Luchino Visconti: Ο Κόκκινος Κόμης * μέρος VIII
Συντάκτης: Γιώργος Ξανθάκης
ΙΙ. ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
Βία και πάθος
Η Γοητεία της Αμαρτίας | Gruppo di Famiglia in un Interno (1974)
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του Ludwig, ο Visconti υπέστη ένα εγκεφαλικό επεισόδιο που τον άφησε σχεδόν παράλυτο. Έτσι περιοριζόταν σε μια αναπηρική καρέκλα, έχοντας δυσχέρεια να ελέγξει την υλικοτεχνική μέριμνα της επόμενης ταινίας του, «Η Γοητεία της Αμαρτίας», με βάση μια ιστορία του Enrico Medioli. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Burt Lancaster που ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό χωρίς να διαβάσει καν το σενάριο είχε δεσμευτεί να αναλάβει και τη σκηνοθεσία αν επιβαρυνόταν η υγεία του Visconti.
Ο αμερικανός καθηγητής ιστορίας (Burt Lancaster), ο οποίος παραμένει ανώνυμος, ζει περιτριγυρισμένος από βιβλία, ζωγραφικούς πίνακες και μνήμες από μια πιο γεμάτη ζωή σε ένα μεγαλοπρεπές διαμέρισμα που κληρονόμησε από τη ιταλίδα μητέρα του. Έχει εμμονή με τη συλλογή βρετανικών ζωγραφικών έργων του 18ου αιώνα που απεικονίζουν στιγμές της οικογενειακής ζωής και στον κόσμο της τέχνης ονομάζονται «Conversation Pieces». Κάποια στιγμή εμφανίζεται η μαρκησία Bianca Brumonti (Silvana Mangano), αλαζονική και ματαιόδοξη, που με μεγάλη φορτικότητα και αγένεια τον πείθει να της νοικιάσει το διαμέρισμα του επάνω ορόφου. Εκεί εγκαθιστά τον νεαρό εραστή της και πρώην επαναστατημένο φοιτητή Konrad (Ηelmut Berger), τη ζωηρή έφηβη κόρη της, Lietta (Claudia Marsani), και τον πλούσιο φίλο της κόρης, Stefano (Stefano Patrizi). Έτσι η ήρεμη ρουτίνα του καθηγητή διαταράσσεται από την αλλοπρόσαλλη και χαοτική συμπεριφορά των ενοίκων. Οι «εισβολείς» εμπλέκουν τον καθηγητή στις πολυάριθμες συγκρούσεις τους, τον ενοχλούν συχνά χρησιμοποιώντας το τηλέφωνό του, σπάζοντας την ήρεμη διάθεση του παίζοντας δυνατά ροκ μουσική, επιδίδονται σε σεξουαλικά όργια και γκρεμίζουν παράνομα έναν τοίχο στο διαμέρισμα. Ο καθηγητής με στωικότητα υπομένει την ωμότητα, τη χυδαιότητα και την αγένεια γιατί αντιλαμβάνεται ότι αυτή είναι η μόνη «οικογένεια» που έχει. Ωστόσο η παρουσία του πανέμορφου Konrad ξυπνά τις λανθάνουσες ερωτικές ομοφυλοφιλικές επιθυμίες του καθηγητή, και συνειδητοποιεί την τραγική μοναξιά του καθώς η σκιά του θανάτου τον πλησιάζει.
«Τα κοράκια ζουν σε συμμορίες… ο αετός υψώνεται μόνος του» λέει ο καθηγητής για να δεχτεί την άμεση απάντηση του Κόνραντ: «Δυστυχία για τον μοναχικό άνθρωπο όταν πέσει, γιατί δεν έχει κανέναν να τον ξανασηκώσει». Αποφασίζει τότε να εγκαταλείψει τη θέση του «θεατή σε περισυλλογή» και να γίνει ένα έστω και διστακτικά δρών πρόσωπο. Αυτή είναι η αυγή της αναζωογόνησής του και η έστω και εκπρόθεσμη απόκτηση μιας «οικογένειας».
Η «Γοητεία της Αμαρτίας» ήταν ένα ακόμη έργο του Visconti που δίχασε τους κριτικούς: άλλοι το εκτιμούν ως έναν θεμελιώδη δομικό λίθο του βισκοντικού οικοδομήματος, ενώ άλλοι το θεωρούν ήσσονος αξίας, άνευρο έργο του, απόρροια και της σκηνοθετικής αδυναμίας λόγω της ασθένειας του. Η αλήθεια πάντοτε είναι κάπου στη μέση. Το σίγουρο είναι ότι το φιλμ διαθέτει μυστήριο, ποιότητα και πλούτο, και ποτέ δεν ξεπέφτει σε μια δήθεν καλλιτεχνίζουσα κενότητα.
Ένα “tour de force” φινάλε
Ο Αθώος | L‘Innocente (1976)
Η τελευταία ταινία του Visconti «Ο Αθώος» αφηγείται μια τραγική ιστορία με φόντο την παρακμιακή αριστοκρατία της Ιταλίας του 19ου αιώνα. Έχει ως βάση ένα μυθιστόρημα του Gabriele d’Annunzio και είναι στοιχειωμένη από μια λανθάνουσα θλίψη καθώς ο κορυφαίος κινηματογραφιστής έβλεπε έναν τρόπο ζωής να εξαφανίζεται, αλλά και την ίδια τη ζωή του να τρεμοσβήνει.
Ο Tullio Hermil (Giancarlo Giannini) είναι ένας πομπώδης και υποκριτής αριστοκράτης που προσπαθεί μάταια να αποσυνδεθεί από την κλασική ηθική μέσα από έναν αυτοπροβαλλόμενο αθεϊσμό και ηδονισμό. Συμπεριφέρεται ως σεξουαλικό αρπακτικό καθώς είναι παντρεμένος με την Giuliana (Laura Antonelli), την οποία κακομεταχειρίζεται καθημερινά, αλλά διατηρεί και ως ερωμένη την πλούσια χήρα Teresa Raffo (Jennifer O’Neill). Αποζητώντας αγάπη και παρηγοριά, η απελπισμένη σύζυγός του ξεκινά μια ερωτική σχέση με τον νεαρό και όμορφο συγγραφέα Filippo d’Aborio (Marc Porel). Όταν ο Tullio το ανακαλύπτει, το ενδιαφέρον του για την Giuliana αναζωπυρώνεται αλλά το νέο του πάθος δοκιμάζεται όταν αυτή γεννά έναν νόθο γιο. Τώρα αυτός είναι ο απατημένος, ταπεινωμένος σύζυγος στα μάτια του μικρόκοσμου του, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι ο μισογυνισμός και ο αυταρχισμός του προκάλεσαν αυτή την κατάσταση των πραγμάτων. Το παιδί, ο αθώος του τίτλου, υποδηλώνει τη βασανιστική απιστία της Giuliana και καθοδηγεί τον Tullio σε μια τελική πράξη αποτρόπαιης σκληρότητας.
Η καταστροφική τραγωδία ξεδιπλώνεται σε μια αρένα υπέροχης φινέτσας, με έντονα συναισθήματα που στέκονται αντάξια με τον υπέρλαμπρο διάκοσμο. Αυτή η συσχέτιση είναι βασική, όπως σημειώνει ο Bacon: «Η πειστική δύναμη της επανεξέτασης του «Αθώου» απορρέει από την ευαισθησία και την απόχρωση με την οποία οι χαρακτήρες περιγράφονται μέσω της δράσης τους και των σχέσεών τους με τη διακόσμηση». Η ίδια σπουδαιότητα στην ισόρροπη αλληλεπίδραση θέματος-ντεκόρ ισχύει για τα «Μακρινά Αστέρια της Άρκτου», για τη «Γοητεία της Αμαρτίας» και ισχύει στον μέγιστο βαθμό για τον «Αθώο». Πράγματι, στις περισσότερες από τις ταινίες του Visconti, γράφει ο Geoffrey Nowell-Smith, «το ακριβές γεωγραφικό και ιστορικό πλαίσιο είναι τόσο σημαντικό για την κατανόηση του έργου όσο το είδος των θεμάτων που προκύπτουν από την ιστορία και τον τρόπο που λέγεται».
Το ανελέητο mise-en-scène του ασθενή Visconti, που διηύθυνε από αναπηρική καρέκλα, αναλύει τους χαρακτήρες του σαν να ήταν έντομα κάτω από μικροσκόπιο. Άλλωστε όσο ωρίμαζε ως σκηνοθέτης, η πασιφανής φυσική αντιπάθειά του στην ανθρώπινη φαυλότητα έγινε σχεδόν το στυλ της υπογραφής του. Η ταινία είναι οπερατική, οπτικά μαγευτική και όμως ταυτόχρονα βαθιά οικεία και προσωπική, καθιστώντας την ταυτόχρονα μία από τις πιο ολοκληρωμένες και πιο απολαυστικές ταινίες του.
Ο «Αθώος» αποτέλεσε έναν σκηνοθετικό άθλο, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της υγείας του Visconti, ο οποίος πέθανε στη Ρώμη στις 17 Μαρτίου του 1976, λίγο πριν την πρεμιέρα της ταινίας στις αίθουσες προβολής.
ΙΙΙ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Visconti υπήρξε ένας ουμανιστής αριστοκράτης και ένας αναγεννησιακός «auteur» που θεωρούσε το σινεμά αποτέλεσμα της ώσμωσης όλων των τεχνών. Ο ίδιος έλεγε ότι «τα ανθρώπινα πάθη είναι η κινητήρια δύναμη της Ιστορίας». Το έργο του πολυποίκιλο και πολυσήμαντο γεμάτο από έντονες μελοδραματικές συγκρούσεις και οριακές αντιφάσεις, όπου συνυπάρχουν η αγνότητα και η ηδονή, ο έρωτας και η σεξουαλική διαστροφή, η ψυχική αρρώστια και η δίψα για ζωή. Αυτή η αέναη αλλά και άνιση μάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό, σ’ έναν κόσμο που αργοσβήνει μέσα στο λυκόφως, χωρίς αξίες και ηθικές αντιστάσεις, είναι ο σταθερός θεματικός πυρήνας του έργου του.
Ο Visconti αγάπησε τους αντιφατικούς, βασανισμένους χαρακτήρες, που φαινόταν να αντικατοπτρίζουν τη δική του αδιόρατη αγωνία. Oι ήρωές του κυνηγούν μέχρι τέλους το όνειρό τους και συντρίβονται από τα ίδια τους τα πάθη ή παρασέρνονται από τον ρου της ιστορίας. Για τον Visconti η ιστορία, αλλά και η ίδια η ζωή, δεν είναι παρά μια σκηνή θεάτρου, όπου κυριαρχούν η χίμαιρα του έρωτα, η σαγήνη της αβύσσου, η ηθική παρακμή, η ζοφερότητα της ύπαρξης και η ομορφιά του θανάτου. Το σινεμά του Visconti, εμπλουτισμένο με τις επιδράσεις του θεάτρου και της όπερας, παρασύρει στην οθόνη πνευματικούς θησαυρούς μέσα σε ένα λυρικό μάγμα βερντικού ρέκβιεμ. Ο θάνατος είναι πανταχού παρών: θάνατος μιας εποχής, μιας κοινωνίας, ενός πολιτισμού.
Αυτό που οικοδόμησε τον ‘ποιητικό ρεαλισμό’ του Visconti στον κινηματογράφο προήλθε από έναν τεράστιο ευρωπαϊκό κατάλογο έμπνευσης, που διαμορφώθηκε σε ένα κινηματογραφικό υβρίδιο μουσικής, θεάτρου και όπερας. Αλλά όταν ρωτήθηκε ποια από αυτές τις μορφές τέχνης προτιμούσε, η απάντηση επιβεβαίωσε μόνο την κλίση του για αισθητική ποικιλομορφία. «Όταν σκηνοθετώ μια όπερα ονειρεύομαι μια ταινία, όταν δουλεύω σε μια ταινία ονειρεύομαι μια όπερα, και όταν κάνω ένα θεατρικό έργο ονειρεύομαι τη μουσική. Η εργασία σε έναν άλλο τομέα είναι μια αλλαγή, μια ξεκούραση… Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, θα πρέπει να υπάρχει ικανοποίηση. Πρέπει πάντα να δουλεύεις με ευχαρίστηση. Το έργο είναι κακό, αν δεν το κάνεις με ευχαρίστηση».
Και τέλος συνόψισε με άφθαστη λιτότητα και καθαρότητα τον αβυσσαλέο υπαρξισμό του έργου του: «Κάθε μου ταινία κρύβει μιαν άλλη: την πραγματική μου ταινία, που δεν γύρισα ποτέ, αυτή για τους Visconti του χθες και του σήμερα».
Διαβάστε το αφιέρωμα από την αρχή:
- Luchino Visconti: Ο Κόκκινος Κόμης * μέρος Ι
- Luchino Visconti: Ο Κόκκινος Κόμης * μέρος ΙΙ
- Luchino Visconti: Ο Κόκκινος Κόμης * μέρος ΙΙI
- Luchino Visconti: Ο Κόκκινος Κόμης * μέρος ΙV
- Luchino Visconti: Ο Κόκκινος Κόμης * μέρος V
- Luchino Visconti: Ο Κόκκινος Κόμης * μέρος VI
- Luchino Visconti: Ο Κόκκινος Κόμης * μέρος VII