Luchino Visconti: Ο Κόκκινος Κόμης * μέρος ΙΙI
Συντάκτης: Γιώργος Ξανθάκης
ΙΙ. ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
Στον αστερισμό της Magnani
Μπελίσιμα | Bellissima (1951)
Εάν ο Visconti εμπιστεύτηκε τους ερασιτέχνες για το «Η Γη Τρέμει», για το «Bellissima», επέλεξε το ιερό τέρας του μεταπολεμικού ιταλικού κινηματογράφου, την Anna Magnani.
Με έντονα τα στοιχεία του νεορεαλισμού, η ταινία ξεδιπλώνει την ιστορία μιας μάνας (Anna Magnani) που έχει εναποθέσει όλες τις ελπίδες και τα χρήματα της στο να προωθήσει τη μικρή της κόρη (Tina Apicella) στον φαινομενικά εντυπωσιακό χώρο του κινηματογράφου, με την ελπίδα ότι θα την «ανακαλύψουν» στην ανοιχτή οντισιόν που την πηγαίνει. Αναζητώντας μια καλύτερη ζωή για την οικογένεια της, η παρακινημένη από την έμμονη ιδέα της και τρομακτικά αφελής Μανταλένα μένει απροστάτευτη απέναντι στην εκμετάλλευση, την ψευτιά και την υποκρισία του κόσμου του θεάματος και των εμπόρων της αυταπάτης. Όταν το μικρό κοριτσάκι δίνει την παράσταση της, σε μια σκηνή πού έχει χαρακτηριστεί από πολλούς κριτικούς «ως μία από της πιο ανάλγητες σκηνές που γυρίστηκαν ποτέ για τη μεγάλη οθόνη», η φιλόδοξη μάνα αναθεωρεί τις απόψεις της για τον χώρο αυτό. Ανακτώντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη λαϊκή περηφάνια της, θα αποστρέψει το πρόσωπο της από την ελκυστική ψευδαίσθηση των κινηματογραφικών πλατό, και θα επιλέξει να παραμείνει πιστή στον ταπεινό αλλά γνήσιο κόσμο της.
Μια καθαρή κωμωδία, ένα συναισθηματικό δράμα ή κάτι ανάμεσα, η ιστορία του “Bellisima” ήταν για τον Visconti ένα πρόσχημα. «Το βασικό θέμα μου ήταν η Magnani», είπε ο ίδιος, και μάλιστα αυτή η δυναμική prima-donna δίνει μια συνταρακτική ερμηνεία. Σπάνια η Magnani ήταν πιο ζωντανή και μαγνητική, πιο ζέουσα και αιμορραγούσα, πιο καταρρακτώδης -φορτισμένη με μανιακή ενέργεια- αλλά και ευαίσθητη με λεπτές συναισθηματικές αποχρώσεις, ειδικά στην σκηνή που παρατηρεί μια ομάδα στελεχών του στούντιο να ειρωνεύονται την ερμηνεία της κόρης της. Με την ηλεκτρισμένη παρουσία της «τρυπά» την οθόνη και προσφέρει στον Visconti τον σύνθετο μύθο της: όμορφη και άσχημη, κωμική και τραγική, ερωμένη και μητέρα, αισθησιακή και φτηνά λαϊκή.
Το σενάριο γράφτηκε από τον ακραιφνή νεορεαλιστή Cesare Zavattini, βασικό συνεργάτη του De Sica, και ο Visconti πρόσθεσε τον οπερατικό μελοδραματισμό του στη σκηνοθεσία. «Νεορεαλισμός και λαϊκό μελόδραμα: τα άκρα αντίθετα σε μια στιγμιαία, μοναδική, θαυμάσια σύζευξη» διαπιστώνει εύστοχα ο Γ. Μπακογιαννόπουλος.
Appunti su un Fatto di Cronaca (1951)
Στο άλλο άκρο του τονικού φάσματος , επίσης το 1951, ο Visconti σκηνοθέτησε το πεντάλεπτο ντοκιμαντέρ -ελεύθερα μεταφρασμένο ως- «Σημείωση πάνω σε με μια είδηση εφημερίδας», βασισμένο στη δολοφονία ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού σε ένα άθλιο λαϊκό χωριό στα περίχωρα της Ρώμης. Το αποτέλεσμα είναι ένα μικρό, συναρπαστικό και αποτελεσματικό πολιτικο-κοινωνιολογικό δοκίμιο, χάρη στη λιτότητα του κριτικού λόγου και στην ακρίβεια των ατμοσφαιρικών του εικόνων.
Εμείς οι Γυναίκες | Siamo Donne (1953)
Παρόλο που το “ Bellisima” δεν εκτιμήθηκε θετικά από τους κριτικούς της εποχής θεωρούμενο ήσσονος σημασίας έργο -αντίθετα σήμερα θεωρείται από τις κορυφές του «βισκοντικού οικοδομήματος»-, ο Visconti επανενώθηκε με την αγαπημένη του μούσα για το σπονδυλωτό φιλμ του 1953, «Εμείς οι Γυναίκες». Η ιδέα ανήκε στον Zavattini, που θέλοντας να απομυθοποιήσει την έννοια της ντίβας ζήτησε από μεγάλες ηθοποιούς να διηγηθούν και να ερμηνεύσουν επεισόδια από την προσωπική τους ζωή, γυρισμένα από διαφορετικούς σκηνοθέτες. Ο Visconti στο δικό του επεισόδιο υπογραμμίζει τη σχέση ανάμεσα στη ζωή και την ηθοποιία. Η Magnani γοητεύει τους άντρες και κατακτά το κοινό της στο θέατρο με τον ίδιο τρόπο: όχι ως μοιραία γυναίκα αλλά με τον επιθετικό αυθορμητισμό της. Η αγαπημένη τακτική του Visconti για την καθοδήγηση μερικών από τα πιο διάσημα αστέρια στο διεθνές σινεμά ήταν να χρησιμοποιεί χρονικά μεγάλες λήψεις, επιτρέποντας έναν αναπτυσσόμενο ερμηνευτικό ρυθμό. Στο «Εμείς οι Γυναίκες» ο ρυθμός της Magnani είναι αληθινά συναρπαστικός.
Παρακμιακός ρομαντισμός
Σένσο | Senso (1954)
Ο Visconti παρέμεινε μέχρι τότε σχετικά σταθερός στη νεορεαλιστική παράδοση, αλλά μόνο επειδή η οπτική του ήταν πολυπρισματική, δεν παγίωσε τη δέσμευσή του με το συγκεκριμένο ρεύμα. Το 1954 εξοργίζει τους αυστηρούς νεορεαλιστές με αφορμή το “Senso”, την προσαρμογή του στο μυθιστόρημα του Camillo Boito.
Βρισκόμαστε στα 1866 στη Βενετία, και ο Visconti ριζώνει την ταινία του οπτικά στον κόσμο του μελοδράματος, μέσω της εισαγωγικής σεκάνς στο θέατρο «La Fenice». Στη σκηνή παίζεται το «Trovatore» του Βέρντι, και οι αυστριακές δυνάμεις κατοχής βρίσκονται σε αυστηρά θεατρική και εθνική γειτνίαση με τους πικραμένους ιταλούς εθνικιστές. Η σύγκρουση προσωποποιείται από τον αυστριακό αξιωματικό Franz Mahler (όμορφος και γοητευτικός με έναν απίστευτο τρόπο ο Farley Granger) από τη μία πλευρά και τον βενετσιάνο μαρκήσιο Ussoni (ο Massimo Girotti του “Ossessione”) από την άλλη. Ανάμεσα στις αντιτιθέμενες πλευρές, οι οποίες αντιμάχονται τόσο για την εθνική πίστη όσο και για τη ρομαντική αφοσίωση, υπάρχει η κοντέσα Livia Serpieri (μια εκπάγλου καλλονής Alida Valli) που θα ερωτευθεί τον αυστριακό αξιωματικό.
Σε αυτή την εποχή της επαναστατικής αναταραχής, όπου το ρίσκο ενός παράνομου ρομάντζου ενισχύεται από τον πόλεμο, η δύναμη του “Senso” εξαρτάται από τα παράλληλα θέματα προδοσίας και υστερίας. Δρώντας μέσα σε ένα περιβάλλον επιτηδευμένης συμπεριφοράς και στάσης, η Valli παρουσιάζει ιδιαίτερα αξιοσημείωτη εμβέλεια, ενσαρκώνοντας μια γυναίκα σε συνεχή εναλλαγή συναισθημάτων μεταξύ εκδίκησης, ευπάθειας και ερωτικής εμμονής. Ο ρομαντισμός που αναδύεται συνιστά τον συναισθηματικό πυρήνα της ταινίας, αλλά αυτό που έσπρωξε τον Visconti στα όρια της τέχνης του είναι η σαρωτική τοιχογραφία μιας ιστορικής περιόδου της Ιταλίας, και ιδίως η αριστουργηματική χρήση του χρώματος, το οποίο μεταλλάσσεται μέσα στο ίδιο πλάνο σηματοδοτώντας τις αλλαγές στην ψυχολογική κατάσταση των ηρώων. Οι διευθυντές φωτογραφίας Robert Krasker και G.R. Aldo (ο τελευταίος έχασε τη ζωή του κατά τη διάρκεια της παραγωγής) με τον οπερατέρ Giuseppe Rotunno συνεισφέρουν τα μέγιστα σε αυτή την ευδιάκριτη οπτική στροφή στην καριέρα του Visconti, καθιστώντας το “Senso” μια μελωδική σύνθεση οπτικού μεγαλείου και άνθησης των αισθήσεων.
Το “Senso” μπορεί να υπερηφανεύεται για την καθηλωτικά διακοσμημένη ατμόσφαιρα, την τελειότητα της σκηνοθεσίας, τη διακριτική ιστορικο-κοινωνική κριτική, τη συγκλονιστική ενσάρκωση της έκπτωσης των τραγικών ηρώων που μεγεθύνεται με την ένταση του μελοδράματος. Ωστόσο, οι μονολιθικοί υπερασπιστές του αμιγούς νεορεαλισμού κατηγόρησαν του Visconti για δραστική μετάλλαξη και προδοσία του συγκεκριμένου ρεύματος, προς όφελος ενός καλλιγραφικού κλασικισμού. Αλήθεια πόσο μικρόψυχη αντιμετώπιση απέναντι σε ένα τέτοιο μεγαλειώδες έργο τέχνης! Αλλά αυτό ήταν μόνο μέρος της διαμάχης για την ταινία, η οποία ξεκίνησε όταν η Ingrid Bergman και ο Marlon Brando που προτιμούσε ο Visconti για τους βασικούς ρόλους απορρίφθηκαν από τους παραγωγούς, και συνεχίστηκε όταν το αρχικό φινάλε του Visconti απαγορεύτηκε από ιταλούς λογοκριτές, οι οποίοι αντιτάχθηκαν σε μια αρνητική απεικόνιση των στρατιωτικών του έθνους. Επιπλέον, σε μια δυστυχώς κοινή ρουτίνα για τις ταινίες του, οι διεθνείς εκδοχές του “Senso” ανακλήθηκαν και κυκλοφόρησαν με αλλαγμένους, συχνά παραπλανητικούς τίτλους. Στην Ελλάδα παίχτηκε με τον επιεικώς αστείο τίτλο «Έτσι Τελείωσε μια Μεγάλη Αγάπη», ενώ η αμερικανική εκδοχή, που μετονομάστηκε ως “The Wanton Countess”, περιείχε νέους διαλόγους γραμμένους από τους Tennessee Williams και Paul Bowles.
Στην τελική του αποτίμηση το “Senso” κρατά κορυφαία θέση ανάμεσα στα μεγάλα αριστουργήματα του ευρωπαϊκού σινεμά, καθώς ισορροπεί θαυμαστά ανάμεσα σε πολλά δίπολα: σοφιστικέ και λαϊκό, όπερα και καθαρό σινεμά, μελόδραμα και υπαρξισμός, κλασικισμός και χρωματικός πειραματισμός, ρομαντισμός και παρακμή, έρωτας και προδοσία, ιδανικό και πραγματικό. Και πάνω από όλα, το φιλμ στεφανώνεται από ένα συνταρακτικό, ανεπανάληπτο φινάλε, με τη Λίβια να περιπλανιέται μέσα στη νύχτα ανάμεσα σε μεθυσμένους στρατιώτες στα πρόθυρα της τρέλας, με τη σκιά της να την καταδιώκει στα ατέλειωτα τείχη της Βερόνα, καθώς έχει προδώσει και τον έρωτά της και την πατρίδα της. Δύστυχη και μεγαλειώδης Alida Valli!
Συνέχεια με το τέταρτο μέρος το επόμενο Σάββατο…