Απολογισμός της 73ης Μπερλινάλε!
Συντάκτης: Σπύρος Δούκας
Το 73ο φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου έκλεισε χτες, και ήταν ακόμα ένα χορταστικό 10ήμερο, γεμάτο όμορφο, αυθεντικό σινεμά απ’ όλο τον κόσμο. Μικρότερα και μεγαλύτερα ονόματα συμμετείχαν και παρευρέθηκαν στο κόκκινο χαλί του Berlinale-Palast, ακολουθούμενα από ένα ποικίλο κοινό διαφόρων καταβολών με κοινό παρονομαστή την αγάπη για την τέχνη. Από τα τρία μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, του Βερολίνου είναι το πλέον προσβάσιμο στο κοινό, χωρίς ιδιαίτερα υψηλό (τουλάχιστον για τα γερμανικά δεδομένα) κόστος εισιτηρίων. Επίσης, είναι το πλέον εναλλακτικό και πολιτικοποιημένο μεγάλο φεστιβάλ, με μεγάλη ποικιλομορφία στο πρόγραμμά του. Φέτος έγινε μεγάλη προσπάθεια να ενσωματωθούν στο διαγωνιστικό πρόγραμμα όλες οι κινηματογραφικές φόρμες, καθώς και μια μεγάλη ποικιλία ειδών. Animation, ντοκιμαντέρ, κωμωδίες, δράματα, εποχής, ταινίες με επίκεντρο την ερμηνεία, που πάντα υπηρετούν πιστά το αρτ σινεμά.
Ενδεικτικό της προσπάθειας αυτής ήταν η «ανατροπή» της Χρυσής Άρκτου, που δόθηκε στο ντοκιμαντέρ “Sur L’Adamant” (On The Adamant) του Nicolas Philibert. Η Αργυρή Άρκτος (το μεγάλο βραβείο της επιτροπής) πήγε δικαίως στο εγχώριο “Roter Himmel” (“Afire”, ή «Κόκκινος Ουρανός» σε κυριολεκτική μετάφραση) του Christian Petzold, που αποτελεί την καλύτερη και πιο ώριμη, μέχρι τώρα, δημιουργική στιγμή του. Το τρίτο βραβείο, στο “Mal Viver” (“Bad Living”) του Πορτογάλου Joao Canijo, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και πρωτότυπα πρότζεκτ του φεστιβάλ, ένα double-feature, συνοδευόμενο από το «δίδυμο» “Viver Mal” (“Living Bad”) που συμμετείχε στο τμήμα Encounters. Οι δύο ταινίες αποτελούν μια κοινωνική ενδοσκόπηση της σύγχρονης Πορτογαλίας, μελετώντας δύο οικογένειες, όπου στο εκάστοτε έργο βρίσκεται η μία στο επίκεντρο και η άλλη στο μπαγκράουντ, και οι πρωταγωνιστές του ενός έργου βρίσκονται στο περιθώριο του άλλου, με κάποια κοινά σημεία συνάντησης. Τα “Viver Mal”/”Mal Viver” διαθέτουν αργό, καλά μελετημένο ρυθμό, με άψογη, στατική φωτογραφία όπου κυριαρχεί το κόκκινο, και φυσικούς αυτοσχεδιασμένους διαλόγους. Το πρώτο είναι πιο απαιτητικό και δύσβατο, διεισδύοντας σε μια βαθιά καταθλιπτική ηρωίδα, ενώ το δεύτερο έχει μια κωμικότερη εστίαση.
Το βραβείο σκηνοθεσίας κέρδισε ο Philippe Garrell για το “Le Grand Chariot” (“The Plough”), που αφορά τρία αδέρφια που αποτελούν την τελευταία γενιά μιας οικογένειας μαριονιστών και ένα τραγικό συμβάν που θα τους συνταράξει.
Το βραβείο πρωταγωνιστικού ρόλου πήγε στην Sofia Otero για το ισπανικό “20.000 Species of Bees” ενώ για τον δεύτερο ρόλο στην Γερμανίδα Thea Ehre για το “Till the End of the Night”.
Η Angela Schanelec έφυγε με το βραβείο σεναρίου, για το γυρισμένο στην Ελλάδα “Music”, το οποίο επίσης σκηνοθέτησε, έναν κινηματογραφικό γρίφο βασισμένο στον μύθο του Οιδίποδα.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο σπουδαίο “Past Lives” της Celine Song, μάλλον την καλύτερη ταινία του φετινού προγράμματος. Ένα ρομαντικό δράμα αφοπλιστικού ρεαλισμού που πραγματεύεται την εξέλιξη ενός πρώιμου έρωτα στην ενήλικη ζωή, με μια υπαρξιακή διάσταση που χτίζει ένα βαρύ συγκινησιακό φορτίο. Καθώς επίσης και στην “Suzume” του ποπ πλέον ιάπωνα σκηνοθέτη anime Makoto Shinkai, που εξελίσσει την δημιουργική του ταυτότητα εμπλουτίζοντας το sci-fi/romance υλικό του με μία ουσιαστική διείσδυση στις προσωπικές και συλλογικές ρίζες της χώρας του, χτίζοντας μια μυθολογία που συνδέει εύστοχα την παράδοση με την οικολογία.
Από την άλλη, ο Ολλανδός Rolf de Heer με το χαμηλόφωνο “Survival of Kindness” που έφυγε με το βραβείο FIPRESCI, παραδίδει μια ελλειπτική, όσο και υποβλητική υπαρξιακή παραβολή, ακολουθώντας την βίαιη περιπέτεια μιας μαύρης γυναίκας (αναφέρεται ως BlackWoman) που βρίσκεται παρατημένη σε ένα κλουβί, από την έρημο στο βουνό και ύστερα στην πόλη, καθώς αναζητάει αυτούς που την εγκατέλειψαν.
Πολύ ενδιαφέρουσα και η έντονη παρουσία της Κίνας, με συνολικά 14 ταινίες στο φεστιβάλ, δύο εκ των οποίων στο διαγωνιστικό: Το ευρωπαϊκού ρυθμού σιωπηλό δράμα “The Shadowless Tower” του Zhang Lu που αφορά τη δυσκολία επικοινωνίας στις σύγχρονες οικογενειακές σχέσεις, και το κωμικό animation “Art College 1994”, που ακολουθεί τους φοιτητές μιας σχολής καλών τεχνών στην Κίνα των 90s, εστιάζοντας στις υπαρξιακές και καλλιτεχνικές τους ανησυχίες. Η free-style υφή της ταινίας παραπέμπει στον χαρακτήρα του Richard Linklater και ειδικότερα στο αριστουργηματικό animation του, “Waking Life”.
Το Καναδικό “Blackberry” που αφορά την δημιουργία του πρώτου smart phone κέρδισε τις εντυπώσεις, ενώ το “Manodrome” με πρωταγωνιστή έναν δυναμικό Jesse Eisenberg μοιάζει να είναι ο πιο αδύναμος κρίκος, με την κριτική να μιλάει για ένα άνισο σενάριο που αποτυγχάνει στον τίμιων προθέσεων στόχο του.
Το Encounters πρόκειται για ένα από τα πιο ενδιαφέροντα τμήματα του φεστιβάλ, όπου κυριαρχεί μια ποιοτική σινεφιλική/αρτ πρωτοπορία, με έργα προερχόμενα από ιδιοσυγκρασιακούς δημιουργούς. Το μεγάλο βραβείο εδώ κέρδισε ο Bas Devos για το “Here” και το βραβείο σκηνοθεσίας η Tatiana Huezo για το εκπληκτικό ντοκιμαντέρ “El Eco” (“The Echo”), που καταγράφει την ζωή των κατοίκων ενός απομονωμένου χωριού, καταγράφοντας στο φακό ένα μέρος με μια πολύ ιδιαίτερη ταυτότητα, που μοιάζει να υπάρχει «έξω από τον χρόνο». Το “El Eco”, ένα ξεχωριστό κινηματογραφικό ταξίδι που αγγίζει τα όρια του διαλογισμού, κέρδισε επίσης και το βραβείο ντοκιμαντέρ του φεστιβάλ. Στην ίδια κατηγορία συμμετείχε και ο πλέον τακτικός θαμώνας της Berlinale, ο Hong Sang-soo, με το “In Water”, ένα ακόμα ποιητικό meta έργο πάνω στην ίδια την κινηματογραφική δημιουργία, αλλά και το κινέζικο “Absence” (“Xue Yun”) του Wu Lang, πιστού ακόλουθου του Tsai Ming-liang, ένα υπνωτιστικό δράμα που ακολουθεί με περίσσεια πειθαρχία τα χνάρια του «Αδέσποτα Σκυλιά» του τελευταίου, με κοινό πρωταγωνιστή τον Lee Kang-sheng.
Στο τμήμα του Πανοράματος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η μοναδική, σε δημιουργικό επίπεδο, ελληνική παρουσία, το “Inside” του πρωτοεμφανιζόμενου Βασίλη Κατσούπη. Ευρωπαϊκή συμπαραγωγή Ελλάδας, Γερμανίας και Βελγίου, με μία σαρωτική σόλο ερμηνεία από τον Willem Dafoe έγκλειστο σε ένα πολυτελές διαμέρισμα ενός πλούσιου καλλιτέχνη.
Το Βερολίνο είναι μια φιλελεύθερη, αρτ πόλη, και ο χαρακτήρας του φεστιβάλ αντανακλά ακριβώς αυτήν την καλλιτεχνική ιδιαιτερότητα, η οποία συμπνέει με μια νυχτερινή ατμόσφαιρα που δύσκολα συναντάει κανείς σε άλλα μέρη του κόσμου. Αξίζει για καθέναν που αγαπάει το σινεμά να ζήσει μια τέτοια εμπειρία, τουλάχιστον μία φορά!