![](https://www.filmy.gr/wp-content/uploads/2023/03/Vaghe-Stelle-dell-Orsa-1-768x480.jpg)
Luchino Visconti: Ο Κόκκινος Κόμης * μέρος V
Συντάκτης: Γιώργος Ξανθάκης
ΙΙ. ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
Ο έρωτας και το χρήμα
Η Εργασία | Il Lavoro (1962)
Πριν επιστρέψει στην αγαπημένη του αρένα, αυτήν του ‘’Senso” και της μυθιστορηματικής όπερας, ο Visconti έλαβε μέρος σε μία ακόμη ανομοιογενή ανθολογία. Η «Εργασία», η συνεισφορά του στο «Βοκκάκιος ’70» (1962), στέκει παράταιρη δίπλα στα επεισόδια των Fellini, De Sica και Monicelli. Το 46λεπτο επεισόδιο γυρίστηκε σε μία μόνο τοποθεσία, και σύμφωνα με τον παραγωγό Carlo Ponti ήταν η πιο ακριβή από τους τέσσερις τίτλους της συλλογής. Αποτελεί μια ζωγραφική μινιατούρα της υψηλής κοινωνίας του Mιλάνου, με τέλεια χρήση του χώρου και των χρωμάτων, εμπνευσμένο από το διήγημα του Maupassant «Στην άκρη του κρεβατιού».
Το θέμα της είναι ένα ερωτικό σκάνδαλο ανάμεσα σε έναν ανόητο αριστοκράτη (Tomas Milian) που βρίσκεται μπλεγμένος σ’ ένα κύκλωμα πορνείας “υψηλού επιπέδου”, και τη συνταρακτικά όμορφη σύζυγό του (Romy Schneider). Από τη μία πλευρά απεικονίζεται η ερωτική αντιμαχία μεταξύ δύο ελκυστικών ανθρώπων σε ένα υπέρλαμπρα διακοσμημένο περιβάλλον, αλλά από την άλλη, όπως στις περισσότερες από τις ταινίες του Visconti, τεκμηριώνεται η άποψη ότι η σεξουαλικότητα και το χρήμα βρίσκονται σε μια αποκαρδιωτική εμπλοκή. Αλλά αυτή τη φορά, ακόμη και η ψευδαίσθηση της αγάπης είναι θρυμματισμένη. Δυστυχώς, αυτό το εικαστικά λαμπρό δράμα δωματίου με την ψυχρή λάμψη φαντάζει άψυχο. Ακόμα και το μεγαλύτερο μέρος της κωμικότητας του φιλμ προκύπτει από τη γελοία σοβαρότητα των διαπραγματεύσεων. Τόσο το ζευγάρι όσο και οι σύμβουλοί τους ενεργούν συνεχώς με απάνθρωπη και χωρίς χιούμορ σοβαροφάνεια.
Το βαλς του λυκόφωτος
Ο Γατόπαρδος / Il Gattopardo ( 1963)
Είναι ο «Γατόπαρδος» η πιο όμορφη ταινία που έγινε ποτέ;..
Η αφήγηση ξεκινάει στη Σικελία του 1860, όταν οι προσευχές της οικογένειας του πρίγκιπα Fabrizio di Salina (Burt Lancaster) διακόπτονται από την ανακάλυψη του πτώματος ενός βασιλικού στρατιώτη στον κήπο τους. Ο πόλεμος έχει ξεσπάσει ανάμεσα στον στρατό του βασιλιά και στους ερυθροχίτωνες του κινήματος της Ενοποίησης της Ιταλίας (Risorgimento) με επικεφαλής τον Giuseppe Garibaldi. Τότε η Ιταλία βρισκόταν υπό την κατοχή της Αυστρίας, και μικρά τμήματα της ανήκαν στους τοπικούς αριστοκράτες, όπως ο Fabrizio που βλέπει το κίνημα σαν μια απειλή για τη θέση του. Για να αποφύγει μια σύγκρουση με το στρατό του Garibardi, ο Fabrizio πρέπει να μετακινηθεί, μαζί με την οικογένειά του, στο εξοχικό του παλάτι στην Donnafugata. Εκεί προσκαλεί τον νεόπλουτο δήμαρχο Δον Calogero (Paolo Stoppa) να δειπνήσουν. Σε μια έξοχα ενορχηστρωμένη σκηνή κοινωνικής κωμωδίας, ο Visconti καταδεικνύει την ταξική ανισότητα της αριστοκρατίας από την ανερχόμενη αστική τάξη. Ο Δον Calogero είναι άξεστος, και ο πρίγκιπας θλίβεται που πρέπει να συναναστρέφεται με έναν τέτοιο άνθρωπο. Το υποτονικά φαιδρό κλίμα στο σαλόνι διακόπτεται σαν από κεραυνό με την είσοδο της απαστράπτουσας κόρης του δημάρχου, Angelica (Claudia Cardinale). Αποσβολωμένοι όλοι οι καλεσμένοι στρέφουν το βλέμμα τους στην «Απόλυτη Ομορφιά». Η ίδια αντιλαμβάνεται το σοκ που τους προκάλεσε, δαγκώνει τα χείλη από ντροπή, αλλά συνειδητοποιώντας τη δύναμη της ανυπόκριτης σαγήνης της προχωρά με αποφασιστικό βήμα. Τι μεγαλοφυής σκηνή ανθολογίας! Τι έξοχη αντίστιξη! Η δύναμη του Έρωτα αποσυνθέτει την κοινωνική διαστρωμάτωση. Ο ανιψιός του πρίγκηπα, Tancredi (Alain Delon), υποκύπτει άμεσα στη γοητεία της. Ο Tancredi, κράμα ιδεαλιστή και αριβίστα, με νεανικό σφρίγος και αποφασιστικότητα προσχωρεί στο κίνημα του Garibaldi, ενώ και ο πρίγκιπας παρέχει υλική και ηθική υποστήριξη αλλά παραμένει διστακτικός και σκεπτικιστής για την αλλαγή του υφιστάμενου status quo. Συνειδητοποιώντας ότι ο κόσμος μεταβάλλεται αμετάκλητα, είναι διατεθειμένος να συνάψει συμφωνία με τους εκπροσώπους της ανερχόμενης μπουρζουαζίας με επικυρωτική πράξη τον γάμο του Tancredi με την Angelica. Λέει ο πρίγκηπας: «Εμείς (οι αριστοκράτες) είμαστε οι λεοπαρδάλεις και τα λιοντάρια αυτού του κόσμου, κι αυτοί (οι αστοί και οι έμποροι), που θα μας αντικαταστήσουν, θα είναι τα τσακάλια και τα πρόβατα, και μετά, όσοι επιβιώσουμε, λεοπαρδάλεις, λιοντάρια, τσακάλια και πρόβατα, θα συνεχίσουμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας σαν το αλάτι της γης». Το πιο ξεκάθαρο μήνυμα της ταινίας είναι ο ισχυρισμός του καιροσκόπου Tancredi: «Για να παραμείνουν τα πράγματα ίδια, όλα πρέπει να αλλάξουν». Από την πλευρά του ο Fabrizio αναγνωρίζει την κενότητα του κοινωνικού του κύκλου, αλλά παράλληλα θλίβεται για τη φθίνουσα επιβίωσή του. «Εγώ ανήκω σε μια ατυχή γενιά», δηλώνει, «με δύο κόσμους που επικαλύπτονται αλλά είναι άρρωστοι και οι δύο».
Η μνήμη και ο ρεαλισμός εκφράζονται συνήθως σε δύο διαφορετικούς χρόνους: η πρώτη στο παρελθόν και ο δεύτερος στο παρόν. Αντίθετα, στον κινηματογράφο του Visconti οι παράλληλες διαδρομές της ηχούς και του λόγου, της νοσταλγίας και της μαρτυρίας, του Proust και του Verga τείνουν να διασταυρώνονται συστηματικά. Στην τελειοποίηση των εικόνων του συγχωνεύονται πολλές τέχνες και γλώσσες, ιστορίες και συζητήσεις διαφόρων εποχών και διαφορετικών πλαισίων, που βρίσκουν κάθε φορά μια συγκεκριμένη χρονικότητα στο συνεχές παρόν του κινηματογράφου.
Ο «Γατόπαρδος» -το magnum opus του Visconti- είναι βασισμένος στο αρκετά πολύπλοκο πολιτικό μυθιστόρημα του Giuseppe Tomasi di Lampedusa, και αποτελεί μια μαγευτική νωπογραφία ενός κόσμου στο λυκόφως του. Εμπνευσμένος περισσότερο από τις αρχές του λογοτεχνικού ρεαλισμού παρά από εκείνες του κινηματογραφικού νεορεαλισμού, ο Visconti αφιερώνει τη σκηνοθεσία στη βελτίωση της λεπτομέρειας, στον πλούτο του στολισμού και στο βάθος της περιγραφής, για να επαναφέρει τη σύγχρονη Σικελία σε αυτήν των χρόνων της Ενοποίησης της Ιταλίας. Η ταινία είναι σκηνοθετημένη με απαράμιλλο μπαρόκ στιλ, εκπληκτική σκηνογραφική αντίληψη, έξοχη αναπαράσταση εποχής που θυμίζει tableau-vivant, και είναι πλημμυρισμένη στο βελούδινο φως του Giuseppe Rotunno και στην αιθέρια μουσική του Nino Rota. Είναι αληθινά σπάνιο για μια «ταινία εποχής» να συνδυάζει την αισθητική κομψότητα, τη σκηνογραφική σχολαστικότητα, και παράλληλα να εμβαθύνει στην κοινωνικοπολιτική φιλοσοφία αλλά και σε ερεβώδη υπαρξιακά ζητήματα με ακριβή και λεπτομερή τρόπο.
Οι παραγωγοί της ταινίας επέβαλλαν, για εμπορικούς λόγους, στον Visconti τον μεγάλο αστέρα Burt Lancaster, απόφαση που προκάλεσε κάποια αρχική τριβή στο σετ, αλλά η διαμάχη μετριάστηκε γρήγορα όταν αποδείχθηκε ιδανική επιλογή. Ο Lancaster αποτελεί υπόδειγμα που ακτινοβολεί αριστοκρατική αρρενωπότητα, αξιοπρεπή εμπιστοσύνη και ανθρώπινη θέρμη. Ο χαρακτήρας του διαθέτει ένα συμπαθητικό άγριο χιούμορ (ιδιαίτερα στις σκηνές με τον εξομολογητή ιερέα του) και εκφράζει τέλεια ένα από τα βασικά διλλήματα του έργου, εκείνο της εμπλοκής έναντι της παθητικότητας στις μεταβολές των καιρών. Ο Δον Fabrizio δεν είναι απλά παγιδευμένος σε μια εποχή εθνικής κρίσης, συνειδητοποιεί τις συνέπειες για την τάξη του, με διστακτική κατανόηση και μελαγχολική αμφιθυμία. Βλέπει τον αριβισμό του Tancredi και των συνοδοιπόρων του, και κρατά αποστάσεις από τον καταναγκαστικό ριζοσπαστισμό. H υπαρξιακή κρίση του Fabrizio φτάνει στο ζενίθ της κατά τη διάρκεια της πολυτελούς δεξίωσης, στην οποία γιορτάζεται ο ταξικός συμβιβασμός ανάμεσα στον «Γατόπαρδο» και το «Τσακάλι».
Σε σύγκριση με την αρχική κομψότητα της ταινίας, αυτή η μνημειώδης σεκάνς είναι πνιγηρή και καταπιεστική, αλλά αποτελεσματικά συμβολική στον υπέρτατο βαθμό. Αυτό που ήταν αρχικά ένας εσωτερικός μονόλογος στο μυθιστόρημα του Lampedusa με μόλις 28 σελίδες από τις 270, εδώ είναι μια ζωτική έκφραση της καλλιτεχνικής δεινότητας του Visconti και της μεταβατικής ιδιοσυγκρασίας του πρίγκιπα. Άλλωστε, η κεφαλαιώδης σημασία της είναι αυταπόδεικτη από την αναλογία της διάρκειας της: 45 λεπτά σε μια ταινία 185 λεπτών.
Η ορχήστρα παίζει βαλς του Verdi. Οι νέοι χορεύουν ξανά και ξανά, και οι ηλικιωμένοι παρακολουθούν προσεκτικά και μετράνε την πιθανότητα μελλοντικής εκπλήρωσης με ενδοταξικούς γάμους. Ο πρίγκιπας κινείται σαν σκιά. Η κάμερα τον ακολουθεί από δωμάτιο σε δωμάτιο, υποδηλώνοντας τις σκέψεις του, τις επιθυμίες του, τη θλίψη του. Τελικά ο πρίγκιπας χορεύει με την Angelica ένα τελευταίο βαλς. Η ερωτική τους έλξη είναι αμοιβαία. Νοιώθουμε τον απελπισμένο πόθο του, τη μελαγχολία και τη μειονεξία του απέναντι στα νιάτα του Tancredi. Θρηνεί βουβά για την κατάρρευση της τάξης του, την αδυναμία του να έχει δική του μια νέα και όμορφη γυναίκα αλλά και τον επερχόμενο φυσικό του θάνατο. Τα ξημερώματα αποχωρεί και περπατά μόνος, αγέρωχος αλλά πολλαπλά ηττημένος, ενώ ακούγονται οι εκτελέσεις οπαδών του Garibardi, και η τραγική του μοναξιά αποτυπώνεται σε ένα ήσυχα πένθιμο τελικό πλάνο. H αχλύ της φθοράς και του θανάτου καλύπτει τα πάντα σε αυτόν τον συγκινητικό διαλογισμό για τη θνησιμότητα.
Ο «Γατόπαρδος» αναγνωρίζεται διαχρονικά ως μία από τις σπουδαιότερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου, με το σπάνιο προτέρημα που διαθέτουν τα γνήσια αριστουργήματα: κατορθώνει να είναι ένα πολύ προσωπικό έργο, ταινία ενός auteur, αλλά ταυτόχρονα να μαγεύει και να συναρπάζει το πλατύ κοινό. Χωρίς διδακτισμό αποκαλύπτει στον θεατή τους νόμους του διαλεκτικού και του ιστορικού υλισμού, την αέναη κίνηση της ζωής, τη νομοτέλεια του νέου που θα αντικαταστήσει το παλιό, τη συνεχή ταξική πάλη.
Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο κορυφαίος κριτικός Roger Ebert για το φιλμ: «Γράφτηκε από τον μοναδικό άνθρωπο που θα μπορούσε να το γράψει, σκηνοθετήθηκε από τον μοναδικό άνθρωπο που θα μπορούσε να το σκηνοθετήσει, και ερμηνεύτηκε από τον μόνο άνθρωπο που θα μπορούσε να παίξει τον χαρακτήρα του τίτλου».
Πεισιθάνατη μεγαλοπρέπεια
Τα Μακρινά Αστέρια της Άρκτου | Vaghe Stelle dell’Orsa… (1965)
Το παρελθόν και το παρόν συγκρούονται και στα «Μακρινά Αστέρια της Άρκτου» (1965), μια χαλαρή αναπαράσταση του μύθου της Ηλέκτρας, αν κι εδώ είναι το παρελθόν που παγιδεύει το παρόν. Κρυμμένα οικογενειακά μυστικά, ψυχοπάθεια, φασισμός, προδοσία αναδύονται και οδηγούν στην τρέλα και στην αποσύνθεση μια αριστοκρατική οικογένεια στη μεταπολεμική Ιταλία. Με αυτό το φιλμ, ο Visconti μετάλλαξε την ελεγειακή μεγαλοπρέπεια του «Γατοπάρδου» σε κάτι πιο πικρό και νοσηρό, με τη μορφή ενός γοτθικού μελοδράματος.
Η δεξίωση, που ανοίγει την ταινία, μας παρουσιάζει την εξωτική ομορφιά της Sandra (Claudia Cardinale) και τη σοβαρότητα του συζύγου της, Andrew (Michael Craig). Στον πυρήνα της ταινίας είναι η ίδια η Sandra, που στο πρώτο κιόλας, εμβληματικό για την ταινία, ζουμ γυρνά στην κάμερα και μας χαρίζει ένα αισθησιακό, άγριο αλλά και ανήσυχο βλέμμα. Η χαλαρότητα και η ευφορία τού πετυχημένου πάρτι είναι παροδική και σύντομα δίνει τη θέση της στην αναστάτωση, όταν με τον σύζυγο της φτάνουν στο εγκαταλελειμμένο οικογενειακό αρχοντικό της για να προετοιμαστεί για μια τελετή μνήμης για τον πατέρα της. Όπως και στον μύθο της Ηλέκτρας, πιστεύει ότι ο πατέρας της προδόθηκε από τη μητέρα και τον πατριό της, οδηγώντας τον στον θάνατό του στα χέρια των ναζί, λόγω της σημιτικής καταγωγής του. Από την παιδική ηλικία της σχεδίαζε την εκδίκησή της μαζί με τον αδελφό της, Gianni (Jean Sorel). Αλλά όταν τα δυο αδέλφια ξανασυναντηθούν, είναι ξεκάθαρο ότι κάτι άλλο τους συνδέει -και έτσι ξεκινάει η εξάπλωση ενός φοβερού μυστικού που έχει ορίσει και στιγματίσει τη ζωή τους. Η Sandra και ο Gianni είναι όντα συμπληρωματικά και ατελή, κληρονόμοι σε μια μοίρα πολύ μεγαλύτερη από ό,τι θα μπορούσε κανείς να ελέγξει. Όμως η δύναμη της ταινίας δεν προέρχεται από το μυστήριο της, αλλά από το δράμα που βιώνουν οι χαρακτήρες, από την απίστευτη παρουσία του Cardinale, από τις ζωντανές οπτικές ιδέες του Visconti και από την θαρραλέα, για την εποχή, προσέγγιση ηθικών ζητημάτων.
Κινηματογραφώντας εκπληκτικά το μεγαλοπρεπές αλλά σάπιο αρχοντικό της διαλυμένης οικογένειας που βρίσκεται μέσα σε ένα τοπίο ερειπίων και την αίσθηση του καταδικασμένου ρομαντισμού, ο Visconti προανήγγειλε τον «Θάνατο στη Βενετία» και τον αργό θάνατο μιας αριστοκρατίας που είχε ρίζες στα κλασικά ιδεώδη, αλλά σταδιακά διαβρώθηκε από την παρακμή και τη διαφθορά.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Visconti είναι τόσο κλασική όσο και νεωτεριστική, με τα εκθαμβωτικά φυσικά ντεκόρ και τα εκπληκτικά φωτογραφικά κοντράστ μαύρου-άσπρου του Armando Nannuzzi, αλλά και τη χειροκίνητη κάμερα, τα ακατάπαυστα ζουμ και τις ιδιόρρυθμες λήψεις. Αλλά, ως επί το πλείστον, προσηλώνεται στην Cardinale, η οποία είναι συχνά «en déshabillé», εκπέμποντας λαγνεία με παροιμιώδη πραότητα. Άλλωστε το κύριο χαρακτηριστικό της Cardinale ήταν πάντοτε ο ενστικτώδης ερωτισμός: στα βλέμματα, στις κινήσεις και τις εκφράσεις, όχι ως στρατηγική επιλογή αλλά ως κάτι το φυσικό. Μάλιστα, όταν μοιράζεται την οθόνη με τον επιδεικτικά όμορφο Sorel, η χημεία τους είναι τόσο ισχυρή, που, λαμβάνοντας υπόψη ότι παίζουν αδέλφια, αποκαλύπτει το φοβερό μυστικό της οικογένειας.
Η τελειότητα της σκηνοθετικής δουλειάς με τη λεπτόλογη φροντίδα του ντεκόρ, την εκπληκτική χρήση της μουσικής, των ήχων και των φωτισμών συγκλίνουν σε μια οπτικοακουστική αρμονία που, δίχως λεκτικούς πλατειασμούς, απεικονίζει την πυρακτωμένη και μοιραία ένταση ανάμεσα στην ανεξέλεγκτη επιθυμία και στα απαραίτητα ηθικά όριά της. Ωστόσο το φιλμ δεν απογειώνεται λόγω της ρηχής διάστασης των χαρακτήρων που συνδέονται με κραυγαλέα αστικά μοτίβα σκέψης. Ακόμα και το δράμα χρειάζεται ελευθερία, και όταν η αφήγηση χειραγωγεί τη ροή της σκέψης του θεατή όλα μετριάζονται, χάνουν το ειδικό τους βάρος και διολισθαίνουν στο μελόδραμα.
Συνέχεια με το έκτο μέρος το επόμενο Σάββατο…