Ο Ξεχασμένος Βόιτσεχ Χας (‘Α Μέρος)
Συντάκτης: Γιώργος Σπανός
Αν ζητήσουμε από οποιονδήποτε φανατικό λάτρη της Έβδομης Τέχνης να αναφέρει μερικούς σημαντικούς Πολωνούς σκηνοθέτες, φυσικά θα θυμηθεί τους μεγάλους Roman Polanski, Krzysztof Kieślowski και Andrzej Wajda. Κι όμως, υπάρχει τουλάχιστον ένας ακόμα παραγνωρισμένος γίγαντας του πολωνικού -και παγκόσμιου- σινεμά που αξίζει να μνημονεύεται στο πλευρό των προηγουμένων: ο ποιητής των εσωτερικών ψυχολογικών κόσμων και της φαντασίας, Wojciech Has (Βόιτσεχ Χας) (1925-2000).
O Has, εκτιμήθηκε τόσο στη Δύση όσο και στην Πολωνία, όμως ποτέ δεν έγινε αρκετά γνωστός ώστε να κατανοηθεί και να καθιερωθεί στη δυτική πλευρά του Σιδηρού Παραπετάσματος. Αντίθετα με τους Polanski και Kieślowski, που δημιούργησαν τα αριστουργήματά τους έχοντας πια φύγει από την Πολωνία, και γνώρισαν στη Δύση την απόλυτη καταξίωση για το έργο τους, εκείνος εργάστηκε αποκλειστικά εντός της χώρας του. Αλλά ακόμα και εκεί, στην κομμουνιστική Πολωνία, αποτέλεσε μια ιδιάζουσα περίπτωση, αφού, ξεκίνησε τη δημιουργία του στα πλαίσια της Πολωνικής Σχολής, αλλά σταδιακά ακολούθησε έναν εντελώς ξεχωριστό, προσωπικό καλλιτεχνικό δρόμο προς την κατεύθυνση που τον οδήγησαν η ποιητική ευαισθησία και η αχαλίνωτη φαντασία του.
Το έργο του Has μπορεί να χωριστεί σε δύο περιόδους. Το στυλ που εκ των υστέρων θα αποτελούσε την υπογραφή του ήταν αυτό της δεύτερης: οπτική πανδαισία, ονειρική ατμόσφαιρα, σουρεαλισμός, μεταφυσική, με αδιαμφισβήτητες κορωνίδες το «Χειρόγραφο της Σαραγόσα» και το «Σανατόριο της Κλεψύδρας». Κι όμως, αξίζουν να λάβουν την αναγνώριση που δικαιούνται και οι πιο άγνωστες πρώτες ταινίες του, ρεαλιστικά προσωπικά δράματα γεμάτα λυρισμό, νοσταλγία, και μια γλυκιά, πολωνική μελαγχολία. Σταθερά θέματά του Has, που επανέρχονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είναι η μνήμη, ο Χρόνος, η Πραγματικότητα. Σχεδόν όλες οι ταινίες του υιοθετούν την υποκειμενικότητα μοναχικών πρωταγωνιστών, αταίριαστων με την πραγματικότητά τους, αφηρημένων, χαμένων στις ονειροπολήσεις τους. Η απόδοση αυτών των ενδότερων κόσμων είναι πάντοτε το βασικό μέλημά του. Από άποψης φόρμας, τα μέσα που αξιοποιεί προς αυτόν τον σκοπό ακολουθούν την εξέλιξή του ως σκηνοθέτη. Στις πρώτες ταινίες του επικρατούν ο εσωτερικός μονόλογος και η μουσική, αλλά ακόμα σημαντικότερο ρόλο έχουν τα σκηνικά και οι χώροι, πάντα φορτωμένοι με το βάρος της μνήμης και την πατίνα του χρόνου. Σταδιακά, αυτό το όλο και πιο σουρεαλιστικό ποιητικό ντεκόρ αρχίζει να γίνεται το κεντρικό μέσο οπτικοποίησης των κόσμων του υποσυνείδητου των πρωταγωνιστών του.
Χαρακτηριστικό είναι ότι όλες οι ταινίες του είναι βασισμένες σε λογοτεχνικά έργα, και μάλιστα τα βιβλία είναι ένα μοτίβο που εμφανίζεται κατ’ επανάληψη σε αυτές, συνήθως με σουρεαλιστικές προεκτάσεις. Ο τρόπος με τον οποίο προσάρμοζε τις πηγές του στον κινηματογράφο είναι υποδειγματικός και βασικό συστατικό της ιδιοφυίας του. Πολύ περισσότερο από μια πιστή, «λέξη προς λέξη» απόδοση του πρωτότυπου βιβλίου, αυτό που απασχολούσε τον Has ήταν η οπτικοποίηση και ανάδειξη των ιδεών του, της αίσθησής του. Αυτή η σύνθεση του αποστάγματος των βιβλίων με τον πλούτο και τη φαντασία της προσωπικής κινηματογραφικής γλώσσας του ήταν που έδινε στις ταινίες του μια εντελώς δική τους «ψυχή», είτε επρόκειτο για ευαίσθητο ρεαλιστικό δράμα είτε για σουρεαλιστική extravaganza.
Παρακάτω θα αναφερθούμε στο έργο του με χρονολογική σειρά, δίνοντας έμφαση στις σημαντικότερες ταινίες. Προτείνεται όμως στον υποψήφιο θεατή να ξεκινήσει βλέποντας τις πιο χαρακτηριστικές και σπουδαίες ταινίες του, «Το Χειρόγραφο της Σαραγόσα» και «Το Σανατόριο της Κλεψύδρας», οι οποίες θα καλυφθούν στη συνέχεια του άρθρου, και έπειτα να ψάξει περισσότερο την ιδιαίτερα αξιόλογη υπόλοιπη φιλμογραφία του.
Η εξαιρετική πρώτη ταινία του Has, η βαθιά πεσιμιστική «Θηλιά» (1958), ανακοινώνει έναν χαρισματικό σκηνοθέτη με απόλυτο έλεγχο της τέχνης του και εισάγει κάποια από τα χαρακτηριστικά τού μετέπειτα διακριτού στίγματός του. Ο Kuba έχει αποφασίσει να κόψει το ποτό. Η αγαπημένη του θα γυρίσει στο διαμέρισμά του σε 24 ώρες και μαζί θα πάνε στην κλινική απεξάρτησης. Σε 23 ώρες. Σε 22 ώρες… Η «Θηλιά» ανήκει σε ένα “κλαμπ” ταινιών με παρόμοια θεματολογία: έπεται χρονικά του “The Lost Weekend” (1945) του Billy Wilder και προηγείται του “Le Feu Follet” (1963) του Louis Malle και του, βασισμένου στο ίδιο με αυτό βιβλίο, “Oslo, August 31st” (2011), όπως και του “Leaving Las Vegas” (1995). Όλες τουλάχιστον καλές ταινίες, αλλά η θρασεία άποψη του συντάκτη είναι ότι η «Θηλιά» είναι η καλύτερη. Με σχεδόν εξπρεσιονιστικό τρόπο, το προσωπικό αδιέξοδο και η ασφυκτική απόγνωση του πρωταγωνιστή, ανήμπορου να ξεφύγει από το παρελθόν και παγιδευμένου στον φαύλο κύκλο της ντροπής και του αλκοόλ, μετατρέπονται σε μια εφιαλτική εμπειρία που πιάνει τον θεατή από τον λαιμό. Η ποιητικότητα της ταινίας φτάνει στο αποκορύφωμα σε μια μεθυσμένη, παροξυσμική συζήτηση σε κάποιο μπαρ, με έναν αλκοολικό αποτυχημένο σαξοφωνίστα, για τα όνειρα και τον Χρόνο. Αυτή είναι και η πρώτη συνεργασία του σκηνοθέτη με τον Gustaw Holoubek, αυτόν τον εξαιρετικό ηθοποιό με τα διαπεραστικά μάτια, που έμελλε να γίνει ο πιο σταθερός συνεργάτης του.
Η δεύτερη ταινία του, «Αποχαιρετισμοί» (επίσης του 1958), ένα ρεαλιστικό δράμα εντός των πλαισίων της Πολωνικής Σχολής, αναφέρεται πολύ πιο άμεσα στο καταστροφικό αποτύπωμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στις ζωές των επιζώντων Πολωνών. Στα τέλη της δεκαετίας του 30, δυο νέοι, ο αταίριαστος ονειροπόλος Pawel και η ατίθαση Lidka, ερωτεύονται. Μεσολαβεί ο πόλεμος, σαν απωθημένο, κακό όνειρο (η μετάβαση από την προπολεμική στη μεταπολεμική εποχή είναι, εσκεμμένα, τόσο απότομη που κάνει τον θεατή να αναρωτιέται τι συνέβη) και όλα είναι διαφορετικά. Ο Pawel επιστρέφει από το Auschwitz αλλαγμένος, κυνικός πια, και βρίσκει τη Lidka, παραιτημένη, να έχει παντρευτεί από ανάγκη. Μπορούν ακόμα οι άνθρωποι να αγαπήσουν;
Μεταξύ των δευτερευόντων “One Room Tenants” (1960) και “Gold” (1962), μεσολαβεί μια ακόμα παραλλαγή πάνω στο θέμα της νοσταλγίας και των αποχαιρετισμών: το λυρικό «Αντίο στο Παρελθόν» (1961), ένα μικρό, λεπτό, τρυφερό διαμαντάκι, διάρκειας μόλις 72 λεπτών, για αποχωρισμούς, όχι τόσο με ανθρώπους, όσο με χώρους, με πατρίδες, με αναμνήσεις. Μια γυναίκα επιστρέφει για την κηδεία του παππού της μετά από πολλά χρόνια στην πόλη όπου μεγάλωσε, και διαπιστώνει πως εκεί δεν υπάρχει τίποτα πια για αυτήν, πως έχει γίνει ξένη. Η μελαγχολικά νοσταλγική μουσική είναι εδώ που αναδεικνύει το ανείπωτο συναίσθημα. Λίγο πριν η γυναίκα φύγει για πάντα με το τρένο, ένας παλιός μνηστήρας τη ρωτάει γιατί δεν μπορεί κάποτε να επιστρέψει. «Θα ήθελα να έχω ένα μέρος στη Γη το οποίο, όπου κι αν βρεθώ, θα μου λείπει» θα αποκριθεί εκείνη. Η πατρίδα είναι αυτά που κουβαλάμε μέσα μας.
Ακολουθεί το επίσης βαθιά συγκινητικό και ευαίσθητο ρομαντικό δράμα με τον ειρωνικό τίτλο «Πώς να Αγαπηθείς» (1963). Μια ιστορία μονόπλευρου έρωτα και αυτοθυσίας, όχι στα πεδία των μαχών, αλλά στα μετόπισθεν, μιας γυναίκας, ηθοποιού, που, με κίνδυνο της ζωής της και θυσιάζοντας την υπόληψή της, κατά τη διάρκεια του πολέμου κρύβει στο σπίτι της τον νάρκισσο, διάσημο θεατρικό συμπρωταγωνιστή της που θεωρήθηκε κατά λάθος αντιστασιακός. Με τη λήξη του πολέμου, αυτός γνωρίζει τη δόξα ενώ εκείνη κατηγορείται ως συνεργάτρια των Γερμανών. Η χρήση του εσωτερικού μονολόγου από τον Has καθώς η πρωταγωνίστρια εκ των υστέρων θυμάται εκείνη την εποχή, κάνει απτό τον βουβό αναστεναγμό της με τρόπο που θυμίζει την αριστουργηματική «Σύντομη Συνάντηση». Αυτός είναι ο πρώτος πρωταγωνιστικός ρόλος σε ταινία του Has του θρύλου του πολωνικού σινεμά, Zbigniew Cybulski, που βρήκε τραγικό θάνατο σε ηλικία μόλις 39 ετών. Αλλά είναι τα μεγάλα, ονειροπόλα, μελαγχολικά μάτια της Barbara Krafftówna που δίνουν όλη αυτή την ομορφιά στην ιστορία μιας γυναίκας που μπορεί να μην ήξερε πώς να αγαπηθεί, αλλά σίγουρα ήξερε πώς να αγαπάει.
Αυτά ήταν τα έργα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως η πρώτη, πιο συμβατική περίοδος του σκηνοθέτη.
Και το 1965 έρχεται το έργο που άλλαξε οριστικά την καριέρα του Wojciech Has, τελείως διαφορετικό από ό,τι είχε κάνει ως τότε, και τελείως μοναδικό στην ιστορία του σινεμά, το σπουδαίο «Χειρόγραφο της Σαραγόσα», μια δίπτυχη αφιέρωση στη διήγηση ιστοριών και στη φαντασία. Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Πολωνού κλασικού συγγραφέα Jan Potocki (1761-1815), είναι ένα περιπετειώδες, αλλά και καλλιτεχνικό, σουρεαλιστικό παραμύθι με περιπλανώμενους ήρωες, ανατολίτικο μυστικισμό, φαντάσματα, ληστές, ερωτικές πριγκίπισσες βγαλμένες από τις «Χίλιες και Μία Νύχτες», έρημα στοιχειωμένα πανδοχεία, ανεξήγητα φαινόμενα, Καμπαλιστές φιλοσόφους και σκεπτικιστές μαθηματικούς.
Με διάρκεια λίγο άνω των τριών ωρών είναι η μεγαλύτερη ταινία του σκηνοθέτη, αλλά παρακολουθείται ανάλαφρα σαν ανάγνωση παιγνιωδών παραμυθιών όπως τα «Ταξίδια του Γκιούλιβερ» και οι περιπέτειες του Βαρόνου Μινχάουζεν. Η αίσθησή της παραπέμπει στη μυσταγωγική απόλαυση κάποιου τέτοιου παλιού τόμου και αρκετά πλάνα της θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι μέρη της ασπρόμαυρης εικονογράφησης που συνηθιζόταν.
Η αλλόκοτη ιστορία ξεκινάει ως ένα κυκλικό παραμύθι φαντασμάτων και περίπου στη μέση μετατρέπεται σε έναν λαβύρινθο (εγκιβωτισμένων) διηγήσεων, πεπλεγμένων η μία μέσα στην άλλη. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Κοινό μοτίβο είναι η ανάγκη του ανθρώπου να κατανοεί τη ζωή και να παίρνει απαντήσεις. Κάποιες ιστορίες επαναλαμβάνονται και οι διηγήσεις για αυτές περιπλέκονται και εμπλουτίζονται με διαφορετικές οπτικές, ώσπου ίσως κάποτε να γίνουν κατανοητές, ώσπου να βρούμε τον σωστό δρόμο μέσα στον λαβύρινθο. Μπορούμε όμως πάντοτε να πάρουμε απαντήσεις; Ίσως μάταια ψάχνουμε άκρη σε κάποιες ιστορίες όπου αυτή δεν μπορεί να βρεθεί, επιστρέφοντας ξανά και ξανά στο ίδιο σημείο. Ίσως κάποιες απαντήσεις είναι καταδικασμένες να μείνουν για πάντα απροσπέλαστες στις κλειστές σελίδες του κοσμικού Βιβλίου της Ιστορίας, σκονισμένου σε κάποιο ράφι του παραμυθένιου πύργου του αλχημιστή. Πάντως, αυτός που δεν κατανοεί το παρελθόν είναι καταδικασμένος να το ξαναζεί αδιάκοπα.
Το «Χειρόγραφο της Σαραγόσα» πρόσφατα ψηφίστηκε ως η δεύτερη καλύτερη πολωνική ταινία όλων των εποχών, ενώ λατρεύτηκε από σκηνοθέτες όπως ο Scorsese, ο Lynch και ο Buñuel.
- Το αφιέρωμα ολοκληρώνεται την επόμενη Παρασκευή.