
Λευκά Χριστούγεννα 1948: κριτικάροντας μια μεγάλη “μικρή” έκπληξη!
Λευκά Χριστούγεννα 1948 | White Christmas 1948
Μια ταινία του Αντώνη Βαλληνδρά
16’ | Μυθοπλασία | 2023 | Διαγωνιστικό τμήμα DISFF46
Τον Δεκέμβριο του 1948, μια ανεπίσημη χριστουγεννιάτικη εκεχειρία ανάμεσα στον Δημοκρατικό και στον Εθνικό Στρατό επιτρέπει στους στρατιώτες να μοιραστούν μια ανθρώπινη, συγκινητική στιγμή πριν επανέλθουν και πάλι στη βάρβαρη πραγματικότητα των αιώνια διχασμένων Ελλήνων.
συντάκτης κριτικής: Ορέστης Μαλτέζος
Μία από τις εκπλήξεις της φετινής σοδειάς ταινιών μικρού μήκους αποδείχτηκαν τα “Λευκά Χριστούγεννα 1948” του Αντώνη Βαλληνδρά, ο οποίος σε μια σπάνια κίνηση για την εγχώρια παραγωγή, επιχειρεί μια ταινία είδους που μοιάζει να κρύβει μεγαλύτερη σημασία και για τον ίδιο πέρα από την ενδιαφέρουσα ιστορία που αφηγείται. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσω την απόφαση να μεταφέρει στην οθόνη το διήγημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, μια περίοδο που όπως το σύνολο της ελληνικής ιστορίας αποφεύγεται συστηματικά να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα;
Χωρίς αξιώσεις η ταινία να χαρακτηριστεί ότι περιλαμβάνει ή σχολιάζει ιστορικό περιεχόμενο, το φόντο της εποχής είναι ιδανικό για να ξετυλίξει μια ιστορία που πάνω από όλα πατάει σε έναν βαθύ ανθρωπισμό. Η πρώτη σκηνή παρουσιάζει έναν λιτό διάλογο μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας, μέλη μιας διμοιρίας ανταρτών, στον οποίο ο χρόνος κυριαρχεί σαν έννοια, δίνοντας μια υπόσχεση αγάπης σε ένα αύριο που ξέρουν ότι μάλλον δεν θα ζήσουν ποτέ. Ήδη μέσα σε λίγες μόνο ατάκες, το σενάριο της Αλεξάνδρας Δυράνη-Μαούνη χαρίζει ένα ονειρικό στοιχείο προτού τα ακίνητα πρόσωπα της υπόλοιπης ομάδας, παγωμένα θαρρείς όχι από το κρύο αλλά από την απόγνωση, μας μεταφέρουν στον βίαιο ρεαλισμό. Η αγάπη και η συντροφικότητα όμως έχουν ήδη χαραχτεί ως στοιχεία στην ταινία, και ο Βαλληνδράς, χωρίς να επανέρχεται σε ανάλογα διαλογικά κομμάτια, αξιοποιεί την τεχνική του ώστε να τα διατηρεί στη συνείδησή μας καθώς ρίχνεται στα γεγονότα που ακολουθούν.
Οφείλω να σταθώ στο αίσθημα της ομαδικότητας που εμφανίζουν οι 11 ηθοποιοί που απαρτίζουν τη διμοιρία. Οι ρόλοι τους μπορεί να μένουν κατά βάση ανώνυμοι για τον θεατή, αλλά η προσεγμένη πλανοθεσία δίνει έμφαση στις ατομικές ερμηνείες εμφανίζοντας διακριτικές διαφοροποιήσεις προσωπικότητας και αξιοποιώντας τη χρήση του αναμορφικού φορμά ώστε να δημιουργηθούν ισχυρές συνθέσεις με τα σώματα των ηθοποιών. Τα κατά βάση βουβά πρόσωπα τους αντανακλούν χείμαρρους συναισθημάτων τόσο σε κομβικές συναισθηματικές στιγμές όσο και στις αντιδράσεις τους καθώς το στοιχείο της δράσης κυριαρχεί. Κατ’ επέκταση, η επιλογή του έμπειρου Νίκου Γκέλια να υποδυθεί τον ρόλο του μοναδικού προσωποποιημένου ατόμου που συναντούν στην αποστολή τους, κρατώντας τον στην άλλη πλευρά μιας νοητής γραμμής που δημιουργεί χωροταξικά με την κάμερα, εντείνει περισσότερο την αβεβαιότητα και τη μοναξιά που βιώνουν.
Την ίδια στιγμή, ο Βαλληνδράς υποστηρίζεται από συνεργάτες που επιδεικνύουν άξιο επαγγελματισμό. Η φωτογραφία του Μιχάλη Γκατζόγια εναρμονίζει άψογα όλα τα στοιχεία που καλείται να παρουσιάσει αισθητικά, είτε πρόκειται για τις ερμηνείες είτε το βαριά χιονισμένο ορεινό τοπίο, αναδεικνύοντας το καθένα εκεί που χρειάζεται χωρίς να παρασύρεται ή να παραμελεί το παραμικρό. Ανάλογη επιμέλεια παρουσιάζουν τα στοιχεία της εποχής, όπως τα κοστούμια και τα αντικείμενα. Παρότι υπάρχουν διαλογικά σημεία όπου ο συνδυασμός της ερμηνείας με το μοντάζ δεν συμπλέουν απόλυτα ώστε να αποδώσουν την επιθυμητή φυσικότητα, εν τούτοις η μοντέζ Βάσια Ντούλια συνδυάζει τη δράση με το αγέρωχο τοπίο για να το ορίσει νοηματικά αλλά και να εξυψώσει μέσα σε δεκαπέντε μόλις λεπτά την ολοκληρωμένη ροή του συνόλου.
Όλα τα παραπάνω δεν γίνονται με την προοπτική να κατασκευαστεί απλώς μια πολεμική ταινία καθώς τόσο ο στόχος της μυστικής αυτής αποστολής όσο και οι πράξεις των χαρακτήρων πριν και μετά από αυτόν δημιουργούν εύστοχους παραλληλισμούς που έχουν άμεση σχέση με πολιτικές νοοτροπίες που διαρκούν μέχρι σήμερα. Αφενός στην αντίθεση του οι κομμουνιστές να είναι αυτοί που αναφέρουν τον θεό στις κουβέντες τους και να αφιερώνουν τα κάλαντα, τη στιγμή που οι δεξιοί ανταποδίδουν με ρεμπέτικο, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συντηρητικό, εκφράζοντας όλη αυτή την παράνοια του πολέμου για χάρη μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας και όχι για το δίκαιο. Αφετέρου, η σκηνή του φινάλε, ακόμα και αν έρχεται απότομα σε σχέση με την προηγούμενη, παρουσιάζει το αιώνιο πρόβλημα της αριστεράς που κληρονόμησε με όχι και τόσο μαγικό τρόπο από τον χριστιανισμό: τη συνεχόμενη διάσπαση που οδηγεί πάντα σε αυτο-εξολόθρευση.