
Orson Welles (1915–1985): Πολίτης Γουέλς
Συντάκτης: Γιώργος Ξανθάκης
Ενώ η φιλμογραφία του Orson Welles περιλαμβάνει πολλά έργα που δεν έχουν συνάφεια με το παραδοσιακό φιλμ νουάρ, η επίδραση του στο είδος είναι σημαντική καθώς βοήθησε στον επαναπροσδιορισμό του, εμφυσώντας σε αυτό ένα μείγμα εντυπωσιακών οπτικών συνθέσεων και αφηγηματικής πολυπλοκότητας. Από τις εξπρεσιονιστικές σκιές και τη βαθιά εστίαση του magnum-opus του, «Citizen Kane» (1941), μέχρι το συναρπαστικό μονοπλάνο 3:20 λεπτών που ανοίγει το «Touch of Evil» (1958) -αλλά ταυτόχρονα κλείνει τον κλασικό κύκλο του φιλμ νουάρ- ο Welles συνέβαλε καθοριστικά με τον καινοτόμο πειραματισμό του στην ανάπτυξη του είδους. Ο Welles χρησιμοποίησε μεγάλες λήψεις και πολύπλοκες κινήσεις της κάμερας, δημιουργώντας μια αίσθηση βάθους και βύθισης μέσα στο κάδρο. Η χρήση φωτισμού chiaroscuro και δραματικών σκιών ενίσχυσαν την αισθητική του νουάρ, ενώ παράλληλα έπαιζε με τη δομή και τον χρόνο, συνδυάζοντας πολλαπλές προοπτικές και στρώματα αφήγησης. Από άποψη περιεχομένου, τα νουάρ του απεικονίζουν τον αγώνα ανάμεσα σε έναν αθώο πρωταγωνιστή και έναν σκοτεινό κι αινιγματικό κόσμο διαφθοράς και διπροσωπίας που τελικά αυτοκαταστρέφεται, μια μεταφορά για έναν ληστρικό καπιταλισμό στον οποίο ο αριστερός διανοούμενος Welles αντιτάχθηκε.
Το εκπληκτικό ντεμπούτο τού τότε 25χρονου Welles, «Citizen Kane» (1941), συνεχίζει να θεωρείται ευρέως η καλύτερη αμερικανική ταινία όλων των εποχών και το πιο σημαντικό παράδειγμα «αμερικανικού εξπρεσιονισμού». Η χρήση παραμορφωμένων σκηνικών, φωτισμού chiaroscuro, κινητής κάμερας, βάθους πεδίου, οι οξείες οπτικές γωνίες αλλά και η πολλαπλή αφήγηση αναδρομής είχαν βαθιά επίδραση στο φιλμ νουάρ. Υπάρχει η άποψη ότι ο σύγχρονος κινηματογράφος ξεκινά πραγματικά με τον «Citizen Kane». Είναι κρίμα που ο Welles περιθωριοποιήθηκε αμέσως μετά και πέρασε το υπόλοιπο της καριέρας του στο Χόλιγουντ κάνοντας αγώνα με διάφορους παραγωγούς ή στούντιο για τις ολοκληρωμένες εκδόσεις των ταινιών του.
Για ορισμένους κριτικούς το «The Magnificent Ambersons» (1942) αντιπροσωπεύει την κορύφωση της τέχνης του Welles, παρόλο που κόπηκαν στο μοντάζ 44 λεπτά και άλλαξε το τέλος. Η ταινία βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Booth Tarkington για τη φθίνουσα περιουσία μιας πλούσιας οικογένειας της Ινδιανάπολης του 19ου αιώνα, της οποίας η αυταρέσκεια και η αδυναμία κατανόησης της σημασίας της εκβιομηχάνισης οδηγεί στην πτώση της.
Το κατασκοπευτικό νουάρ «Journey into Fear» (1943), μια πολεμική ιστορία για διεθνείς ίντριγκες και δολοφονικούς ναζί, που το ξεκίνησε ο Welles, ολοκληρώθηκε από τον Norman Foster.
Το 1946, ο Welles αποτύπωσε το πολιτιστικό κλίμα της αναδυόμενης μεταπολεμικής εποχής στο πιο συμβατικό οπτικά «The Stranger», με τον Welles να υποδύεται έναν φυγόδικο πρώην ναζί που ζει σε μια μικρή πόλη της Νέας Αγγλίας και καταδιώκεται από έναν κυβερνητικό πράκτορα (Edward G. Robinson).
Στο «The Lady From Shanghai» (1948), η σκηνοθεσία του Welles αποτυπώνει την ονειρική ποιότητα αυτού του μύθου της απληστίας, χρησιμοποιεί ακραίες γωνίες λήψης για να αποπροσανατολίσει τον θεατή και να δείξει την ευπάθεια του αντιήρωα Michael O’Hara. Η τελική σεκάνς παραμένει μία από τις μεγάλες στιγμές στην ιστορία του κινηματογράφου, με τους πρωταγωνιστές να αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον σε έναν λαβύρινθο από καθρέφτες, πυροβολώντας και θρυμματίζοντας αντανακλάσεις σε ένα εκρηκτικό μοντάζ από θραύσματα ραγισμένου γυαλιού -ακόμα και το ίδιο το γυαλί της κάμερας. Παρά την εμπορική αποτυχία της ταινίας στην Αμερική που έκανε τον Welles λιγότερο ελκυστικό στις εταιρείες παραγωγής, εκείνος παρήγαγε και σκηνοθέτησε μια χαμηλού προϋπολογισμού εξπρεσιονιστική μεταφορά του «Macbeth» (1948). Ωστόσο συνέχισε να είναι περιζήτητος ως ηθοποιός και κυριάρχησε στο «The Third Man» (1949) του Carol Reed ως ο αινιγματικός, γοητευτικός και αμοραλιστής Harry Lime.
Το «Othello» (1952) έχει ένα σχεδόν άγνωστο καστ -εκτός από τον Welles ως Οθέλλο-, με την καναδή Suzanne Cloutier ως Δυσδαιμόνα και τον ιρλανδό Micheál MacLiammóir ως Ιάγο -αλλά θεωρείται από ορισμένους ως ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά του.
Το «Mr Arkadin/Confidential Report» (1955) βασίστηκε σε μια πρωτότυπη ιστορία του Welles που μοιάζει με αυτή του «Kane», με διαφορετικό αλλά εξίσου τραγικό τέλος: ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο προσπαθεί να εξαλείψει κάθε ίχνος του εγκληματικού παρελθόντος του. Όπως με τόσα πολλά από τα μεταγενέστερα έργα του Welles, τα πλεονεκτήματα της ταινίας παλεύουν έντονα με τις ελλείψεις παραγωγής της.
Το «Touch of Evil» (1958) χρησιμοποιεί έξυπνα ένα μπαρόκ στυλ για να δημιουργήσει ένα καθηλωτικό νουάρ, με τον Welles να παρέχει το σενάριο, τη σκηνοθεσία και έναν από τους πιο αξιομνημόνευτους χαρακτήρες του, τον διεφθαρμένο αστυνομικό Hank Quinlan. Το «Touch of Evil» ήταν η τελευταία ταινία του Welles στο Χόλιγουντ, αλλά και η ταινία που έκλεισε την κλασική φάση του νουάρ.
Το 1962 σκηνοθέτησε και αφηγήθηκε το μετα-νουάρ «The Trial» (1962), μια στοιχειωτική μεταφορά του μυθιστορήματος υπαρξιακού τρόμου του Franz Kafka, που ταίριαζε καλά με την μπαρόκ απαισιοδοξία του Welles. Ο Anthony Perkins (πειστικά αγωνιώδης ως Joseph K.), ο Welles (καταπληκτικός ως Hastler, ο συνήγορος), η Jeanne Moreau και η Romy Schneider συνέθεσαν ένα εξαιρετικό καστ.
Δανειζόμενος στοιχεία από διαφορετικά σαιξπηρικά έργα, ο Welles συγκέντρωσε έναν ιμπρεσιονιστικό και συχνά συγκινητικό φόρο τιμής στο μεγαλείο του Shakespeare στο «Chimes at Midnight/Falstaff» (1965), πάλεψε ενάντια στους δημοσιονομικούς και τεχνικούς περιορισμούς -μεγάλο μέρος της εικόνας είχε κακή μεταγλώττιση-, αλλά χρησιμοποίησε επιδέξια ισπανικές τοποθεσίες και κορυφαίους ηθοποιούς: John Gielgud, Margaret Rutherford, Jean Moreau και Fernando Rey. Αλλά είναι ο σαθρός, διονυσιακός Falstaff του Welles που δικαίως αποτελεί το κεντρικό στοιχείο της ταινίας και αποδίδεται δικαιοσύνη από την τραγική μοίρα του.
Η πρώτη έγχρωμη ταινία του Welles, το «Histoire Immortelle» (1968), είναι μια συγκινητική και θλιβερή προσαρμογή ενός παραμυθιού του Isak Dinesen, γυρισμένη για τη γαλλική τηλεόραση, ενώ το «F for Fake» (1973) είναι μια «δοκιμιακή ταινία» για τη φύση της αλήθειας στην τέχνη.
Έχοντας το δύσκολο έργο να ξεπεράσει τη σπουδαιότερη ταινία που έγινε ποτέ, η καριέρα του Welles μετά τον «Kane» χαρακτηρίζεται περισσότερο από τη φιλοδοξία και την ποικιλομορφία παρά από την εμπορική και κριτική επιτυχία. Παρόλα αυτά ο Welles διατήρησε τη φήμη της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας και της κυριαρχικής, επιβλητικής παρουσίας. Μετά τον θάνατο του, η συνολική αποτίμηση της τέχνης του τον προσδιορίζει ως έναν οραματιστή με φιλοδοξίες και πνεύμα, έναν τυχοδιώκτη που κατέκτησε όλες τις μορφές των μέσων μαζικής ενημέρωσης -ένα είδος ανθρώπου της Αναγέννησης.