
Σπύρος Δούκας: η 80ή Μόστρα εκ των έσω
Συντάκτης: Σπύρος Δούκας
Τα 80 του χρόνια έκλεισε φέτος το φεστιβάλ της Βενετίας, το παλιότερο από τρία μεγάλα της Ευρώπης. Αν και η απουσία των ηθοποιών από το κόκκινο χαλί λόγω της απεργίας ήταν αισθητή, δεν έλλειψε η παρουσία μεγάλων ονομάτων και συντελεστών, ακόμα και από το Χόλιγουντ, όπως άλλωστε μας έχει συνηθίσει η Βενετία τα τελευταία χρόνια. Ένα ποικιλόμορφο διαγωνιστικό πρόγραμμα στο οποίο πρωταγωνιστούσαν κυρίως βιογραφίες, μια εσωστρεφής αισθητική, καθώς και η ιδιαιτέρως έντονη παρουσία της ασπρόμαυρης φωτογραφίας, ενίοτε σε συνδυασμό με χρώμα, είχε αναμενόμενα τις εκπλήξεις του, αλλά και κάποιες απογοητεύσεις.
Το “El Conde” του Pablo Larrain είναι μια σάτιρα τρόμου, όπου ο Πινοσέτ παρουσιάζεται ως βρικόλακας που επιβιώνει στη Γη εδώ και 250 χρόνια. Μέσα από πλήθος φρέσκων ιδεών, άλλες επιτυχημένες και άλλες λιγότερο, ο Larrain κάνει ίσως την πλέον άμεσα πολιτική ταινία τρόμου, σχολιάζοντας καυστικά την επιβίωση του φασισμού μέσα στον χρόνο.
Ο Michael Mann επιστρέφει με την βιογραφία του Ένζο Φεράρι (“Ferrari”), μια ενδιαφέρουσα μελέτη χαρακτήρα σε μια περίοδο προσωπικής και επαγγελματικής κρίσης, που θα τον οδηγήσει σε ένα μεγάλο ρίσκο με επώδυνες συνέπειες, με έναν σταθερά εξαιρετικό Adam Driver.
Με ένα ακόμα “Dogman” (υπήρχε κι εκείνο του Garrone πριν μερικά χρόνια) συμμετέχει και ο Luc Besson. Πρόκειται για μια γκροτέσκα ιστορία χολιγουντιανής κοπής, μιας κακοποιημένης ψυχής που βρίσκει από καταφύγιο μέχρι και ολοκληρωμένη προσωπική ταυτότητα στην αγάπη για τα σκυλιά, μιας που οι άνθρωποι γύρω του τον έχουν απογοητεύσει. Η εκπληκτική (αν και ίσως υπερβολικά κοντά στον «Τζόκερ») ερμηνεία του Caleb Landry Jones είναι το βασικό συστατικό που προσδίδει μια μυθική διάσταση σε ένα έργο που απέχει υπερβολικά από την πραγματικότητα για να θεωρηθεί κάτι περισσότερο από λαϊκό δράμα.
Το “The Promised Land” του Δανού Nikolaj Arcel είναι ένα καλοστημένο βιογραφικό δράμα εποχής, με τον Mads Mikkelsen σε μια στέρεα ερμηνεία, και αφορά την προσπάθεια του Λούντβιχ Κάλεν να καλλιεργήσει μια αφιλόξενη γη, καθώς συγκρούεται με την τοπική εξουσία. Σφιχτός ρυθμός, δουλεμένο σενάριο και μια παραγωγή αξιοπρόσεκτου μεγέθους για τα ευρωπαϊκά δεδομένα (ανέλαβε η Zentropa), συνθέτουν ένα αν μη τι άλλο αξιόλογο αποτέλεσμα.
Ο Γιώργος Λάνθιμος επέστρεψε με το “Poor Things”, που αποδείχτηκε σταθερά το φαβορί για τον Χρυσό Λέοντα από την αρχή του φεστιβάλ, με τον καλύτερο μέσο όρο κριτικών, και εν τέλει δικαιώθηκε με την αναμενόμενη βράβευσή του. Συνεχίζοντας πάνω στο ύφος που εδραίωσε στα προηγούμενα έργα του, ο Λάνθιμος εδώ κάνει μια εκπληκτική σύνθεση γοτθικής αισθητικής και επιστημονικής φαντασίας, βασιζόμενος σε ένα προσαρμοσμένο σενάριο του ομώνυμου σκωτζέζικου μυθιστορήματος, και κλέβοντας δικαίως όλες τις εντυπώσεις.
Ο Bradley Cooper συμμετείχε με το “Maestro”, μια ακόμη βιογραφική ταινία, του μαέστρου Λέοναρντ Μπερνστάιν. Εστιαζόμενος κυρίως στην ερωτική του ζωή, την οποία αποδίδει ποιητικά μέσα από την οπτική του χαρακτήρα που βιογραφεί, ο Cooper εκπλήσσει θετικά με το αρτιστικό σκηνοθετικό του όραμα, απέχοντας φανερά από το καθαρά χολιγουντιανών προδιαγραφών “A Star is Born”, χάνει όμως πόντους από ένα ολίγον ανιαρό και επιφανειακό σενάριο που δεν εμβαθύνει επαρκώς στην ουσία του Μπερνστάιν ως πρόσωπο, και τη σχέση του με τη μουσική.
Το γαλλικό “The Beast” του Bertrand Bonello ήταν από τα έργα που ξεχώρισαν, ένα πρωτότυπο και περίπλοκο εγκεφαλικό δράμα επιστημονικής φαντασίας διαδραματιζόμενο σε ένα μέλλον όπου τα συναισθήματα αποτελούν απειλή, με μια δυνατή ερμηνεία από την Lea Seydoux.
Ο David Fincher ήταν επίσης από τα βαρύτερα ονόματα του διαγωνιστικού, όπου συμμετείχε με το “The Killer” (παραγωγή Netflix), μια φαινομενικά απλή, αλλά με αρκετό φιλοσοφικό βάθος, crime περιπέτεια, που ακολουθεί πιστά σε νοηματική τα χνάρια του Fight Club, προσαρμοσμένη σε ένα αρκετά πιο απρόσωπο και δυστοπικά καπιταλιστικό σήμερα. Η slick απολαυστική του υφή το καθιστά εύκολο προς υποτίμηση, κι όμως πρόκειται για έναν σεναριακά μίνιμαλ Fincher σε ιδιαιτέρως μεγάλη φόρμα.
Την πιο ουσιαστική διαφορά έκανε ο Ryusuke Hamaguchi με το “Evil Does not Exist”, την καλύτερη ταινία της φετινής διοργάνωσης, καθιστώντας τον έναν από τους σπουδαιότερους σύγχρονους δημιουργούς. Με μια αφοπλιστική λιτότητα, στήνει ένα πολυδιάστατο οικολογικό και υπαρξιακό δράμα σε μια επαρχιακή ιαπωνική κωμόπολη, εισβάλλοντας βαθιά στον πυρήνα της ανθρώπινης φύσης, και κερδίζοντας το μεγάλο βραβείο της επιτροπής (Αργυρός λέων).
Το δυνατό σερί ακολούθησε το πολωνικό “Green Border” της Agneszka Holland, μια δυνατή γροθιά στο στομάχι με θέμα την προσφυγική κρίση στην Ευρώπη. Ακολουθώντας διαφορετικούς χαρακτήρες και οπτικές γωνίες, η Holland δεν εμμένει μόνο στην καταγγελία, μα προσεγγίζει το θέμα με κύριο γνώμονα μια ανθρωπιστική ευαισθησία, εκπονεί μια ολοκληρωμένη κοινωνική μελέτη γύρω από ένα μείζον θέμα με το οποίο το ευρωπαϊκό σινεμά δε μοιάζει να είχε καταπιαστεί μέχρι σήμερα και φεύγει τελικά με το ειδικό βραβείο της επιτροπής.
Τελευταία σπουδαία ταινία του φεστιβάλ ήταν το επίσης πολωνικό “Woman of…” των Michal Englart και Malgorzata Szumowska, μια ευρεία προσέγγιση στο ζήτημα της αλλαγής φύλου, που ξεκινάει από την εξερεύνηση της προσωπικής ταυτότητας και των εσωτερικών σωματικών και συναισθηματικών αλλαγών, και επεκτείνεται στην κοινωνική αντιμετώπιση και την επίδραση αυτής στο άτομο. Ποιητικές εικόνες που ακροβατούν μεταξύ ρεαλισμού και stream of consciousness, πλάνα μαγευτικής ομορφιάς και αραιών διαλόγων, και μια καθηλωτική κεντρική ερμηνεία στο προσκήνιο, συνθέτουν ένα δύστροπο στη θέαση, αλλά αδιαμφισβήτητου καλλιτεχνικού ύψους και αισθητικής έργο, που φέρνει στο μυαλό το πρόσφατο ρώσικο «Ψηλό Κορίτσι».
Μάλλον απογοητευτική αποδείχτηκε η βιογραφική “Priscilla” της Sofia Coppola, που αφορά τη σχέση της με τον Έλβις Πρίσλεϊ, όμως η πρωταγωνίστρια Cailey Spaeny (γνωστή από το ιδιαίτερα ενδιαφέρον “Bad Times at the El Royale” του Drew Goddard) απέσπασε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας, ανατρέποντας τα προγνωστικά για την Jessica Chastain του αξιόλογου δράματος “Memory” του Μεξικανού Michel Franco.
Το γαλλικό ερωτικό δράμα “Out of Season” του Stephane Brize, ήταν από τις πιο αθόρυβες επιτυχίες του φεστιβάλ, ένα ευαίσθητο και γλυκόπικρο love story, με την Alba Rohrwacher σε μια από τις πιο τρυφερές ερμηνείες της.
Μέτριας αποδοχής έτυχαν επίσης τα “Theory of Everything” και “Holly”, καθώς και όλες οι ιταλικές συμμετοχές (“Adagio”, “Enea”, “Finally Dawn”, “Lubo”). Τέλος, μεγαλύτερη απογοήτευση όλων, κατ’ εμέ, υπήρξε το “Io Capitano” του Matteo Garrone. Και πάλι με φόντο την προσφυγική κρίση, ο Garrone καταπιάνεται με το ταξίδι δύο νεαρών από τη Σενεγάλη προς την Ιταλία. Σε αντίθεση όμως, με την καταγγελτική ωμότητα της Holland, o παραμυθάς Garrone μένει στην επιφάνεια, παραδίδοντας ένα αφελέστατο και αναπάντεχα προβλέψιμο road movie με ανέμπνευστες πινελιές μαγικού ρεαλισμού και σκόρπιων ονειρικών στιγμών που δεν έχουν καμία θέση στην ιστορία του, ενώ μοιάζει να θέλει να μας πείσει να δώσουμε και συγχαρητήρια στην χώρα του. Όπως και να ‘χει, προφανώς συγκίνησε την επιτροπή, που του χάρισε το βραβείο σκηνοθεσίας, καθώς και το βραβείο αντρικής ερμηνείας για τον Seydou Sarr.
Εκτός διαγωνιστικού είχαμε τις δύο, απαραίτητες για τον φεστιβαλικό θόρυβο, «σκανδαλώδεις» προσθήκες των Roman Polanski (“The Palace”) και Woody Allen (“Coup De Chance”), που δεν ενθουσίασαν κανέναν, αλλά και τα κύκνεια άσματα δύο μεγάλων δημιουργών: Το “The Caine-Mutiny Court-Martial” ήταν η τελευταία ταινία του William Friedkin, ένα δικαστικό δράμα χαρακτήρων βασισμένο σε θεατρικό έργο, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, που όμως είχε ήδη μεταφερθεί με επιτυχία στη μεγάλη οθόνη από το 1954. Το “Opus”, μια καταγραφή της τελευταίας συναυλίας του Ryuichi Sakamoto, ήταν μια ακόμη από τις κορυφαίες και πλέον συγκινητικές στιγμές της διοργάνωσης. Άψογα σκηνοθετημένο, με λιτή κινηματογράφηση και ασπρόμαυρη φωτογραφία, καταφέρνει να σκάψει βαθιά στην ψυχή ενός σπουδαίου καλλιτέχνη, απλά παρακολουθώντας τον μόνο να παίζει πιάνο.
Μια ενδιαφέρουσα ελληνική παρουσία είχαμε στο τμήμα Giornate degli Autori, με το «Καλοκαίρι της Κάρμεν» του Ζαχαρία Μαυροειδή, μια απολαυστική queer μετα-κωμωδία, κατά στιγμές εμπνευσμένη και καλογραμμένη. Στις πιο «χαλαρές» στιγμές ανήκει και το ιδιαίτερα επιτυχημένο “Hit Man” του Richard Linklater, μια ευρηματική κωμωδία που παίζει ανατρεπτικά με τα κλισέ τον ρομαντικών κομεντί.