“Πανελλήνιον” των Σπύρου Μαντζαβίνου & Κώστα Αντάραχα: ζωές σε κατάσταση «πατ».
Συντάκτης: Γιώργος Σπανός
Ένα κυριακάτικο πρωινό του Γενάρη είχαμε το προνόμιο να παρακολουθήσουμε σε preview προβολή στον Δαναό, παρουσία των συντελεστών, το ντοκιμαντέρ «Πανελλήνιον» των Σπύρου Μαντζαβίνου και Κώστα Αντάραχα, που σε λίγες μέρες διαγωνίζεται στο τμήμα Newcomers του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Ο συντάκτης γράφει τη γνώμη του για αυτό, με την προσδοκία ένα ιδιαίτερα αξιόλογο ουμανιστικό ντοκιμαντέρ να εκτιμηθεί και να φτάσει σε ένα ευρύτερο κοινό.
Όπως γίνεται εξαρχής σαφές, αυτό δεν είναι ένα ντοκιμαντέρ για το σκάκι, ούτε για τους σκακιστές εν γένει, παρά για μια ιδιότυπη κοινότητα ανθρώπων που εξασκούν το πάθος τους για το παιχνίδι σε ένα καφενείο εκτός τόπου και χρόνου. Το σκακιστικό καφενείο «Πανελλήνιον» στεγάζεται εδώ και δεκαετίες σε ένα ισόγειο στα Εξάρχεια, μόλις ένα-δυο στενά μακριά από τις κεντρικές λεωφόρους της Αθήνας. Σχεδόν αόρατο στα μάτια ενός βιαστικού περαστικού, σε κοντινή παρατήρηση μοιάζει να καταλαμβάνει έναν εντελώς δικό του χωροχρόνο μέσα στην πόλη. Για τους εκκεντρικούς μόνιμους θαμώνες του, αυτό το ιδιαίτερο καφενείο, με τις σκακιέρες να περιμένουν παραταγμένες στα τραπέζια και τις παλιές φωτογραφίες στους τοίχους, αποτελεί το κέντρο του κόσμου. Οι περισσότεροι δεν είναι συνηθισμένοι σκακιστές. Κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι άφησαν την εμμονή τους για το παιχνίδι να γιγαντωθεί τόσο ώστε να εξουσιάσει όλη τους τη ζωή, με αποτέλεσμα, άπαξ και πέρασαν την πόρτα του καφενείου, να μην καταφέρουν ποτέ να βγουν πραγματικά από εκεί. Ένας από τους «κατοίκους» του, μιλώντας για τους ανθρώπους που έμελλε να γίνουν η παρέα του, δηλώνει: «εκτός από το ότι έπαιζαν σκάκι και εξασκούσαν το πάθος μου, οι περισσότεροι ήταν και ελαττωματικοί άνθρωποι σαν κι εμένα». Από τις διηγήσεις μαθαίνουμε πως πολλοί από αυτούς αδιαφόρησαν για την έξω ζωή στην οποία ασφυκτιούσαν, άλλοι δεν μπόρεσαν να στεριώσουν σε μια δουλειά ή οικογένεια, ενώ ορισμένοι νοσηλεύτηκαν ακόμα και σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Υποψιάζεσαι ότι για όλα αυτά το σκάκι ήταν μόνο το σύμπτωμα -ή το γιατρικό. Την ίδια στιγμή, αποτέλεσε και τη συνεκτική δύναμη που έφερε κοντά όλους αυτούς τους ανθρώπους, που βρήκαν καταφύγιο και άσυλο στον μόνο χώρο όπου μπορούν να είναι ο εαυτός τους ανάμεσα σε φίλους και να κοινωνούν το όνειρο.
Έτσι και για το ντοκιμαντέρ των Μαντζαβίνου και Αντάραχα το σκάκι δεν είναι παρά μόνο η αφορμή. Οι πραγματικοί πρωταγωνιστές είναι οι άνθρωποι και η κοινότητά τους. Μέσα στην ασφάλεια του καφενείου μπορούν να απολαμβάνουν το αγαπημένο τους παιχνίδι, να διασκεδάζουν, να μεθούν, να φιλοσοφούν για την «κανονικότητα» και την τρέλα, την παγωνιά του «έξω» κόσμου, τη μοίρα και την ελεύθερη βούληση, την τάξη της σκακιέρας και το χάος της ζωής. Στο κέντρο αυτού του κόσμου, πατρική φιγούρα και «άξονας», ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, που, ειρωνικά, είναι ο μόνος που δεν παίζει σκάκι.
Πώς απεικονίζεις ως σκηνοθέτης αυτή την ομήγυρη χωρίς να μετατρέψεις την ανθρώπινη υπόστασή τους σε εξωτικές καρικατούρες για τα μάτια του θεατή, αλλά και χωρίς να τους βάλεις να παίξουν μια χαλκευμένη εκδοχή του εαυτού τους; Οι δύο δημιουργοί, προτού ξεκινήσουν τα γυρίσματα, επισκέπτονταν το καφενείο για χρόνια, μέσα στα οποία έπαιξαν σκάκι, αναμείχθηκαν με τους θαμώνες του, γνωρίστηκαν και έγιναν φίλοι μαζί τους. Ως φίλοι προς φίλο θα μιλήσουν και μπροστά στην κάμερα οι θαμώνες με τον Σπύρο Μαντζαβίνο, ενώ βλέπουμε και τον ίδιο να συμμετέχει στα δρώμενα: στο Πασχαλινό τραπέζι όπου η μεγάλη συντροφιά μνημονεύει ονόματα χαμένων φίλων, στη θαλπωρή κάποιας ήσυχης βραδιάς παραμονής Χριστουγέννων υπό τους ήχους μιας μοναχικής φυσαρμόνικας, στις μανιασμένες επιτραπέζιες μάχες της μέρας και στους στοχασμούς μεθυσμένων νυχτών.
Από την άλλη, γνωρίζοντας πως και μόνο η ύπαρξη της κάμερας επηρεάζει το «πείραμα» και πως, έτσι κι αλλιώς, κάθε προσπάθεια αποτύπωσης της «πραγματικότητας» τελικά δεν είναι παρά η δική σου εκδοχή για αυτήν, οι σκηνοθέτες δεν διστάζουν να εισαγάγουν μικρές μυθοπλαστικές «νοθείες», που φέρνουν στο υβριδικό είδος του docudrama, με αποκορύφωμα τις ονειρικές σκηνές του τέλους. Το ασπρόμαυρο αισθητικό στυλιζάρισμα για το εσωτερικό του σκακιστικού καφενείου, σταματημένου στο χρόνο, αποδεικνύεται απολύτως ουσιαστικό, ενώ έξω από τη βιτρίνα του, ιδωμένη κατά κανόνα σε έγχρωμο αναλογικό Super 8, η ζωή συνεχίζει να κινείται.
Κεντρικό θέμα στο «Πανελλήνιον» είναι το «πατ». Πιο συμπονετικοί από τη ζωή, οι ίδιοι οι απαράβατοι κανόνες του παιχνιδιού σαν να έχουν προνοήσει να δώσουν μια ελπίδα διαφυγής, ένα καταφύγιο στους αγωνιστές που δεν τα πήγαν και πολύ καλά. Στο σκάκι, το «πατ» είναι η ειδική κατάσταση όπου ο ένας από τους δύο παίκτες δεν απειλείται, αλλά ούτε και μπορεί να κινηθεί. Τότε, βάσει κανόνα, ακόμα κι αν η θέση αυτού του παίκτη είναι πρακτικά χαμένη, το παιχνίδι λήγει ισοπαλία, εγκλωβισμένο σε μια διαρκή ακινησία του χρόνου, όχι πολύ διαφορετική από αυτή του «Πανελληνίου». «Στη ζωή είμαστε όλοι πατ» θα φιλοσοφήσει ο θυμόσοφος και ποιητής του καφενείου, που σταδιακά αναδεικνύεται σε άτυπο πρωταγωνιστή. Και πράγματι, «Πατ» θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας εναλλακτικός τίτλος του ντοκιμαντέρ.
Κι αν το πρώτο μέρος του ξεκινάει με κάποια αποσπασματικότητα καθώς παρακολουθούμε εναλλάξ τις συζητήσεις, τις παρτίδες, τα χιουμοριστικά ευτράπελα και τις προσωπικές ιστορίες, σταδιακά, καθώς μυούμαστε στο χώρο και τους ανθρώπους, όλο και περισσότερο αναβλύζει μέσα από τις διηγήσεις και τις αλληλεπιδράσεις των θαμώνων κάτι πιο οικουμενικό, μια πηγαία ευαισθησία η οποία απογειώνεται στο τελευταίο μισάωρο που χτίζεται αθροιστικά και μεθοδικά, σκηνή-σκηνή, σε ένα βαθιά ποιητικό κρεσέντο. «Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες» λέει ο ποιητής, και το ονειρικό τέλος της ταινίας -και αιφνιδιαστική κορύφωση- κάτι από αυτόν τον στίχο αντηχεί. Και θα μπορούσε η τελική εντύπωση να είναι αυτή, μια ελεγεία για τα χαμένα όνειρα και τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις της ζωής. Κι όμως η ανθρωπιά του ντοκιμαντέρ θα μας απελευθερώσει στον κρύο αέρα της πολύβουης πόλης κυρίως με συγκίνηση και με μια αισιόδοξη διαπίστωση: για την πολύτιμη ικανότητα των ατελών, ελαττωματικών ανθρώπων να γεμίσουν και να ζεστάνουν τον χώρο μέσα από τον οποίον πέρασαν με τη συντροφικότητα των αυτοσχέδιων μικρών κοινοτήτων που δημιούργησαν, και με τη σειρά τους να γεμίσουν από αυτόν, να κοινωνήσουν εντός του. Έτσι ώστε, αυτά τα ηττημένα «μαγικά πλάσματα», ακόμα κι αν δεν πάρουν τη ρεβάνς τους από τη ζωή, να πάρουν -το λιγότερο- την ισοπαλία. Αλλά και αν είναι να χάσουν, τουλάχιστον θα είναι σε αγώνα σιμουλτανέ.
ΥΓ. Το κείμενο αυτό αφιερώνεται από τον συντάκτη στη μνήμη του αρχηγού και «άξονα» του παλιού σκακιστικού συλλόγου του, Πέτρου Κολυβά, ενός ευγενικού ανθρώπου.