Συντάκτης: Γιώργος Ξανθάκης

Η δεκαετία του 1990

Εισερχόμενος στην δεκαετία του ‘90, ο Spielberg πήρε αρνητικές κριτικές με την υπερ-θεαματική αλλά άτονη ταινία φαντασίας «Κάπταιν Χουκ» (1991), αλλά το 1993 πήρε την εκδίκηση του επιστρέφοντας  στο είδος της sci-fi περιπέτειας μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη το ομώνυμο μυθιστόρημα του Michael Crichton «Τζουράσικ Παρκ». Με καταιγιστικό αφηγηματικό ρυθμό και επαναστατικά ειδικά εφέ, η ταινία έγινε η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία όλων των εποχών την περίοδο κυκλοφορίας της και βραβεύτηκε με τρία Όσκαρ.

Όταν ο δεκαετής αγώνας του για τη δημιουργία της «Λίστας του Σίντλερ» (1993) έδωσε τελικά ένα ισχυρό ασπρόμαυρο έπος του Ολοκαυτώματος, οι θεατές του κινηματογράφου έμειναν έκπληκτοι. Με τρομερή ευαισθησία και διαυγές βλέμμα, εργάστηκε σε στυλ ντοκιμαντέρ, με κάμερα χειρός υπό την επίβλεψη του Janusz Kaminski. Σε αυτή την ασπρόμαυρη ταινία, το μόνο χρώμα -το επαναλαμβανόμενο κοριτσάκι με το κόκκινο παλτό- είναι μια ενσάρκωση της ελπίδας, της ζωής. Το φιλμ πραγματεύεται τη θηριωδία του ολοκαυτώματος των Εβραίων από το χιτλερικό καθεστώς και τη σωτηρία κάποιων από αυτούς από τον γερμανό βιομήχανο Σίντλερ (αξέχαστη η ερμηνεία του Λίαμ Νίσον), που ενώ αρχικά φέρεται σαν αδίστακτος καιροσκόπος, υφίσταται μια συνειδησιακή μεταστροφή και μετατρέπεται σε σταυροφόρο, που δεν διστάζει να θυσιάσει τον εαυτό του για να σώσει τους άλλους. Μολονότι το σενάριο τον παρουσιάζει λιγότερο πολύπλοκο χαρακτήρα απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα, ο συναισθηματικός και ηθικός αντίκτυπος της ταινίας συγκλονίζει. Το φιλμ έλαβε συνολικά 12 υποψηφιότητες για Όσκαρ, κερδίζοντας επτά, ανάμεσα τους και το βραβείο καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας, και αποτελεί το “magnum opus” του δημιουργού, έργο διαχρονικό, εμβληματικό, πανανθρώπινο, μνημειώδες.

Το 1997, σκηνοθέτησε τη συνέχεια του «Τζουράσικ Παρκ» με τον τίτλο «Ο Χαμένος Κόσμος: Τζουράσικ Παρκ» σε ύφος πιο τρομακτικό και αλληγορικό από το πρώτο μέρος. Επόμενη ταινία ήταν το «Amistad» (1997), ένα ακαδημαϊκό και πομπώδες αντιρατσιστικό ιστορικό δράμα που πήρε μικτές κριτικές.

Το 1998, ο Spielberg ασχολήθηκε ξανά με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την ταινία «Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν». Η ταινία έγινε τεράστια εισπρακτική επιτυχία και ο Spielberg βραβεύτηκε με το δεύτερό του Όσκαρ σκηνοθεσίας. Γράφει ο Γ. Μπακογιαννόπουλος: «…Η σκηνοθεσία και η κινηματογράφηση της απόβασης είναι εκπληκτικά εντυπωσιακές, όχι μόνο ο πόλεμος αποκαλύπτεται με τη ρεαλιστική, απάνθρωπη αγριότητά του, αλλά και οι στρατιώτες έχουν «πρόσωπο» και άποψη. Το θάρρος και η απόφασή τους τίθενται υπό κρίση και επιβεβαιώνονται μόνο μέσα στην ομάδα, ως αλληλεγγύη και απαισιόδοξη εγγύτητα στον θάνατο … H «Διάσωση» δεν έχει ούτε τον σπασμό του «Σταυροί στο Μέτωπο» ούτε την παγωμένη ακρίβεια του «Mέταλ Tζάκετ» (ο Spielberg δεν είναι Kούμπρικ). Δεν έχει ούτε τη φιλολογική-ανθρώπινη ποιότητα του Mάιλστοουν στο ανυπέρβλητο «Προγεφύρωμα Σφαγής». Όμως, είναι το «άριστο» του Spielberg και εξαίρετα ερμηνευμένο …»

Η δεκαετία του 2000

Το 2001, o Spielberg σκηνοθέτησε το τελευταίο απραγματοποίητο σχέδιο του Stanley Kubrick, «Α.Ι. Τεχνητή Νοημοσύνη», ένα γυρισμένο με δεξιοτεχνία, αλλά και μελοδραματισμό, κινηματογραφικό παραμύθι για μια μελλοντική κοινωνία όπου τα ρομπότ αρχίζουν να αντικαθιστούν τον άνθρωπο. Εκπληκτική η ερμηνεία του Χάλεϊ Τζόελ Όσμεντ, παλινδρομεί από το αλλόκοτο στο βαθιά παιδικό ή ανθρώπινο, όπως δηλαδή ταιριάζει σε ένα παιδί-ρομπότ με τεχνητή νοημοσύνη και συναισθήματα.

Το «Minority Report» (2002) είναι ένα μείγμα φουτουριστικής περιπέτειας και θρίλερ. Σε ένα κοντινό μέλλον όπου ο αρχηγός του ειδικού σώματος πρόληψης εγκλήματος βρίσκεται ξαφνικά ο ίδιος κυνηγημένος: μια σκηνοθετημένη με δεξιοτεχνία, βουτηγμένη σε ζοφερή νουάρ ατμόσφαιρα ταινία.

Ο Λεονάρντο ντι Κάπριο υποδύεται τον πιο ευφυή απατεώνα όλων των εποχών στο «Πιάσε με Αν Μπορείς» (2002), ένα κωμικό κινηματογραφικό παιχνίδι ειδώλων, προσποίησης και μεταμφίεσης. Στο ίδιο μοτίβο ο Τομ Χανκς ενσαρκώνει τον αληθινό ήρωα από ανατολική χώρα, που έχει εγκλωβιστεί στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης, διότι η χώρα του τελεί υπό φασιστικό καθεστώς και δεν του επιτρέπεται  η έξοδος από το αεροδρόμιο ούτε η επιστροφή του πίσω στη χώρα του, στην ανάλαφρη αλληγορία «The Terminal» (2004), φιλμ που στιγματίζει τον ρατσισμό και την ξενοφοβία.

Η επόμενη χρονιά βρήκε τον σκηνοθέτη να καταδύεται ξανά στο είδος sci-fi μεγάλου προϋπολογισμού με τον «Πόλεμο των Κόσμων» (2005), μια φιλόδοξη προσαρμογή του ομώνυμου βιβλίου του Γουέλς, με χορταστική δράση, περίτεχνη σκηνοθεσία, αλλά και ενδιαφέρουσες αναφορές κυρίως στο σύγχρονο κλίμα αντιτρομοκρατικής υστερίας.

Στο «Μόναχο» (2005) κινηματογραφεί με αυθεντικότητα και ρώμη την αληθινή ιστορία της σφαγής των ισραηλινών αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου κατά τη δεκαετία του ’70 από Παλαιστίνιους, που έμεινε στην ιστορία ως  «Μαύρος Σεπτέμβρης».

Το 2008 σκηνοθέτησε την τέταρτη και πιο αδύναμη ταινία της σειράς του Ιντιάνα, «Ο Ιντιάνα Τζόουνς και το Βασίλειο του Κρυστάλλινου Κρανίου», και το 2011 στις «Περιπέτειες του Τεντέν: Το Μυστικό του Μονόκερου» εκσυγχρονίζει το ρετρό κινούμενο σχέδιο περιγράφοντας τις περιπέτειες του ριψοκίνδυνου δημοσιογράφου Τεν Τεν και του χαριτωμένου σκύλου του.

Η δεκαετία του 2010 και μετά

Το πολεμικό δράμα «Το Άλογο του Πολέμου» (2011) βασίζεται στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Μάικλ Μορπούργκο, που προσεγγίζει με γνήσια έμπνευση μια δραματική ιστορία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 2012 σκηνοθέτησε με ακρίβεια και ωριμότητα το βιογραφικό δράμα δωματίου «Λίνκολν», εστιάζοντας στους τέσσερις τελευταίους μήνες της ζωής του αγαπημένου προέδρου όλων των Αμερικανών, με τον ερμηνευτικά αξεπέραστο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η «Γέφυρα των Κατασκόπων» (2015) αποτελεί ύμνο για τον αμερικανό ήρωα της διπλανής πόρτας σε συσκευασία μιας ταινίας κατασκοπείας, ενώ το «The Post: Απαγορευμένα Μυστικά» (2017) διηγείται με συναρπαστικό τρόπο ένα πραγματικό περιστατικό στην ιστορία του αμερικανικού Τύπου της δεκαετίας του 70, κάνοντας μια απροκάλυπτα στρατευμένη πολιτική ταινία.

Στο “Ready Player One” (2018) κάνει πάμπολλες αναφορές στην κουλτούρα των 80’s, αφού σε αυτό τον εικονικό κόσμο όλα σχετίζονται με τις μουσικές, τις ταινίες και την αισθητική εκείνης της δεκαετίας. Κινηματογραφεί τη μισή ταινία ως videogame, δημιουργώντας μια χαριτωμένη περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, αποδίδοντας φόρο τιμής στην εποχή που γαλουχήθηκε.

Στο «West Side Story» (2021) συνθέτει μια ευπρόσδεκτη αναθεώρηση του κλασικού μιούζικαλ των Robert Wise και Jerome Robbins.

Στη τελευταία μέχρι σήμερα δημιουργία του, «The Fabelmans» (2022), ο Spielberg αυτοβιογραφείται, στέλνοντας τη δική του επιστολή αγάπης στο σινεμά. Πρόκειται για μια ιστορία ενηλικίωσης ενός νεαρού αγοριού, που ανακαλύπτει ένα καταστροφικό οικογενειακό μυστικό, και μέσα από το σινεμά προσπαθεί να γιατρέψει τις πληγές του. Με τρυφερότητα και ευαισθησία, ανατέμνει το παρελθόν της οικογένειάς του, και με μια βαθιά διάθεση εξομολόγησης μιλάει για την ανάγκη του να κάνει ή και να βλέπει ταινίες.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

O Spielberg είναι διαχρονικά ο μεγάλος «παραμυθάς» του Χόλιγουντ. Όντας ιδιαίτερα επιδραστικός ενστάλαξε στο ευρύ κοινό μια ισχυρή δόση αντι-ελιτισμού ως αντιστάθμισμα στις «κουλτουριάρικες» ταινίες του ευρωπαϊκού και του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά. Στατιστικά είναι ο πιο επιτυχημένος σκηνοθέτης και παραγωγός της ιστορίας του κινηματογράφου, έχοντας διασταυρωθεί με όλα τα είδη: ταινίες τρόμου, διαστημικές φαντασίες, περιπέτειες για μικρούς και μεγάλους αλλά και «σοβαρές» ταινίες. Αποτελεί μια  μυθική μορφή σκηνοθέτη-χειραγωγού και παράλληλα δαιμόνιου επιχειρηματία, που σχεδιάζει και εκτελεί τα πάντα σε μεγαλειώδη κλίμακα. Οι ταινίες του αποτελούν επιτομή της λαϊκής κουλτούρας και της απενοχοποιητικής διασκέδασης, και ο ίδιος χαίρει παγκόσμιας αναγνώρισης ως σπουδαίος σκηνοθέτης και ανυπέρβλητος τεχνίτης. Το αγαπημένο του μοντέλο ταινίας είναι ένα μείγμα περιπέτειας, θρίλερ και επιστημονικής φαντασίας με πολυσυλλεκτικά δάνεια από τη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ.

Ωστόσο, μια εγγενής αδυναμία του -στην προσπάθεια του να γίνει πιο εμπορικός- είναι ότι «παιδεύεται» να χειραγωγεί τον θεατή με αχρείαστους επεξηγηματικούς διαλόγους και ρόδινη συναισθηματική μπαναλιτέ, ενώ στο τέλος της διαδρομής τον επιστρέφει με απλοϊκές -συχνά αφελείς- λύσεις στον τακτοποιημένο εφησυχασμό του «αμερικανικού παραδείσου» του. Από αυτή την άποψη αν συγκρίνουμε το έργο του  με το σύμπαν σπουδαίων σύγχρονών του δημιουργών όπως ο Kubric ή ο Mallick, τα όρια της εμβέλειας του Spielberg είναι σαφή. Όπως εύστοχα συνόψισε ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος: «Ένας σπουδαίος σκηνοθέτης, ένας ανυπέρβλητος τεχνίτης, ένας άξιος παραμυθάς, αλλά χωρίς τον πυρήνα και την υφή του μεγάλου δημιουργού. Το αληθινό δράμα της ανθρώπινης μοίρας, μεταφυσικό ή εγκόσμιο, το ρίγος στην καρδιά του σκοταδιού, ο παλμός στο θρόισμα του φωτός, βρίσκονται πέρα από τις δυνατότητές του».

Διαβάστε και τα δύο πρώτα μέρη:

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *