Βήμα στους Αναγνώστες: εκείνα τα Κλίματα Αγάπης…
Συντάκτης: Γιώργος Χατζελένης
Μπορεί να μαγεύτηκα πρόσφατα με το “Κλίματα Αγάπης” του Νουρί Μπίλγκε Τσεϊλάν, όμως κατά τη διάρκεια της ταινίας συνειδητοποίησα πως είχα επιχειρήσει ξανά πριν από μια δεκαετία να την δω. Η αλήθεια είναι πως τότε δεν με άγγιξε ιδιαίτερα και μου είχε φανεί αρκετά αργή. Όμως μετά τη δεύτερη προβολή της μπορώ να πω με σιγουριά πως είναι μια από τις πιο ειλικρινείς, ζεστές κι αυθεντικές ταινίες πάνω στα αδιέξοδα των σύγχρονων σχέσεων, την βασανιστική κυριαρχία της μοναξιάς και την έλλειψη εμπιστοσύνης. Μια βαθιά ανάλυση πάνω στην ανθρώπινη ανασφάλεια και μια αναθεώρηση στα υπαρξιακά ερωτήματα που ταλαιπωρούν αρκετούς από μας καθημερινά.
Η ιστορία στέκεται κυρίως στη μοναχική ζωή ενός μποέμ ακαδημαϊκού με φόντο τα σκαμπανεβάσματα της σχέσης του. Για να γίνει καλύτερη εμβάθυνση στο ψυχικό κόσμο του πρωταγωνιστή, η ταινία χωρίζεται σε τρεις εποχές. Από το ζεστό κι ειδυλλιακό καλοκαίρι δίπλα στη θάλασσα, μας ταξιδεύει στις βροχερές μοναχικές περιπλανήσεις στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης για να καταλήξει στα χιονισμένα τοπία της Μικράς Ασίας.
Το ζευγάρι της ιστορίας μας συστήνεται στις υπέροχες παραλίες του Κας, μιας παραθαλάσσιας πόλης απέναντι από το Καστελόριζο. Η σχέση τους βρίσκεται σε ένα τέλμα κι αυτό γίνεται εμφανές στις επικρατούσες στιγμές σιωπής, αλλά και στις εντάσεις που προκαλούνται μπροστά σε τρίτους. Σε μια απ’ αυτές τις εντάσεις, ο πρωταγωνιστής παίρνει την απόφαση να ζητήσει από τη σύντροφό του να χωρίσουν καθώς η σχέσης τους δεν τραβάει πλέον. Οι διακοπές λήγουν άδοξα με την φυγή της συντρόφου του, ενώ λίγες μέρες μετά αναχωρεί κι εκείνος μόνος για την Κωνσταντινούπολη. Αρχίζει μια ατέρμονη περιπλάνηση στους δρόμους της Πόλης προσπαθώντας να μαζέψει τα κομμάτια του και να οργανώσει τη νέα του καθημερινότητα. Στις μοναχικές του περιπλανήσεις συναντάει μια πρώην σύντροφό του, η οποία έχει συνάψει σχέση με έναν δικό του φίλο. Η ζήλια κι η ανδρική κτητικότητα θα τον οδηγήσουν έξω από την πόρτα της. Η ερωτική τους συνεύρεση που θα ακολουθήσει δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ανούσια ικανοποίηση του εγωισμού του. Μία λανθασμένη βραδιά που θα ωθήσει τον πρωταγωνιστή στη ζεστασιά της προηγούμενης συντρόφου του που χώρισε το καλοκαίρι. Την αναζητά μες στο καταχείμωνο σε ένα χιονισμένο ορεινό χωριό όπου έχει πάει για γυρίσματα. Μία πολυπόθητη για ‘κείνον συνάντηση που μετατρέπεται σε αναζήτηση του κατάλληλου γιατρικού για τον κατευνασμό της εσωτερικής του πάλης.
Είναι η μοναδική φορά που ο Τσεϊλάν βρίσκεται πίσω και μπροστά από τον κινηματογραφικό του φακό, επιλέγοντας έναν αμφιλεγόμενο ήρωα στο πρόσωπο του οποίου μπορεί να καθρεφτιστεί το δικό μας είδωλο. Εσωστρεφής, μελαγχολικός κι άκρως μοναχικός, βρίσκει διέξοδο στις φωτογραφικές του εξορμήσεις, άλλες φορές σε μαγευτικούς αρχαιολογικούς χώρους κάτω από τον ζεστό ήλιο της Μεσογείου κι άλλες φορές σε ονειρικές ορεινές πλαγιές με όμορφα μοναστήρια. Σ’ αυτές τις μοναχικές του περιπλανήσεις έρχεται αντιμέτωπος με τις επιλογές του.
Η συναισθηματική του πορεία καταγράφεται σε τρεις εποχές. Ενώ πνίγεται σε μία σχέση που έχει βαλτώσει διαπιστώνει πως η πολυπόθητη αποδέσμευση δεν του προσφέρει την ηρεμία που αποζητά. Η επιστροφή του στο παρελθόν δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια μίζερη προσπάθεια αποφυγής της σαρκικής του σήψης. Δεν είναι τυχαίο που η ερωτική πράξη με την πρώην σύντροφό του είχε την μορφή βιασμού καθώς πλήττεται η αξιοπρέπεια κι η εμπιστοσύνη μεταξύ των προσώπων και κυρίως μεταξύ φίλων. Με την πράξη αυτή συνειδητοποιεί πως η κενότητά του όχι μόνο δεν εξαλείφεται, αλλά διογκώνεται απειλητικά. Φτάνοντας σε ένα δύσκολο σταυροδρόμι, αποφασίζει να αναζητήσει την παλιά του αγάπη, που ο ίδιος πλήγωσε. Καλό όμως είναι να τα πιάσουμε όλα πάλι απ’ την αρχή.
Πλάνο πρώτο, ένα ζευγάρι περιπλανιέται στα απομεινάρια ενός παλιού πολιτισμού. Οι αρχαίες κολώνες στέκουν ακόμα όρθιες όσο είναι ακόμη ζωντανές οι μνήμες μέσα στα δυο πρόσωπα. Όμως η καθαρότητα των βλεμμάτων και των συναισθημάτων κυριαρχούν μέσα στο χώρο. “Πλήττεις;” ρωτάει ο πρωταγωνιστής τη σύντροφό του καθώς εκείνην τον παρατηρεί σιωπηλά να φωτογραφίζει το μνημείο. Με χαριτωμένο τρόπο του λέει όχι κι αμέσως απομακρύνεται για να κρύψει το ψέμα της. Στέκεται πάνω σε έναν λόφο και τον παρατηρεί σκεπτόμενη πως η ερώτησή του δεν αναφερόταν μόνο στην παρούσα κατάσταση, αλλά γενικά. Κι η αλήθεια είναι πως πράγματι πλήττει. Εκεί ψηλά συνειδητοποιεί το χάσμα που υπάρχει ανάμεσά τους. Εκείνη προτιμά να παρατηρεί τον κόσμο με τα δικά της μάτια ενώ εκείνος μέσα από τη φωτογραφική του μηχανή, εκείνη προαισθάνεται το τέλος της σχέσης και δακρύζει, καθώς εκείνος σκουντουφλά και πέφτει στο χώμα μαρτυρώντας το πόσο κοντόφθαλμα βλέπει την όλη κατάσταση. Το τέλος είναι κοντά κι έρχεται σε μια υπό άλλες συνθήκες ρομαντική σκηνή στην παραλία, που μεμιάς μετατρέπεται σε μία βασανιστική αντίστροφη μέτρηση, καθώς ο πρωταγωνιστής έχει πάρει την απόφαση κι αναλογίζεται τον τρόπο με τον οποίον θα ζητήσει από τη σύντροφό του να χωρίσουν.
Έρχεται το φθινόπωρο. Η βροχή προσπαθεί να ξεπλύνει την ανασφάλεια. Επιλέγοντας τη μοναξιά, ο κεντρικός ήρωας περιφέρεται σε μία γκρίζα πόλη πνιγμένη στην πολυκοσμία και το άγχος, αναζητώντας μια νέα ερωτική σύντροφο όχι για συναισθηματικό δέσιμο, αλλά για σεξουαλική ικανοποίηση. Αποφεύγοντας δεσμεύσεις κι ευθύνες, αποφασίζει να προσεγγίσει μια προηγούμενη σύντροφό του, η οποία έχει συνάψει δεσμό με έναν φίλο του. Όμως, γρήγορα συνειδητοποιεί πως δεν κάνει τίποτα παραπάνω απ’ το να κοροϊδεύει τη μοναξιά του.
Ακολουθεί ο βαρύς χειμώνας της συνείδησής του. Ξέρει πλέον καλά πως δεν μπορεί να συνεχίσει σ’ αυτόν τον ρυθμό. Αποφασίζει να αναζητήσει την καλοκαιρινή του σχέση όχι επειδή τρέφει συναισθήματα γι’ αυτήν, αλλά επειδή νιώθει ασφάλεια κοντά της. Η συνάντησή τους είναι αναπόφευκτη σε μια μικρή ορεινή πόλη, τυλιγμένη σε ένα πέπλο χιονιού που κρύβει με την αγνότητά του τα λάθη και τις πληγές του καλοκαιριού. Ένα τσάι σε ένα τραπέζι που κυριαρχεί η αμηχανία, κρατώντας ερμητικά κλειστά τα χείλη. Ένα πνιχτό κλάμα σε ένα βαν προσπαθεί να ξαλαφρώσει την κοπέλα από την συσσωρευμένη ένταση κι ένα νευρικό γέλιο θα δώσει την ανόητη αφορμή για ένα πρόωρο τέλος. Ένα τέλος όμως που θα οριστικοποιηθεί μια μέρα μετά με τον πιο κυνικό και σκληρό τρόπο. Ένα πρωινό που έχει όλες τις προϋποθέσεις να γίνει ζεστό και τρυφερό καταλήγει πιο ψυχρό από τον χιονιά που επικρατεί έξω από το παράθυρο.
Τι είναι τελικά οι παλιές σχέσεις; Θόρυβοι αεροπλάνων που πετούν κρυμμένα μες στα σύννεφα δηλώνοντας την παρουσία τους με έναν ενοχλητικό θόρυβο μέχρι να χαθούν διαπαντός στον ορίζοντα;
Το τέλος καλύπτεται σιγά σιγά με νιφάδες χιονιού. Ένα απλανές βλέμμα κοιτάει με χαρμολύπη χαμηλά, προσπαθώντας να επανέλθει από το συναισθηματικό σοκ, κι ένας μιναρές που αχνοφαίνεται στο βάθος προσπαθεί να θυμίσει την χαμένη αρετή της πίστης. Αμέσως ήρθε στο μυαλό μου η συγκινητική φράση της πρωταγωνίστριας του Μανχάταν, η οποία με έναν άκρως γλυκό κι αγνό τρόπο ψελλίζει το “πίστεψε στους ανθρώπους” για να εισπράξει το κυνικό χαμόγελο του Γούντι Άλεν. Δεν υπάρχει καμία πίστη και καμία εμπιστοσύνη μέσα σ’ αυτήν τη σύγχρονη και συναισθηματικά νεκρή κοινωνική ζούγκλα.
Όμως η ταινία δεν είναι πεσιμιστική, ούτε αυτός είναι ο σκοπός της. Αντιθέτως καθρεφτίζει την πραγματικότητα που πολλοί από μας αποφεύγουν να κοιτάξουν κατάματα. Πέρα όμως απ’ αυτό, η ταινία σε μαγεύει από τα ονειρικά της πλάνα, ειδικά στο χιονισμένο χωριό και το υπέροχο μοναστήρι πάνω στο βουνό. Επίσης προβάλλει την άγνωστη για μας Τουρκία, η οποία δε διαφέρει πολύ με την Ελλάδα της οικονομικής κρίσης. Εκπληκτική η σκηνή που φωτογραφίζει ο Τσεϊλάν έναν ταξιτζή με φόντο το μοναστήρι. Όταν ο νεαρός του ζητά μετά ένα αντίγραφο της φωτογραφίας, εκείνος απορημένος τον ρωτάει αν υπάρχουν φωτογράφοι στο χωριό του. Με μια ειλικρίνεια, ο νεαρός του απαντάει πως υπάρχουν, αλλά βγάζουν μόνο φωτογραφίες διαβατηρίων. Όλη η οικονομική και κοινωνική κρίση της γειτονικής χώρας που βιώνουμε κι εμείς, αποτυπωμένη σε τρεις μόνο λέξεις. Η φυγή στο εξωτερικό κι η ερημοποίηση μιας ταλαιπωρημένης χώρας. Επίσης παρατηρούμε την τότε προσπάθεια της Τουρκίας να γίνει αποδεκτή απ’ την Ευρώπη, αποκτώντας δυτικότροπες συνήθειες και συμπεριφορές. Στοιχεία που δείχνουν τόσο ξένα μέσα σε ένα περιβάλλον που μυρίζει ακόμα έντονα ανατολή. Έπειτα, θα θελα πολύ να σημειώσω πως στους ρόλους των γονιών του ήρωα, στους οποίους εμφανίζονται με έντονη και γλυκύτατη χιουμοριστική διάθεση ειδικά η μάνα που θέλει εγγόνια κι ο πατέρας που προσπαθεί να διατηρήσει την κυκλοφορία του αίματος με έναν μάλλινο σκούφο στο κεφάλι, ερμηνεύουν οι ίδιοι οι γονείς του σκηνοθέτη. Όπως επίσης, η σύντροφος του πρωταγωνιστή είναι η πραγματική σύζυγος του Τσεϊλάν. Στοιχεία τα οποία μεμιάς τοποθετούν τα “Κλίματα Αγάπης” στην κατηγορία των πιο σπάνιων και γλυκών ταινιών του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Τέλος, θα θελα πολύ να μιλήσω για τους συμβολισμούς του έργου, αλλά θα επικεντρωθώ στον σημαντικότερο. Τα συναισθηματικά στάδια του πρωταγωνιστή χωρίζονται στις εποχές, οι οποίες ξεχωρίζουν μεταξύ τους λόγω κλίματος. Όμως μια από τις εποχές λείπει. Έχουμε το καλοκαίρι όπου παρακολουθούμε τον χωρισμό. Ακολουθεί το φθινόπωρο όπου η ψυχοσύνθεση του πρωταγωνιστεί ξεσπάει ανεξέλεγκτα όπως η απρόσμενη βροχή και με κτηνώδη τρόπο κάνει έρωτα στη γυναίκα του φίλου του. Ο συναισθηματικός του θάνατος κι ο φόβος του ψυχικού του αδιεξόδου υποδηλώνονται με τον χειμώνα. Η άνοιξη όμως απουσιάζει σκόπιμα μαρτυρώντας το οριστικό τέλος της σχέσης. Ο καιρός αλλάζει, αλλά μέσα μας εξακολουθεί να επικρατεί το τίποτα!
Το «Κλίματα Αγάπης», πέρα από την εικαστική ευχαρίστηση, την ερωτική μελαγχολία, την τρυφερότητα και την καλαισθησία που προσφέρει απλόχερα, γίνεται ένας ειλικρινής κι αυστηρός φίλος που μας χτυπάει στοργικά την πλάτη, συμβουλεύοντάς μας πως ο χρόνος κυλάει και είναι μεγάλο λάθος να χρονοτριβούν οι αποφάσεις που πρέπει να παρθούν άμεσα, διότι η ζωή δε γυρνάει πίσω κι η κάθε στιγμή έχει τόση μαγεία, που είναι αμαρτία όταν χάνεται στη μιζέρια της στασιμότητας και της ευθυνοφοβίας.