
Εγώ είμαι ένας Λεμπόφσκι, εσείς είστε ένας Λεμπόφσκι…
Συντάκτης: Ρωμανός Αναστασίου
Ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν ακούστηκε κάποια στιγμή να λέει πως μια ουσιώδης και σοβαρή φιλοσοφική πραγματεία θα μπορούσε να γραφτεί αποκλειστικά σε μορφή αστείων. Αυτό που γίνεται προφανές και μόνο από μια βιαστική ματιά σε ένα πορτραίτο του, είναι πως ο ίδιος δεν είπε ποτέ ένα αστείο. Εκεί έγκειται μια από τις σημαντικότερες των μάλλον πολλών διαφορών του δυσπρόσιτου φιλοσόφου με τους αδελφούς Κοέν, οι οποίοι διατυπώνουν αμέτρητα αστεία, γράφοντας και σκηνοθετώντας ένα από τα σημαντικότερα αριστουργήματα του σύγχρονου κινηματογράφου, ονόματι “Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι”.
Ό,τι ερμηνευτική προσέγγιση και να παρουσιαστεί σε αυτό το κείμενο όπως σε αμέτρητα άλλα, το μόνο που θα καταφέρει είναι μια ανεπαρκή στιγμιαία απόδοση, μια φωτογραφία της ολοκληρωμένης εμπειρίας της θέασής της. Παραθέτοντας τα λεγόμενα του πρωταγωνιστή “Ναι, λοιπόν, αυτή είναι απλά, ξέρω γω, η άποψή σου, φίλε”.
Μπορεί κανείς λοιπόν να διαβάσει αυτό ή εκείνο, και να δει για το πώς ο “Μεγάλος Λεμπόφσκι” είναι μια ταινία που ενσαρκώνει σε φιλμ το παράλογο του Καμύ, και μια πολεμική ενάντια στον ετοιματζίδικο μηδενισμό που ο νεωτερικός δυτικός πολιτισμός σερβίρει υποχθόνια ως τη λογική αντιμετώπιση μιας ολοένα περιπλοκότερης ύπαρξης. Ιδιαίτερα πνευματώδεις αναλύσεις ίσως αναφερθούν στο ότι ο αφηγητής της ταινίας ονομάζεται “ο Ξένος”, ή ακόμη στο συσιφικό οπτικό μοτίβο του σπορ που -αν μου επιτρέπεται- “δένει” την ταινία, το μπόουλινγκ. Ο μπόουλερ σηκώνει μια μπάλα, τη ρίχνει στις κορύνες, οι οποίες θα πέσουν και θα ξανασηκωθούν επ’ άπειρον · τουλάχιστον μέχρι να τελειώσουν οι μπύρες ή, όπως θα το έθετε ο Καμύ, η ζωή.
Εναλλακτικά, για το πως αποτελεί μια οξυδερκή πολιτισμική σύνοψη της δεκαετίας στην οποία κυκλοφόρησε και διαδραματίζεται η ταινία, μια δεκαετία ιδεολογικής αποξένωσης και οικονομικής ευμάρειας. Ο “Dude” ζει απλανώς στη σκιά του ετοιμόρροπου τείχος του αμερικανικού ψυχισμού, μπαζωμένο με φαντασιώσεις επιτυχίας, το οποίο έχει μια τρύπα στο σχήμα της έλλειψης ενός ριζικού συστατικού που κινεί όλα τα μοντερνιστικά αφηγήματα που συνόδευσαν τα έπη της ιστορίας: η επιθυμία για κάτι καλύτερο, ο μόχθος για το ονειρικό αύριο, το κομβικό “άνω” στο “θρώσκω” της ιστορίας του ανθρώπου, ιδιαιτέρως του 20ού αιώνα μέχρι την επίμαχη δεκαετία του ‘90.
Μιλώντας για 20ό αιώνα, γιατί να μην αποπειραθούμε να δούμε τον Μεγάλο Λεμπόφσκι ως την εκρηκτική απάντηση των αδελφών Κοέν στον διάλογο με τη μεταμοντέρνα καλλιτεχνική διανόηση; Ίσως την καυστική, ανατρεπτική τους ματιά στο ψυχωτικό κυνήγι για νόημα και λογικό ειρμό σε έναν ψυχρό, αδιάφορο κόσμο που μπορεί κανείς να συναντήσει στο κλασικό αμερικανικό νουάρ. Άλλωστε, ο “Μεγάλος Λεμπόφσκι” δεν ακούγεται πολύ μακριά από το δαιδαλώδες “Ο Μεγάλος Ύπνος” του Ρέιμοντ Τσάντλερ. Ο τιτάνας του Δευτέρου Παγκοσμίου αντικαθίσταται με τη συγκριτικά μικροσκοπική και εντέλει άσκοπη εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο του Κόλπου, ο στωικά σκληροτράχηλος, τραγικός πρωταγωνιστής στη μορφή ενός Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ αντικαθίσταται με έναν χρόνια μαστουρωμένο, ειρηνιστή Τζεφ Μπρίτζες, και οι σκιερές, ομιχλώδεις γωνιές της ιμπρεσιονιστικής φωτογραφίας με το ηλιόλουστο, καλοκαιρινό Λος Άντζελες. Συμπληρώνοντας το μεταμοντέρνο μπίνγκο, η κωμωδία της ενδοσκόπησης του αμερικανικού παρελθόντος συμβαίνει από το χαοτικό πρίσμα της μνήμης ενός γελοιωδώς μάτσο αφηγητή, παροιμιωδώς αφηρημένου από την ιστορία.
Από την άλλη, κανείς θα μπορούσε να αντικαταστήσει την ιστορία του ανθρώπου με την ιστορία του άνδρα, και να δει την ταινία ως μια καυστική αποδόμηση των προτύπων αρρενωπότητας που υποβαστάζουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε όχι μόνο τους χαρακτήρες αλλά και την ίδια τη δομή των ιστοριών, με την πεισματική άρνηση της ταινίας να υποκύψει σε οικείες δομές 3ών πράξεων, σχήματα κλιμάκωσης δράσης και σοβαρούς επιλόγους να αποτελεί μια συνειδητή επιλογή παρωδιακής ανυπακοής στα φαλλοκρατικά αυτά θεμέλια. Για μια πιο χειροπιαστή εικόνα, μηδενιστές απειλούν ευνουχισμό, σε μια παραληρηματική εικόνα ο Dude τούς βλέπει να κραδαίνουν τεράστια ψαλίδια, και η ταινία ανοίγει με το “the Man in Me” του Bob Dylan.
Κι όμως, όσο κι αν γυρνάμε ατέρμονα το ερμηνευτικό καλειδοσκόπιο, όσο δίκαια και να επαινέσουμε το κάθε μέρος της ταινίας, τις αδιανόητες ερμηνείες όλων των ηθοποιών ανεξαιρέτως και τη σοκαριστικά φυσική, παρεΐστικη χημεία τους, το αλάνθαστο μοντάζ, την αβίαστη σκηνοθεσία, την κωμική ιδιοφυία της πένας των Κοέν, τίποτα δεν μπορεί να αποδώσει την αστειότητα της εμπειρίας ενός χαμένου Στιβ Μπουσέμι να επαναλαμβάνει “I am the Walrus” μέχρι ο εύφλεκτος Τζον Γκούντμαν να έχει ακόμη μία έκρηξη οργής.
Μια απροσδιόριστη γοητεία ξεχειλίζει από την ταινία, ένας ηλεκτρισμός που οφείλεται στην απερίγραπτα επιτυχημένη συνεννόηση των Κοέν με τους συνεργάτες τους, ηθοποιούς και τεχνικούς, καταφέρνοντας να μεταφέρουν μέσω της οραματιστικής σκηνοθεσίας τους ένα σενάριο που κανείς, μην έχοντας δει την ταινία, θα περιέγραφε ευγενικά ως “αντισυμβατικό” για να μην το αποκαλέσει συγκεχυμένο και ασυνάρτητο. Το μήκος κύματος στο οποίο λειτουργεί η ταινία είναι αυτό της απόλυτης εναρμόνισης όλων των δομικών στοιχείων της ταινίας -ερμηνείες, φωτογραφία, μουσικό “χαλί”, κλπ- συνθέτοντας ένα πλήρως κινηματογραφικά δοσμένο όραμα, απολύτως απομακρυσμένο από κάθε ίχνος επιτήδευσης και πνευματικής αμετροέπειας.
Κάπου στο ξεκίνημα αναφέρθηκε κάτι για “ολοκληρωμένη εμπειρία θέασης”. Απολογούμαι για την ανακρίβεια που αν προσφέρει οποιαδήποτε ανακούφιση στον αναγνώστη, έγινε χάριν ρητορικής ομορφιάς. Απολογούμαι επιπροσθέτως για το ακόλουθο κλισέ που πρόκειται να διαβαστεί για χιλιοστή φορά στο εκατομμυριοστό “σινεφίλ” κειμενάκι που το εργαλειοποιεί. Πράγματι, η θέαση του “Μεγάλου Λεμπόφσκι” δεν ολοκληρώνεται με το πέρας του. Ακριβέστερα, δεν ολοκληρώνεται. Κάθε πρόσθετη επαφή δίνει ακόμη μια νέα οπτική, μια διαφορετική εμπειρία θέασης, φέρνοντάς το σε ρήξη με την επικρατέστερη, εμπορική αντίληψη για το σινεμά, που θέλει μία θέαση της ταινίας υπέρ αρκετή, και τον συλλογισμό και τη συζήτηση γι’ αυτή να παύει πριν το κατώφλι του σινεμά. Το να επιτευχθεί τέτοια πολυσύνθετη αξία στην επανειλημμένη παρακολούθηση μιας κωμωδίας, δηλαδή μιας ταινίας τής οποίας ο ρυθμός και η ενέργεια προσδιορίζονται από το χιούμορ της, είναι κάτι τόσο φαινομενικά αντιφατικό σε πρώτο άκουσμα, που δεν μπορεί παρά να εντυπωσιάσει βαθιά και να δώσει μια κάτι παραπάνω από βάσιμη αιτιολόγηση στο φοβερό καλτ στάτους που κατάφερε να επιτύχει αυτή η ταινία, σε σημείο διοργάνωσης υπαρκτής θρησκείας (Dudeism, ή the Church of the Latter Day Dude), αλλά και εορτασμών της ταινίας (Lebowski Fests).
Πέραν του αξιομνημόνευτα ξεκαρδιστικού διαλόγου, και παρόλη τη μεταμοντέρνα διάθεση που φαίνεται να ενέχει η ταινία, δεν καταλήγει μια εξυπνακιστική κενότητα, μια υπεροπτική άσκηση φόρμας και ύφους. Οι Κοέν δεν χάνουν ποτέ τη λεπτότητα ενός συναισθηματικού πυρήνα που δένει τους χαρακτήρες, μια γλυκόπικρη μελαγχολία που επιπλέει αχνά στον παραλογισμό της ιστορίας που διηγούνται. Το συγκινησιακό στοιχείο αυτού που ελλείψει καλύτερου όρου θα περιγραφεί εδώ ως απόηχος ενός τρυφερού ανθρωπισμού, είναι πως η συναισθηματικότητα αυτή δεν εργαλειοποιείται ούτε για την απελπισμένη δικαιολόγηση του παραλόγου, ούτε για ένα φθηνό αναμάσημα ενός εξουθενωτικά συμβατικού ρομαντισμού. Η ειλικρίνεια του συναισθήματος της ταινίας έγκειται στο ακριβώς αντίθετο από αυτές τις προβλέψιμες τάσεις ενάντια στο παράλογο· στο άρρητο μιας ζεστής, ενωτικής αποδοχής του.
Ο πρόσφατα αναχωρήσας για τα ουράνια σκηνώματα Μίλαν Κούντερα αναφέρει στη Βραδύτητα: “Συχνά μου έλεγες πως θες να γράψεις κάποτε ένα μυθιστόρημα όπου καμία λέξη δεν θα είναι σοβαρή…”
Απαντώντας με τα λόγια του συμπρωταγωνιστή Γουόλτερ Σόμπτσακ
“Καληνύχτα, γλυκέ πρίγκηπα…”