Fritz Lang (1890–1976): Ένας σκοτεινός οραματιστής
Συντάκτης: Γιώργος Ξανθάκης
Ο αυστριακής καταγωγής Fritz Lang θεωρείται ένας από τους γίγαντες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Το έργο του εκτείνεται σε πέντε δεκαετίες, από τις εξπρεσιονιστικές βωβές ταινίες της αρχικής γερμανικής περιόδου του, τη σύντομη παραμονή του στο Παρίσι, τη θητεία του ως σκηνοθέτης του Χόλιγουντ, έως τις τρεις τελευταίες ταινίες του στη Γερμανία. Σύγχρονος των F.W. Murnau, G.W. Pabst και Ernst Lubitsch, ο Lang κέρδισε από νωρίς την αναγνώριση για τη λαμπρότητα του σασπένς του, την οραματική διορατικότητα στο πνεύμα του γερμανικού λαού και το ταλέντο του στο οπτικό στυλιζάρισμα. Εργάστηκε σε ένα ευρύ φάσμα ειδών: περιπέτειες, έπη, μελοδράματα κατασκόπων και εγκλημάτων, ταινίες κοινωνικής διαμαρτυρίας και πολέμου, γουέστερν, θρίλερ και κυρίως φιλμ νουάρ.
Η καριέρα του Lang μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους: την πρώτη γερμανική (1919-1933), την αμερικανική (1936–1956) και τη δεύτερη γερμανική (1959-60).
Όταν τελείωσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Lang μετακόμισε στο Βερολίνο για να δουλέψει ως σεναριογράφος. Το 1919 άρχισε να σκηνοθετεί τα σενάρια του, και το 1920 γνώρισε τη συγγραφέα Thea von Harbou, που έγινε συνεργάτιδα, ερωμένη και τελικά δεύτερη σύζυγός του. Υιοθετώντας τον εξπρεσιονισμό καθιερώθηκε με το “Der Mude Tod” (1921), ένα συμβολικό έργο για τον θάνατο. Η φήμη του αυξήθηκε κατακόρυφα με τα πρωτο-νουάρ «Dr.Mabuse, der Spieler» (1922) και τη συνέχεια του «Das Testament des Dr. Mabuse» (1933) -αριστοτεχνικές μελέτες της εγκληματικότητας σε μια παρακμιακή κοινωνία. Ο Lang σκιαγραφεί τον Dr.Mabuse ως ψυχαναλυτή, υπνωτιστή, άσο στις μεταμφιέσεις και αρχιεγκληματία, έναν κατά Nietzsche «Υπεράνθρωπο», με την αρνητική έννοια του όρου: μηδενιστή αλλά και μεγαλοφυή, μεγαλομανή αλλά και χαρισματικό, ανατριχιαστικό αλλά και αλλόκοτα γοητευτικό .
Το «Nibelungen» (1924), ένα μυθολογικό έπος σε δύο μέρη, κάνει εντυπωσιακή χρήση στυλιζαρισμένων σκηνικών σε στούντιο, ενώ τα επιβλητικά σκηνικά της αλληγορίας επιστημονικής φαντασίας «Metropolis» (1927) αναπαριστούν μια φουτουριστική βιομηχανική πόλη, όπου οι εργαζόμενοι είναι σκλάβοι των πλούσιων αφεντικών. Στην πρώτη του ηχητική ταινία, το «M» (1931), με βάση την πραγματική ιστορία ενός δολοφόνου παιδιών, δημιουργεί ένα ειρωνικό κοινωνικό σχόλιο σχετικά με τη δικαιοσύνη, τη θανατική ποινή και τον νόμο του όχλου.
Με την έλευση του ναζισμού τού προσφέρθηκε η θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή της UFA, αφού η σύζυγός του, Thea von Harbou, είχε ήδη ενταχθεί στο κόμμα. Ωστόσο αυτός το 1934 μετανάστευσε στη Γαλλία, όπου σκηνοθέτησε την ταινία φαντασίας “Liliom”(1934), βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό του ούγγρου Ferenc Molnár. Φεύγοντας από την Ευρώπη για το Χόλιγουντ το 1935, άφησε πίσω του τις επικές υπερπαραγωγές της εποχής της Βαϊμάρης, αλλά έφερε μαζί του την αγωνία και τις σκιές του γερμανικού εξπρεσιονισμού στην Καλιφόρνια, όπου, μαζί με άλλους ευρωπαίους μετανάστες, βοήθησε να τελειοποιηθεί αυτό που αργότερα ονομάστηκε φιλμ νουάρ. Εδώ ο Lang αντικατέστησε τα κοσμοπολίτικα εγκληματικά συνδικάτα, την επιστημονική φαντασία και το μυθοϊστορικό θέμα των γερμανικών ταινιών του με ιστορίες ματαιωμένων φιλοδοξιών και επιθυμιών που διαδραματίζονταν σε ασφυκτικές μικρές πόλεις και αλλοτριωτικά αστικά περιβάλλοντα που αντανακλούσαν το ψυχο-κοινωνικοπολιτικό τοπίο της σύγχρονης Αμερικής. Και όπως οι γερμανικές ταινίες του, «Mabuse», «M» και «Metropolis» προαναγγέλλουν τη ναζιστική θηριωδία, έτσι και οι αμερικανικές αφηγούνται την ταραχώδη και αιματοβαμμένη ιστορία των ΗΠΑ προμηνύοντας τις σκοτεινές μέρες του μακαρθισμού, του οποίου υπήρξε και ο ίδιος θύμα.
Οι δύο πρώτες αμερικανικές ταινίες του, «Fury» (1936) και «You Only Live Once» (1937), είναι προάγγελοι του νουάρ όσον αφορά τα θέματα, τη χρήση χαμηλότονου φωτισμού, τις ασυνήθιστες γωνίες λήψης, που προέρχονται από την κληρονομιά του εξπρεσιονισμού, προδιαγράφοντας τις αισθητικές συμβάσεις του είδους. Επικεντρώνονται σε απλούς, καθημερινούς ανθρώπους που γίνονται συμπονετικά θύματα, φυλακίζονται για εγκλήματα που δεν διέπραξαν και των οποίων οι ζωές αναδεικνύουν τις κοινωνικές εντάσεις στην εποχή της Ύφεσης. Το «You and Me» (1938) είναι ένα αντισυμβατικό μείγμα αστυνομικού δράματος και ρομαντισμού που εξερευνά θέματα λύτρωσης, δεύτερων ευκαιριών και τον αντίκτυπο του παρελθόντος ενός ατόμου στο παρόν και το μέλλον του. Τα «εν καιρώ πολέμου» κατασκοπευτικά θρίλερ «Man Hunt» (1941), «Hangmen Also Die» (1943), «Ministry of Fear» (1945) και «Cloak and Dagger» (1946), με την ατμόσφαιρα καχυποψίας και παράνοιας τους, προβλέπουν δυναμικά τον κύριο κύκλο του νουάρ.
Στη δεκαετία του 1940, τα νουάρ του Lang ασχολούνται κυρίως με ψυχολογικές διαταραχές και προσωπικές σχέσεις, είναι πιο μελοδραματικά, πιο εξπρεσιονιστικά, με chiaroscuro φωτισμούς υψηλής αντίθεσης και υπερφορτωμένες συνθέσεις του κάδρου. Αντίθετα στη δεκαετία του 1950 επικεντρώνονται σε κοινωνικά ζητήματα και στην ανερχόμενη δύναμη των μέσων ενημέρωσης, ενώ οι φωτισμοί γίνονται ομοιόμορφοι, η λειτουργία της κάμερας ευέλικτη και ρευστή.
Τα «The Woman in the Window» (1944) και «Scarlet Street» (1945) επικεντρώνονται στον μεσήλικα πρωταγωνιστή (Edward G. Robinson), παγιδευμένο σε ένα απελπισμένο και καταστροφικό έρωτα από μια χειραγωγική femme-fatale (Joan Bennett). Στην πρώτη, το αρσενικό θύμα ξυπνά από τον εφιάλτη του στο τέλος -η έξυπνη ανάστροφη λήψη του Lang απαλύνει το κλισέ-, στο δεύτερο η ταπείνωσή του είναι απόλυτη. Το γοτθικό νουάρ «Secret Beyond the Door» (1948) είναι μια ανομοιόμορφη, γεμάτη σουρεαλιστικές ονειρικές εικόνες ταινία που εξερευνά την παράνοια που νοιώθει η Joan Bennet, η οποία αφηγείται σε voice-over, στον γάμο της με τον ερωτευμένο αλλά αινιγματικό Michael Redgrave. Το «House by the River» (1950) είναι ένα χαμηλού προϋπολογισμού γοτθικό μελόδραμα με μια μάλλον απίθανη πλοκή που αποπειράται μια οξεία κατάδυση στην άβυσσο της ανδρικής σεξουαλικής επιθυμίας. Tα «Clash by Night» (1952), βασισμένο σε θεατρικό έργο του Clifford Odets, και «Human Desire» (1954), προσαρμοσμένο από ένα μυθιστόρημα του Emile Zola -που είχε επίσης γυρίσει ο Jean Renoir ως «La Bête Humaine» (1938)- είναι ρεαλιστικά κοινωνικά δράματα, με πολλά ανησυχητικά υπόγεια ρεύματα στα ερωτικά τρίγωνα που σχηματοποιούνται μεταξύ των Barbara Stanwyck, Robert Ryan και Paul Douglas στο πρώτο, και Glenn Ford, Gloria Grahame και Broderick Crawford στο δεύτερο. Οι γυναίκες είναι παγιδευμένες σε ανικανοποίητους γάμους, οι επιθυμίες των ανδρών είναι συχνά βίαιες ή ματαιωμένες.
Το πρώτο από τα πιο κοινωνικά νουάρ είναι το «The Blue Gardenia» (1953), βασισμένο σε ένα διήγημα της Vera Caspary, που έχει ως ηρωίδα μια γυναίκα της εργατικής τάξης (Ann Baxter), η οποία πιστεύει ότι σκότωσε τον επίδοξο βιαστή της (Raymond Burr). Η Baxter στην αρχή γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης αλλά στη συνέχεια υποστηρίζεται από έναν κυνικό ρεπόρτερ εφημερίδων (Richard Conte), ο οποίος τελικά αποκαλύπτει τον πραγματικό δολοφόνο. Σε συνεργασία με τον θρυλικό κινηματογραφιστή Nicholas Musuraca, ο Lang ανέπτυξε τη πρωτοποριακή χρήση της «crab dolly» λήψης, ακολουθώντας τους χαρακτήρες με επίμονες κυκλικές κινήσεις που δημιουργούν με κεντρομόλα διανύσματα έναν αδυσώπητο ντετερμινισμό.
Το «The Big Heat» (1953) αποτελεί μια οξεία εξερεύνηση της απειλής των τραστ του υπόκοσμου και των αμφισημιών ενός επαγρυπνούντα αστυνομικού (Glenn Ford). Στα «While the City Sleeps» (1956) και «Beyond a Reasonable Doubt» (1956), ο Lang εκμεταλλεύεται την αινιγματική, αδιαφανή περσόνα του Dana Andrews, ως τηλεοπτικού ρεπόρτερ και συγγραφέα αντίστοιχα, εξετάζοντας τις ασάφειες της ενοχής και της αθωότητας, την ευθραυστότητα της ταυτότητας και τους σκοτεινούς καταναγκασμούς της ανδρικής λίμπιντο.
Μετά από δεκαετίες αυτοεξορίας στο Χόλιγουντ, ο Fritz Lang επέστρεψε στη Γερμανία το 1958 για να σκηνοθετήσει ένα έπος σε δύο μέρη, «The Tiger of Eschnapur» (1959) και «The Indian Tomb» (1959), μια φαντασίωση επιδεικτικών σκηνικών και εξωτικών χρωμάτων. Η σκηνοθετική του καριέρα έκλεισε τον κύκλο της με ένα συναρπαστικό θρίλερ-επιστροφή στις ρίζες: το τρίτο μέρος του Mabuse, «Die Tausend Augen des Dr. Mabuse» (1960).
H φιλμογραφία του Lang είναι θεματικά συνεπής, καθώς εξερευνά τον ανθρώπινο αγώνα ενάντια στο πεπρωμένο, τις ψυχολογικές συνέπειες της συστημικής ανισότητας, της διαφθοράς και του εγκλήματος, την άναρχη δύναμη της σεξουαλικής επιθυμίας και τις παρανοϊκές αυταπάτες. Οι κοινωνικά μειονεκτικοί πρωταγωνιστές του Lang είναι σχεδόν αβοήθητοι απέναντι σε καταπιεστικές κοινωνικές δυνάμεις, και παρά την όποια αντίσταση τους, τελικά αναγκάζονται να υποταχθούν στη μοίρα τους. Από αισθητική άποψη, ο Lang είναι ένας δεξιοτέχνης της «mise en scène», ειδικά στο σχεδιασμό κλειστών, δαιδαλωδών κόσμων στους οποίους εκτυλίσσονται εφιαλτικές περιπέτειες.
Ο Lang υπήρξε ένας σκοτεινός οραματιστής, του οποίου οι διαλογισμοί για την ανθρώπινη μοναξιά σημαδεύονταν από ένα έντονο οπτικό ύφος και μια εμμονική αίσθηση ηθικής. Η ιδιοσυγκρασία του ταίριαζε απόλυτα στον ζοφερό κόσμο του φιλμ νουάρ, και με την πιθανή εξαίρεση του Robert Siodmak, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Lang έκανε τα πιο ουσιαστικά νουάρ από οποιονδήποτε άλλο σκηνοθέτη.
Επιλεγμένες ταινίες νουάρ: Dr. Mabuse: Der Spieler | Δρ. Μαμπούζε, Ο Παίκτης (1922), M | Ο Δράκος του Ντίσελντορφ (1931), Fury | Νέμεσις (1936), You Only Live Once | Έχω Δικαίωμα να Ζήσω (1937), Ministry of Fear | Αγάπη στη Σκιά του Φόβου (1944) ), The Woman in the Window | Η Γυναίκα της Βιτρίνας (1944), Scarlet Street | Η Σκύλα (1945), Secret Beyond the Door | Το Μυστικό του 7ου Δωματίου (1948), House by the River | Το Σπίτι στο Ποτάμι (1949), Clash by Night | Δεν Άξιζε να μ’ Αγαπήσεις (1952), The Blue Gardenia Η Γαλάζια Γαρδένια ( 1953), The Big Heat | Η Μεγάλη Κάψα (1953), Human Desire | Το Ανθρώπινο Κτήνος (1954), While the City Sleeps | Ενώ η Πόλις Κοιμάται (1956), Beyond a Reasonable Doubt | Τα Ίχνη Ήταν Ψεύτικα (1956).