Συντάκτης: Γιώργος Σπανός

συνέχεια από: Ο Ξεχασμένος Βόιτσεχ Χας (‘Α Μέρος)

«Οι Κώδικες» (1966) είναι η τελευταία ταινία του για τη μεταπολεμική Πολωνία και είναι πια εμφανές ότι ο «μετά-Σαραγόσα» Has ως δημιουργός έχει ήδη πάρει μια νέα, διαφορετική τροχιά. Τα φιλοσοφικά θέματά του, συγγενικά με το «Χειρόγραφο της Σαραγόσα», έχουν εμφανιστεί πλέον στο προσκήνιο, ενώ η ονειρική σεκάνς των φαντασμάτων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου προς το τέλος της ταινίας προοιωνίζει την εικονογραφία του «Σανατορίου της Κλεψύδρας». Ένας παλιός αντιστασιακός, μετά από απουσία 20 χρόνων στο εξωτερικό, επιστρέφει στην Κρακοβία όπου ξαναβρίσκει τη γυναίκα του και τον μεγάλο γιό του, και προσπαθεί να μάθει την τύχη του άλλου του γιου που είχε εξαφανιστεί κατά τη διάρκεια τη Κατοχής. Μήπως είναι ακόμα ζωντανός; Μήπως συνεργάστηκε με τους Γερμανούς; Η προσπάθειά του πατέρα να κατασκευάσει μια συνεκτική εικόνα των γεγονότων περνάει μέσα από φθαρμένες αναμνήσεις και ατελέσφορες διηγήσεις τρίτων, άλλοτε επικαλυπτόμενες, άλλοτε αντιφατικές, αποκαλύπτοντας άλλα από αυτά που ξεκίνησε να αναζητήσει και, τελικά, την «άπιαστη» φύση της πραγματικότητας, η πολυπλοκότητα της οποίας είναι εγγενώς αδύνατον να αποκωδικοποιηθεί. Αποδεχόμενοι αυτό, ίσως οι άνθρωποι μπορέσουν να προχωρήσουν.

Ακολουθεί «Η Κούκλα» (1968), η πρώτη έγχρωμη ταινία του, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του μεγάλου Πολωνού συγγραφέα Bolesław Prus. Το μυθιστόρημα ανήκει στη μεγάλη παράδοση του είδους bildungsroman και φέρνει στον νου έργα όπως «Το Κόκκινο και το Μαύρο» και «Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ». Ο νεαρός τυχοδιώκτης Wokulski, απόγονος ξεπεσμένων ευγενών, γίνεται πλούσιος κάνοντας εμπόριο και επιχειρεί να κερδίσει την καρδιά μιας ψυχρής, κενής αριστοκράτισσας, η οικογένεια της οποίας έχει χρεωκοπήσει. Ιδιαίτερα φιλόδοξη ταινία, αλλά δεν είναι από τις δυνατότερες στιγμές του Has, που μάλλον εδώ μένει υπερβολικά προσκολλημένος στο πρωτότυπο κείμενο, παραδίδοντας ένα εξαιρετικά καλαίσθητο και πλούσιο οπτικά, αλλά κάπως επίπεδο αποτέλεσμα. Δεν προσεγγίζει το μεγαλείο και την τραγωδία ενός “Barry Lyndon”, πάντως είναι ένα αξιόλογο δράμα εποχής.

Το «Σανατόριο της Κλεψύδρας» (1973) είναι για πολλούς το αριστούργημα του Has, το αποκορύφωμα της ποίησης και της πρωτοτυπίας του σινεμά του, αλλά και η πιο εσωστρεφής και ερμητική ταινία του.

Ένας άνδρας φτάνει σε ένα απόκοσμο, μισοερειπωμένο σανατόριο, προκειμένου να επισκεφθεί τον ετοιμοθάνατο πατέρα του. Κάποιος γιατρός τον ενημερώνει πως οι τρόφιμοι του σανατορίου έχουν μεν πεθάνει, αλλά ακόμα δεν το γνωρίζουν και ίσως μπορούν να θεραπευτούν, αφού σε αυτό το αλλόκοτο μέρος ο χρόνος διαστρεβλώνεται, παρατείνεται, γυρίζει πίσω και συμπεριφέρεται με απρόβλεπτους τρόπους. Καθώς ο άνδρας περιδιαβαίνει τους χώρους του σανατορίου, αρχίζει να ξαναζεί καταστάσεις από το παρελθόν του, παραφθαρμένες όμως σαν σουρεαλιστικά όνειρα.

Η ταινία είναι εμπνευσμένη από την συλλογή σύντομων ιστοριών «Το Σανατόριο κάτω από την κλεψύδρα» (1937) του συγγραφέα Bruno Schulz, επονομαζόμενου και «Κάφκα της Πολωνίας». Ο Has δεν επεδίωξε να μεταφέρει κατά λέξη τις ιστορίες, παρά τις ιδέες τους, την ατμόσφαιρα και την ποιητική τους. Επέλεξε μάλιστα να επαυξήσει το εβραϊκό στοιχείο του βιβλίου (ο ίδιος ο Schulz άλλωστε, εβραίος, δολοφονήθηκε από έναν αξιωματικό της Γκεστάπο το 1942), με την υπόνοια του Ολοκαυτώματος να πλανάται βαριά πάνω από την ταινία. Έτσι, ο Has δεν μιλάει μόνο για τον θάνατο ενός πατέρα και τις τύψεις του γιου, όπως το πρωτότυπο βιβλίο, αλλά ακόμα περισσότερο για το τέλος μιας ολόκληρης εβραϊκής κοινότητας, τον θάνατο ενός πολιτισμού.

Στο υπερβατικό όραμα των λέξεων του Schulz και των εικόνων του Has, το Σανατόριο της Κλεψύδρας είναι ένας μη-τόπος. Είναι μια μεταιχμιακή κατάσταση του νου, ο αλλόκοτος, φθαρμένος Χρόνος μεταξύ της στιγμής του φυσικού θανάτου και της νοητικής συνειδητοποίησης και αποδοχής του. Μια απέλπιδα προσπάθεια του νου να ξεγελάσει τον εαυτό του, να βρει έναν τρόπο να παρατείνει την πορεία του στον Χρόνο, ανατρέχοντας στη φαντασία του και στους λαβυρίνθους του παρελθόντος του και ψηλαφώντας για γεγονότα που δεν συνέβησαν έτσι ποτέ, παρά μόνο προσπάθησαν να συμβούν. Μόνο ονειρική λογική μπορεί να υπάρξει σε αυτόν τον εύθραυστο επιθανάτιο κόσμο όπου η ίδια η υφή του Χρόνου αποσυντίθεται ανεπανόρθωτα και φρέσκος, άφθαρτος Χρόνος, άλλοτε τόσο άφθονος, πλέον είναι αδύνατον να αγοραστεί.

Με τη ρευστότητα και τη χρονική ελευθερία ενός ονείρου ο πρωταγωνιστής μεταβαίνει μεταξύ σουρεαλιστικών επεισοδίων από τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, ο ίδιος πάντα στο ενήλικο σώμα του, περνώντας κάτω από ένα κρεβάτι ή βγαίνοντας από ένα παράθυρο. Εξωπραγματική είναι και η εικόνα όλων αυτών των χώρων, μια μπαρόκ οπτική πανδαισία της φθοράς: μυστηριώδεις κήποι και τεράστιες αραχνιασμένες κάμαρες, λουσμένες με αλλόκοσμο φως και γεμάτες παράδοξα αντικείμενα, με εκκεντρικές μορφές ντυμένες με εξωφρενικά κοστούμια να παρελαύνουν εντός τους φιλοσοφώντας, σε ένα μεγάλο απόκοσμο καρναβάλι.

Οι πολωνικές αρχές, ανήσυχες για την εικόνα του υγειονομικού συστήματος της χώρας που θεώρησαν πως παρουσίαζε η ταινία (!), αποφάσισαν να μπλοκάρουν τη συμμετοχή της στο Φεστιβάλ Καννών. Ο Has όμως κατάφερε και έστειλε λαθραία μια κόπια, και το φιλμ κέρδισε το Βραβείο της Επιτροπής. Το τίμημα ήταν να μην μπορέσει να ξαναγυρίσει ούτε μία ταινία για τα επόμενα δέκα χρόνια. Σήμερα το Σανατόριο της Κλεψύδρας θεωρείται στη χώρα του μια από τις καλύτερες πολωνικές ταινίες όλων των εποχών.

Οι ταινίες της ύστερης περιόδου του είναι αξιόλογες, αλλά αρχίζουν να παρουσιάζουν και σημάδια ανακύκλωσης των γνώριμων εικόνων του, χωρίς την ίδια έμπνευση και το όραμα που τον χαρακτήριζε στην ακμή του.

Επιστρέφει λοιπόν στον κινηματογράφο το 1983 με το «Μια Ανιαρή Ιστορία», διασκευή της ομώνυμης νουβέλας του Chekhov.

Το καφκικό Write and Fight” (1985), στο μπαρόκ πνεύμα του «Σανατορίου της Κλεψύδρας», είναι η ιστορία ενός δημοσιογράφου που συλλαμβάνεται λόγω των σατιρικών αντικληρικών κειμένων του. Έγκλειστος σε μια αλλοπρόσαλλη φυλακή, εμπνέεται από τις ιστορίες των δύο παράξενων συγκρατουμένων του για να γράψει ένα βιβλίο, και η πραγματικότητα αρχίζει να μπλέκεται με τη φαντασία του. Δεν πλησιάζει τη δύναμη των προηγούμενων ταινιών του σκηνοθέτη, αλλά περιλαμβάνει αξιόλογες ονειρικές σεκάνς και διαλόγους για τη μεταφυσική, τον εγκλεισμό και την ελευθερία της καλλιτεχνικής φόρμας.

«Απομνημονεύματα ενός Αμαρτωλού» (1986), τυλιγμένα στην αχλή του παραμυθιού, μεταφέρουν μια ιστορία γοτθικού τρόμου του 1824 του σκωτσέζου James Hogg σε μια απροσδιόριστη χρονικά και γεωγραφικά τοποθεσία, με διακριτή κεντροευρωπαϊκή αίσθηση. Ο πρωταγωνιστής, ένας νέος μεγαλωμένος με θρησκευτικό ζήλο όσο και με μίσος για τον ετεροθαλή αδερφό του, διαφθείρεται από έναν παράξενο, διαβολικό σωσία του που σταδιακά οικειοποιείται την ταυτότητά του και τον ωθεί να σκοτώσει τον αδερφό του. Από τα λογοτεχνικά “Dr. Jekyll και Mr. Hyde” και το “Πορτρέτο του Dorian Gray”, από την φιλμική φαουστιανή συμφωνία του «Σπουδαστή της Πράγας», ως και τον μοντερνισμό του “Fight Club” και των “Dead Ringers”, το θέμα των ειδώλων, των σωσιών (doppelgangers) και των διπλών προσωπικοτήτων έχει γοητεύσει την ανθρώπινη φαντασία και έχει δώσει έμπνευση για αμέτρητες ιστορίες. Η σάτιρα της Καλβινιστικής ηθικής και ειδικά του δόγματος του προ-ορισμού (predestination) του πρωτότυπου βιβλίου επενδύονται με την περίτεχνη, αλλόκοτη αισθητική του Has. (Ο ίδιος ήταν αγνωστικιστής.)

Η τελευταία του ταινία ήταν οι ονειρικές «Δοκιμασίες του Balthazar Kober» (1988). Μετά, με την Περεστρόικα, ανέλαβε διοικητικές θέσεις σε πολωνικά στούντιο και το 1990 έγινε διευθυντής της μεγάλης κινηματογραφικής ακαδημίας του Łódź. Πέθανε το 2000.

Έτσι ολοκληρώνουμε την επισκόπηση του έργου του Wojciech Has, με την ελπίδα αυτό το αφιέρωμα να παροτρύνει περισσότερους λάτρεις της Έβδομης Τέχνης να γνωρίσουν και να απολαύσουν το σινεμά αυτού του μεγάλου σκηνοθέτη, που εκτιμήθηκε από κριτικούς και σπουδαίους ομότεχνούς του, όπως ο Martin Scorsese που συμπεριέλαβε δύο ταινίες του στη λίστα του «Αριστουργήματα του πολωνικού σινεμά», αλλά παρέμεινε σχεδόν άγνωστος. Θα μείνει για πάντα ξεχασμένος μέσα στη σκόνη του Χρόνου των ταινιών του; Αυτή είναι μια ιστορική αδικία που πρέπει να αποκατασταθεί. Γιατί «τέτοιες ταινίες δεν γυρίζονται πια».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *