Συντάκτης: Ορέστης Μαλτέζος

Παρουσίαση και σχολιασμός των καυτών νέων ταινιών στους κινηματογράφους από τον Ορέστη Μαλτέζο, όπως ακριβώς ακούγεται μέσα από το εβδομαδιαίο βίντεο του στο youtube, για όσους φυσικά προτιμούν την ανάγνωση. 

Σε δύο μέρη χωρίζεται η τελευταία περιπέτεια της 30χρονης σχεδόν σειράς “Mission: Impossible”. Ένα τεράστιο γιατί πλανάται στην ατμόσφαιρα αλλά η απάντηση πάντα γνωστή, το χρήμα. Και όπως προκύπτει από αυτή την ιστορία που συνολικά θα πρέπει να καλύπτει τουλάχιστον 5:30 συνολικής διάρκειας, η “Θανάσιμη Εκδίκηση” είναι και η ταινία της σειράς με το πιο κενό περιεχόμενο. Το δυνατό χαρτί της ιστορίας βέβαια είναι ο κακός που είναι ένα ακραία ανεπτυγμένο σύστημα τεχνητής νοημοσύνης που αν ο Ιθαν Χαντ αποτύχει στην αποστολή του, δεν περιμένω τίποτα λιγότερο από την κατάρρευση της ανθρωπότητας. Αν η ταινία πάσχει από κάτι, αυτό είναι η έλλειψη καλογραμμένων χαρακτήρων. Οι περισσότεροι επιστρέφουν από προηγούμενες ταινίες, οπότε υποθέτω ότι υπάρχει από τους σεναριογράφους αυτή η ασφάλεια ότι τους γνωρίζουμε ήδη αλλά δεν υπάρχει και η διάθεση για κάτι ξεχωριστό που να δικαιολογεί το βάρος σημασίας που θέλουν να δώσουν σε αυτό το πρώτο μέρος του φινάλε. Ο Ιθαν Χαντ από τη στιγμή που δηλώνει ξεκάθαρα ότι θέλει να βρει και να σκοτώσει το AI δεν παρουσιάζει κανένα δείγμα προσωπικότητας, είναι απλά ένα σώμα που κινείται. Η Χάιλι Ατγουελ, η μόνη ουσιαστικά νέα προσθήκη στο καστ, έχει έναν ρόλο που μοιάζει πανομοιότυπος με αυτόν που είναι η Θάντιουε Νιούτον στο “Mission: Impossible 2”, ενώ η Βανέσα Κίρμπι, που σημειωτέων εμφανίζεται στο λεπτό 80, επειδή και έναν χαρακτήρα με ακραία συμπεριφορά, φαίνεται πολύ επιφανειακά υπερβολική στην ερμηνεία της, που δεν τη δικαιώνει σαν ηθοποιό σε καμία περίπτωση. Και πες ότι εντάξει, το δυνατό στοιχείο της σειράς είναι η δράση. Εκεί φαίνεται το πρόβλημα με το κόψιμο της ταινίας στα δύο γιατί οι σκηνές δράσης που παρουσιάζονται εδώ δεν είναι κάτι που δεν έχεις ξαναδεί και ίσως καλύτερα στο παρελθόν, τη στιγμή που αυτό που ουσιαστικά σου πουλάει το “Mission: Impossible” είναι ότι σε κάθε ταινία θα δεις και κάτι παραπάνω σε αυτόν τον τομέα. Με εξαίρεση το φινάλε που διαθέτει όντως κάτι εντυπωσιακό, είναι εμφανές ότι όλα τα δυνατά χαρτιά τα έχουν κρατήσει για το δεύτερο μέρος. Που κάνει ακόμα πιο άσκοπη αυτή την ταινία γιατί αν εξαιρέσεις ότι κάθε μεμονωμένη σκηνή έχει το οπτικό ενδιαφέρον της, όσο η πλοκή εξελίσσεται, τόσο λιγότερη σημασία έχουν τελικά αυτά που ήδη έχεις αφιερώσει τόσες ώρες για να παρακολουθήσεις. Οι διάλογοι είναι πολύ χαμηλοί ποιοτικά, απλώς σου θυμίζουν με κάθε ευκαιρία γιατί ο κακός είναι τόσο κακός, και σίγουρα είναι πράγματα που στο δεύτερο μέρος θα τα εξηγήσουν πάλι αναλυτικά, οπότε πρακτικά πολλά πράγματα που βλέπεις εδώ σε ένα σενάριο που θα υπηρετούσε όντως ένα καλλιτεχνικό όραμα και όχι τις τσέπες των παραγωγών θα είχαν παραλειφθεί χωρίς κανέναν δισταγμό. Οσα γίνονται έχουν ένα συγκρατημένο βαθμό εντυπωσιακού και η ταινία λειτουργεί σαν απλή ψυχαγωγία αλλά τίποτα περισσότερο που να δικαιολογεί τη δομή της ή να δικαιώνει το “Mission: Impossible” σαν σύνολο.

Η “Ραμόνα” είναι μια ισπανική ρομαντική κωμωδία, από αυτές που σε πρώτο επίπεδο φαίνονται να σπάνε τις νόρμες του είδους. Στην πραγματικότητα, δεν τις αγνοούν καθόλου, απλώς τις χειρίζονται με έναν τρόπο αυτές υπηρετούν το καλλιτεχνικό όραμα και όχι το ανάποδο. Και αν το πιάσουμε σαν ιστορία, είναι υπερβολικά απλή. Η Ραμόνα είναι μια κοπέλα γύρω στα 28 που ζει στη Μαδρίτη με το αγόρι της, τον Νίκο, και μια μέρα σε ένα καφέ πιάνει την κουβέντα με έναν άγνωστο, με τον οποίο υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη χημεία και η μοίρα τα φέρνει έτσι ώστε αυτός να είναι σκηνοθέτης και αυτή στην παρούσα φάση να θέλει να γίνει ηθοποιός. Σαν στιλ, μου θύμισε έντονα από νωρίς το “Frances Ha” της Greta Gerwig, στην πορεία διέκρινα και άλλες ομοιότητες με ταινίες δημιουργών, υπάρχει μια ατμόσφαιρα και ένας ρυθμός που συναντάς στον Αλμοδόβαρ και οι υψηλές συζητήσεις των κομεντί του Γούντι Αλεν με τη διαφορά ότι οι χαρακτήρες δεν είναι διανοούμενοι, και είναι το τελευταίο πράγμα που θέλουν να είναι, αλλά πολύ απλοί άνθρωποι. Αυτά τα στοιχεία δεν υπάρχουν ούτε σαν μίμηση ούτε σαν αναφορές, η Αντρέα Μπάγκνι κάνει σινεμά δικό της και αυτό είναι η μεγαλύτερη γοητεία στη “Ραμόνα”. Οι ιδέες που βάζει μπροστά χωρίς να είναι σπουδαίες σαν σκέψη λειτουργούν εντυπωσιακά. Η ταινία είναι ασπρόμαυρη με εξαίρεση κάποια σημεία συγκεκριμένα όπου βλέπουμε το πλάνο της κάμερας που βιντεοσκοπεί τη Ραμόνα την ώρα που κάνει οντισιόν, πρόβα ή γύρισμα όπου το πλάνο εκεί είναι έγχρωμο και εκεί γίνεται πιο φανερό το πόσο προσεγμένη είναι συνολικά η καλλιτεχνική διεύθυνση της ταινίας. Δεν τη χάρηκα, για να πω την αλήθεια, και νομίζω ότι έχει να κάνει με τις προσδοκίες που μου έχει δημιουργήσει το Χόλιγουντ, αχ αυτό το Χόλιγουντ, σε σχέση τους χαρακτήρες που υπάρχουν σε μια κομεντί. Η Ραμόνα είναι μια υπερβολικά δυναμική γυναίκα που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της, ζει εντελώς αυτόνομα και ελεύθερα, τα ενδιαφέροντα και οι απόψεις της μπορεί να αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη, οι αντιδράσεις της στους άλλους συχνά φαίνονται αλλοπρόσαλλες γιατί δεν μπαίνει ποτέ στη διαδικασία να εξηγήσει κάτι και απλά πράττει. Η Μπάγκνι λοιπόν δημιουργεί ένα ελαττωματικό πορτρέτο της ηρωίδας της, μιας ηρωίδας πολύ μακριά από την εξευγενισμένη παρουσίαση των πρωταγωνιστών των κομεντί. Σε μια τέτοια ταινία η Ραμόνα θα μπορούσε να είναι μόνο η κολλητή της πρωταγωνίστριας όπου η προσωπικότητά της θα λειτουργούσε κωμικά και τη συναισθηματικο-ερωτική της ζωή θα τη χαρακτήριζε απλώς ένα one-night-stand. Στην πραγματικότητα, η Ραμόνα έχει σχέση και θέλει να βρίσκεται σε σχέση, εκείνη τη δεδομένη στιγμή τουλάχιστον. Και εδώ είναι που η ταινία έχει μια πρωτότυπη οπτική παρότι δεν την απασχολεί πραγματικά, δεν παίρνει θέση και δεν κρίνει την ηρωίδα της, αλλά θα ήθελα πάρα πολύ να άκουγα τους τρεις αυτούς χαρακτήρες να έλεγαν γιατί θέλει να είναι ο ένας μαζί με τον άλλον πέρα από την επιθυμία και την έλξη, πώς θα μπορούσαν να κάνουν ο ένας τον άλλον ευτυχισμένο. Είναι ένα ερώτημα που δεν μου είχε ξαναδημιουργηθεί μέχρι τώρα βλέποντας μια κομεντί αλλά εδώ οι χαρακτήρες είναι ρεαλιστικοί άνθρωποι του υπαρκτού κόσμου και αυτό το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον.

Το βασικότερο στοιχείο αυτής της ταινίας είναι πως δεν είναι όσο feelgood υπονοεί και αυτό έχει την ίντριγκά του. Βλέπουμε δύο 40χρονες γυναίκες με αντιδιαμετρικούς χαρακτήρες που έχουν να ιδωθούν 20 χρόνια. Η μία από αυτές είναι νευρωτική και αγχώδης σε κακή ψυχική κατάσταση μετά το άσχημο διαζύγιό της και η άλλη ένα υπερβολικά ελεύθερο πνεύμα που παρά την ανέμελη εντύπωση που δίνει δεν είναι καθόλου απλοϊκή. Αυτές οι γυναίκες λοιπόν, γαλλίδες, πραγματοποιούν το ταξίδι που ονειρευόντουσαν από μαθήτριες, να επισκεφτούν την Αμοργό έτσι όπως τη γνωρίσανε από την ταινία του Λικ Μπεσόν “Απέραντο Γαλάζιο”. Η ταινία ξεκινάει σαν κωμωδία και για μεγάλο μέρος της διατηρεί αυτή την ατμόσφαιρα παρότι γίνεται γρήγορα σαφές ότι πατάει πάνω σε ρεαλιστικές καταστάσεις. Αυτό γρήγορα μεταφράζεται οπτικά ότι δεν βλέπεις καθόλου αυτό που θα περίμενες από άλλες ταινίες που παρουσιάζουν ταξίδια. Και για να φέρω λίγο σε σύγκριση με το “Book Club” που βγήκε την προηγούμενη εβδομάδα, όπου η Ιταλία φαινόταν σαν ο απόλυτος τουριστικός προορισμός, οι ηρωίδες ήταν ξέφρενες χωρίς σκοτούρες, όλοι οι εγχώριοι ήταν ακραία φιλόξενοι και ευχάριστοι, όλα λειτουργούσαν άψογα… Εδώ τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει. Βλέπουμε μια πολύ ψύχραιμη τουριστική εμπειρία και μάλιστα, χωρίς να κακολογεί ποτέ την Ελλάδα ή τους κατοίκους της, ίσα-ίσα, οι δύο ηρωίδες την έχουν σε μεγάλη εκτίμηση. Αλλά ως κάτοικος αυτής της χώρας δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω όλες τις λεπτομέρειες που τοποθετεί η ταινία και φανερώνει την αναγνωρίσιμη εικόνα του ελληνικού τουρισμού. Οι εργαζόμενοι στα πλοία δεν θα κάτσουν να σε ακούσουν ή να σου φερθούν σαν να είσαι το επίκεντρο, δεν λειτουργούν τα πράγματα και οι υπηρεσίες ρολόι για να εξυπηρετήσουν τον ταξιδιώτη, οι χαρακτήρες σε κάποια φάση προσπερνούν και αναφέρονται ευθέως στις “οργανωμένες παραλίες για τους πλούσιους”, οι ταμπέλες πληροφοριών που διακρίνονται στα πλάνα είναι ή κατεστραμμένες ή τραγικά ανορθόγραφες, ενώ υπάρχει και ένα encounter με έναν πλούσιο μαλάκα νεαρό που είναι ό,τι ακριβώς θα περίμενες να συναντήσεις. Από ‘κει και πέρα, η ταινία πιέζει κάποιες καταστάσεις για να προκαλέσει τα αναμενόμενα μπλεξίματα στις ηρωίδες της και θα μπορούσε εύκολα να εκμεταλλευτεί στοιχεία του χαρακτήρα τους για να τις στρώσει πιο ομαλά, δεν το κάνει για κάποιο λόγο. Βέβαια, το ταξίδι αυτό στις Κυκλάδες είναι απλώς το περίβλημα της ιστορίας, το θέμα είναι πώς αυτή η αναγκαστική συνύπαρξη για το διάστημα των διακοπών θα δώσει στον κάθε χαρακτήρα να καταλάβει τι έχει χάσει και τι επιθυμεί από τη ζωή του και πώς αυτές οι δύο αποξενωμένες γυναίκες θα καταλάβουν η μία την άλλη και θα δεθούν ξανά με ισχυρούς δεσμούς φιλίας. Δεν τη θεωρώ ένα απόλυτα πετυχημένο εγχείρημα, οι εναλλαγές στα περιστατικά μερικές φορές φαντάζουν σαν κοιλιά στο σύνολο και ο ρυθμός είναι αρκετά επίπεδος. Παρόλα αυτά είναι μια ταινία που διαθέτει την πρόθεση να θίξει κάποια πράγματα γύρω από τις ανθρώπινες σχέσεις και τις ευθύνες που έχει το κάθε μέλος απέναντι στο άλλο και ναι προφανώς έχει σαν φόντο τις πανέμορφες Κυκλάδες και σε θερινά σινεμά αυτό θα μετρήσει πολύ.

Και για τους λάτρεις των βίντεο…

# κάντε εγγραφή στο you-tube channel του Ορέστη Μαλτέζου και δείτε όλα τα βίντεο

Καλές κινηματογραφικές βραδιές!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *