
YouTube… για Αναγνώστες #14: οι πρεμιέρες της εβδομάδας
Συντάκτης: Ορέστης Μαλτέζος
Παρουσίαση και σχολιασμός των καυτών νέων ταινιών στους κινηματογράφους από τον Ορέστη Μαλτέζο, όπως ακριβώς ακούγεται μέσα από το εβδομαδιαίο βίντεο του στο youtube, για όσους φυσικά προτιμούν την ανάγνωση.
Η νέα ταινία του Φλόριαν Ζέλερ, δύο χρόνια μετά την δίκαιη επιτυχία που έκανε η πρώτη του ταινία, “Ο Πατέρας”, με τον Αντονι Χόπκινς. Και οι δύο ταινίες βασίζονται στα δικά του θεατρικά έργα. Αν ο “Πατέρας” σού καταρράκωνε το είναι, ο “Γιος” αποτελεί μια πιο ψυχοφθόρα εμπειρία. Το θέμα του είναι αρκετά ζοφερό και σε λιγότερο αποτελεσματικές ταινίες για να το θέσω διακριτικά αντιμετωπίζεται με πολύ επιφανειακό και προκλητικά δραματικό τρόπο. Η πραγματικότητα δεν είναι καθόλου έτσι και γι’ αυτό η ταινία του Ζέλερ είναι μια όαση στο θέμα της παρουσίασης της κλινικής κατάθλιψης όπου ο Ζέλερ δεν προσπαθεί να ωραιοποιήσει τίποτα ώστε να μαλακώσει το αντίκτυπο. Σε αντίθεση με τον “Πατέρα” που έπαιξαν μεγάλο ρόλο οι τεχνικές κινηματογράφησης του Ζέλερ, κυρίως σε ό,τι αφορούσε την αξιοποίηση του σκηνικού χώρου, ο “Γιος” παρουσιάζεται με πολύ πιο απλό τρόπο, δεν υπάρχει μια αντίστοιχη έμπνευση, θεωρώ επειδή ο Αντονι Χόπκινς που ήταν ο κεντρικός χαρακτήρας του Πατέρα, ήταν ο ίδιος ο χαρακτήρας με την ασθένεια της άνοιας, οπότε υπήρχε η αντίστοιχη οπτική μέσα από τον ίδιο. Εδώ, ο χαρακτήρας που ακολουθούμε ουσιαστικά είναι ο Χιου Τζάκμαν, ο πατέρας δηλαδή που βλέπει τον γιο του να παλεύει με κάτι που ο ίδιος δεν μπορεί να κατανοήσει. Όλα φυσικά είναι πάρα πολύ προσεγμένα, ο Τζάκμαν παρουσιάζεται πάντα ατσαλάκωτος και περιποιημένος μέσα σε γραφεία και στο ίδιο του το σπίτι, ένας πετυχημένος δικηγόρος με προοπτικές ακόμα μεγαλύτερης ανέλιξης. Όλα αυτά τα αντικείμενα των σκηνικών που βλέπουμε έχουν έναν διακριτικό σκοπό στην τοποθέτησή τους. Και μια σημαντική εξέλιξη της πλοκής είναι το πώς αυτή η τέλεια εικόνα του Τζάκμαν σταδιακά φθείρεται καθώς ο ίδιος βγαίνει από τα νερά του και φανερώνονται μια σειρά από ελαττώματα. Ο 20χρονος Ζεν ΜακΓκραθ που υποδύεται τον γιο καλείται να οπτικοποιήσει μια σειρά από εκφάνσεις της κατάθλιψης, καταρχάς το ίδιο του το μπέρδεμα ως προς αυτό που βιώνει, τα αντιφατικά συναισθήματα τα οποία εκφράζει στη συνέχεια όταν καλείται να αντιμετωπίσει τους γονείς του στην καθημερινότητα, η ανάγκη να βρει μια αιτία για όλο αυτό που στην προκειμένη περίπτωση είναι η φυγή του πατέρα του από το σπίτι για να φτιάξει μια καινούρια οικογένεια. Κάτι τέτοιο μπορεί να ακούγεται κάπως απλοποιημένο ως αιτία για την ασθένεια του χαρακτήρα αλλά είναι ένας χαρακτήρας 17 χρονών που δεν καταλαβαίνει τι του συμβαίνει και αναζητά κάτι πρακτικό για να το αντιμετωπίσει. Ο ρόλος που έχει να δώσει εδώ ο ΜακΓκραθ είναι ακόμα πιο δύσκολος επειδή η οπτική δεν είναι μέσα από τον ίδιο και σε κάθε σκηνή δίνει τον καλύτερό του εαυτό, μετουσιώνει μια ασθένεια πολύ αναγνωρίσιμα για όποιον τη γνωρίζει. Ένα μικρό spoiler alert σε αυτό το σημείο, σε σχέση με την τελευταία σκηνή όπου ο ΜακΓκραθ εμφανίζεται πλήρως “φυσιολογικός” σύμφωνα με τη λογική του πατέρα του με έναν υπερβολικό και απίθανο τρόπο απόλυτης ευτυχίας σε κάθε τομέα. Η σκηνή φυσικά είναι φαντασιακή και ο Τζάκμαν σκέφτεται πώς θα ήθελε να είναι τα πράγματα, σαν μια υπενθύμιση ότι οι αόριστες λεκτικές εκδηλώσεις αγάπης δεν σημαίνουν τίποτα όταν δεν μπορείς να ανταπεξέλθεις σε προκλήσεις άγνωστες για σένα και καταλήγεις κομμάτι του προβλήματος. Και σε όλα αυτά, το σενάριο του Φλόριαν Ζέλερ διατηρεί ένα πολύ υψηλό επίπεδο στην προσέγγιση, την εξέλιξη και την παρουσίαση, οι διάλογοι είναι ό,τι θα περίμενε κανείς από έναν αναγνωρισμένο θεατρικό συγγραφέα. Είναι μια βάναυση εμπειρία, τουλάχιστον εδώ γίνεται για κάτι με πραγματική κινηματογραφική αξία και αν στο μεταξύ ανοίξει λίγο και τα μάτια στον κόσμο γύρω από την κατάθλιψη, καλοδεχούμενο θα είναι.
Οι Παγιδευμένες Ψυχές είναι μια σειρά ταινιών τρόμου που έχουν καταφέρει να κρατήσουν ένα σταθερό επίπεδο ποιότητας για τέσσερις ταινίες. Σε αυτό βοήθησε κυρίως η συμβολή του James Wan και του Leigh Whannell και χάρηκα πάρα πολύ που εδώ ο Patrick Wilson, ένας βασικός πρωταγωνιστής των ταινιών που για πρώτη φορά βρίσκεται πίσω από την κάμερα, έδειξε ότι αντιλαμβάνεται πλήρως την ατμόσφαιρα που περιλαμβάνουν τα “Insidious” και όχι μόνο μπόρεσε να την επαναλάβει χωρίς να πέφτει στην απλή μίμηση αλλά να την αναπαράξει βάζοντας μπροστά τα δικά του δυνατά χαρτιά. Επειδή ο Wilson έχει πλούσιο θεατρικό παρελθόν, η ταινία του βασίζεται κυρίως στις διαπροσωπικές σχέσεις των χαρακτήρων. Τις περισσότερες φορές έχουμε σκηνές όπου η αλληλεπίδραση γίνεται μεταξύ δύο χαρακτήρων, αναπτύσσει μια σχέση πατέρα και γιου που αξιοποιεί για να ορίσει νοηματικά όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της ιστορίας, και κρατάει έτσι τα πράγματα σαφή, τους χαρίζει ουσία και δημιουργεί τον απαραίτητο τρόμο. Τα πλάνα που δημιουργεί είναι σχεδιασμένα με μέτρο και ουσία, τα jump-scares εντάσσονται οργανικά μέσα στον ρυθμό της σκηνής και επιτελούν άψογα τον σκοπό τους. Και μην ξεχνάμε κάτι σημαντικό, ότι ενώ εμείς σαν θεατές ξέρουμε ποιο είναι το μεταφυσικό στοιχείο και πώς λειτουργεί, οι χαρακτήρες εδώ το αγνοούν και προσπαθούν να το ανακαλύψουν, και παρόλα αυτά η ταινία παραμένει συνεχώς ενδιαφέρουσα γιατί οι χαρακτήρες είναι ισχυροί και σε καλούν να τους ακολουθήσεις. Ο Ty Simpkins είναι μεγάλη αποκάλυψη, ο ρόλος του δεν είναι τόσο περίπλοκος όσο στη “Φάλαινα” αλλά πρέπει να σηκώσει πάνω του μια ολόκληρη ταινία και ενώ αυτό που χρειάζεται κυρίως να κάνει είναι εξωτερικεύσει πειστικά κάποια συναισθήματα, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είναι πάρα πολύ ιδιαίτερα και ενδιαφέροντα και ο Simpkins κρύβει πίσω από αυτά έναν πλούσιο εσωτερικό κόσμο. Ακόμα και ο Patrick Wilson με τη Rose Byrne δίνουν μια πιο ζωντανή ερμηνεία από αυτή των προηγούμενων ταινιών. Μαζί με την πρωτότυπη ταινία, η “Πορφυρή Πόρτα” είναι εύκολα η καλύτερη της σειράς.
Ο Λουί Γκαρέλ, ένας πολύ αγαπημένος και αδιαμφισβήτητα ταλαντούχος γάλλος ηθοποιός, τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί και στη σκηνοθεσία. Γιος του Φιλίπ Γκαρέλ, ενός διακεκριμένου σκηνοθέτη, οι ταινίες του Λουί είναι κατασκευασμένες από τον ίδιο με μια πιο προσιτή λογική για τον θεατή. Η ιστορία που αφηγείται στο “Τα Πάνω Κάτω” είναι εμφανώς στραμμένη στο να αναδείξει το χιούμορ και τις κωμικές καταστάσεις παρά να δείξει κάποια καλλιτεχνική ματιά. Ο Γκαρέλ κρατά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο ενός 40χρονου άντρα που προσπαθεί να αντιμετωπίσει αυτό που ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως πρόβλημα, δηλαδή τον γάμο της 60χρονης μητέρας του με έναν πρώην κατάδικο, τον οποίο θεωρεί επικίνδυνο και προσπαθεί να βρει αποδείξεις για να τον ξεσκεπάσει, μπλέκοντας και ο ίδιος σε εγκληματικές συμπεριφορές. Εξίσου σημαντικό ρόλο παίζει η σχέση του με την Κλεμένς (την υποδύεται η Νοεμί Μερλάν) που ως απλή φίλη συμπορεύονται μαζί στη ζωή. Και εκεί υπάρχει καταρχάς μια ανίση διαχείριση του υλικού ως προς το ύφος. Ενώ ο Γκαρέλ δίνει μια διακριτική και υποτονισμένη ερμηνεία, η Μερλάνς είναι γεμάτη ενέργεια, όπως και οι υπόλοιποι χαρακτήρες, με τον Γκαρέλ ως σκηνοθέτη όμως να δίνει μεγαλύτερο βάρος πάνω τους. Επίσης, το ενδιαφέρον είναι κυμαινόμενο, οι σκηνές όπου οι χαρακτήρες υποδύονται μεταξύ τους κάνοντας πρόβα για να παραστήσουν το ζευγάρι λειτουργούν με πολύ μεγαλύτερη ποιότητα από τον απλό αστεϊσμό που διακατέχει την υπόλοιπη ταινία αλλά δεν αρκούν για να παρασύρουν την υπόλοιπη ταινία σε μια αίσθηση ότι αυτό που βλέπω είναι κάτι που με διασκεδάζει πραγματικά.
Ο μόνος λόγος, που αποδείχτηκε όμως καθοριστικός στο να πω ότι είδα αυτή την ταινία παραδόξως με ευχαρίστηση, ήταν οι τέσσερις πρωταγωνίστριές της. Η Νταϊάν Κίτον, η Τζέιν Φόντα, η Κάντις Μπέργκεν και η Μαίρη Στίνμπεργκεν. Υποδύονται τέσσερις γυναίκες γύρω στα 75 θα τολμήσω να πω παρότι δεν αποσαφηνίζεται ποτέ που οργανώνουν ένα ταξίδι καλοπέρασης στην Ιταλία για το μπατσελορέτ πάρτι του γάμου της Τζέιν Φόντα, της μέχρι τώρα αμετανόητης εργένισσας. Για μένα είχε ενδιαφέρον το πώς ενώ η ταινία μοιάζει σαν να αντιγράφει ουσιαστικά το σενάριο του “Sex and the City 2”, μιας απαίσιας ταινίας και σε κατασκευή και σε νοοτροπία που φυσικά έχω δει, δεν μου προξένησε την παραμικρή ενόχληση. Τα λεφτά των τεσσάρων γυναικών μοιάζουν ατελείωτα, οι απρόσμενες καταστάσεις που προκύπτουν δεν συμβαίνουν ούτε σε 18χρονο που ξεσαλώνει δίχως αύριο με άγνοια κινδύνου. Οι ίδιες οι ηρωίδες μοιάζουν να έχουν ελάχιστες διαφοροποιήσεις και το σενάριο να τους δίνει ατάκες πρακτικά στην τύχη γιατί δεν έχει ουσιαστική σημασία σε ποια κολλάνε καλύτερα. Παρόλα αυτά, ο καθοριστικός παράγοντας είναι ότι αυτές οι τέσσερις ηθοποιοί είναι πραγματικά αξιολάτρευτες να τις παρακολουθείς και ο τρόπος που απολαμβάνουν οι ίδιες τους ρόλους τους σαν 20χρονες στο σώμα 70χρονων, όχι με τρόπο αφέλειας αλλά με όρεξη για ζωή, έκανε εμένα τουλάχιστον σε υποκειμενικό βαθμό να περάσω καλά. Ο Μπιλ Χόλντερμαν που κάνει τη σκηνοθεσία δεν αφήνει τα πράγματα στη μοίρα τους, κρατάει ένα μέτρο στο πώς παρουσιάζει την κάθε σκηνή ώστε να μην κάνει έναν ξετσίπωτο τουριστικό οδηγό. Αλλά αυτά είναι κάποιες λεπτομέρειες που θα μπορούσα με την ίδια ευκολία να αγνοήσω και να πω ότι η ταινία είναι ανούσια και επιδειξιομανής.
Κάτι τέτοιες ταινίες μου κινούν το ενδιαφέρον λόγω του κόνσεπτ αλλά πολύ συχνά οι δημιουργοί τους δεν καμία εικόνα του πώς αυτό από μόνο του δεν δίνει κάτι και πως την ιδέα αυτή πρέπει να την αναπτύξουν. Και ο “Τέταρτος Επιβάτης” είναι μια τέτοια περίπτωση. Πολύ συνοπτικά οι χαρακτήρες της ταινίας είναι άσχετοι μεταξύ τους επιβάτες που μετακινούνται με το ίδιο αυτοκίνητο και μοιράζονται τα έξοδα. Η ταινία όλη εκτυλίσσεται κατά βάση μεσα σε αυτό το αυτοκίνητο οπότε με βάση αυτή την καθορισμένη χωροταξία περιμένεις, τι άλλο, τις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων αυτών. Εκεί λοιπόν δεν υπάρχει τίποτα το ενδιαφέρον, τίποτα το πραγματικά έξυπνο, η ταινία θεωρεί από μόνη της ότι προσφέρει ανατροπές και αποκαλύψεις, ότι είναι ταυτόχρονα κωμωδία αλλά και θρίλερ και ότι έχει δράμα με ουσία. Το μόνο που έχει αυτή η ταινία είναι τέσσερις άνθρωποι σε ένα αυτοκίνητο. Και το μόνο που μου τράβηξε το ενδιαφέρον να παρατηρήσω μετά από 100 λεπτά που το έβλεπα, ήταν ότι αυτό μάλλον είναι ένα καλό αυτοκίνητο.
Και για τους λάτρεις των βίντεο…
# κάντε εγγραφή στο you-tube channel του Ορέστη Μαλτέζου και δείτε όλα τα βίντεο
Καλές κινηματογραφικές βραδιές!