρα ανησυχίας συνεχίζουν να εμπνέουν τους σύγχρονους σκηνοθέτες που εργάζονται στη σφαίρα του φιλμ νουάρ και όχι μόνο. Σχεδόν μισό αιώνα μετά τον θάνατό του, το έργο του παραμένει δημοφιλές, επίκαιρο και ευρέως γνωστό σε όλο τον κόσμο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *