Luchino Visconti: Ο Κόκκινος Κόμης * μέρος Ι
Συντάκτης: Γιώργος Ξανθάκης
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο κόμης Δον Luchino Visconti di Modrone γεννήθηκε το 1906 στο Μιλάνο μέσα σε ένα περιβάλλον ευγενoύς ανατροφής και οικονομικής ευρωστίας που είχε παντοτινή επίδραση στη ζωή και τη σταδιοδρομία του. Δεν υπήρξε σε καμιά περίπτωση ο «μέσος» άνθρωπος, καθώς η πρώιμη μύηση του στην τέχνη, τη λογοτεχνία, τη μουσική, το θέατρο και κυρίως την όπερα τον κατέστησε απίστευτα εκλεπτυσμένο και καλλιεργημένο. Αριστοκράτης, μαρξιστής, σκηνοθέτης του θεάτρου και της όπερας και απολογητής της παρακμής, ήταν ένας άνθρωπος των αντιφάσεων, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στο έργο του. Ο Visconti έλκεται και απωθείται από την αποσύνθεση της τάξης του, αλλά απεικονίζει αυτή την παρακμή με καλλιγραφική αγάπη.
To σκηνοθετικό του ντεμπούτο του «Διαβολικοί Εραστές» (1943), προσαρμογή του νουάρ μυθιστορήματος του James M. Cain «The Postman Always Rings Twice», όχι μόνο άνοιξε τον νεορεαλιστικό κύκλο, αλλά θεωρείται ως η πρώτη ταινία που καταγράφει ένα άγνωστο και καλά κρυμμένο, από τον φασισμό, πρόσωπο της ιταλικής πραγματικότητας. Το «Η Γη Τρέμει» (1948) βρίσκεται ακόμη πιο κοντά στο νεορεαλιστικό ιδεώδες με την απεικόνιση των άθλιων συνθηκών διαβίωσης των σικελών ψαράδων, καθώς γυρίστηκε σε πραγματικές τοποθεσίες με τους ντόπιους να ζωντανεύουν τις ιστορίες τους. Κάνοντας μια αναπάντεχη στροφή στις συμβάσεις της όπερας, εντυπωσιάζει το κοινό με το υπέρλαμπρο βερντικό θέαμα του «Senso» (1954). Στα «Μπελίσιμα» (1951) και το «Εμείς οι Γυναίκες» (1953), ο Visconti υποτάσσεται στο ιερό τέρας του μεταπολεμικού ιταλικού κινηματογράφου, την Anna Magnani.
Το «Λευκές Νύχτες» (1957), μια σύγχρονη μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, είναι τυλιγμένο σε μια αχλύ παραμυθιού, με τον σκηνοθέτη να συλλαμβάνει τον αγνό ρομαντισμό, τη βαθιά καλοσύνη της αυταπάρνησης και τη μοναξιά του καθημερινού ανθρώπου. Στο «Ο Ρόκο και τ’ Αδέλφια του» (1960), με θέμα την εσωτερική μετανάστευση μιας φτωχής οικογένειας από τον Νότο στον Βορρά, διαφαίνεται η προσπάθεια να συγκεραστεί το νεορεαλιστικό θέμα με τις οπερατικές διαστάσεις της σκηνοθεσίας. Το έργο αυτό σηματοδότησε και την οριστική αποκοπή του Visconti από τον νεορεαλισμό. Στην καλλιτεχνική του ωριμότητα στράφηκε στην πνευματική αριστοκρατία της φιλοσοφίας του Πλάτωνα και του ερωτικού ιδεώδους που ταυτίζεται με τον πόθο της Γνώσης και της απόλυτης Ομορφιάς.
Το «Γατόπαρδος» (1963) είναι το αποτέλεσμα της σύνθεσης τριών συστατικών στοιχείων: του πολύπλοκου πολιτικού μυθιστορήματος του Giuseppe Tomasi di Lampedusa, της αριστοτεχνικής σκηνοθεσίας του Visconti και της μνημειώδους ερμηνείας του Burt Lancaster. Αυτό το αριστουργηματικό φιλμ αποτελεί μια μαγευτική νωπογραφία ενός κόσμου που βρίσκεται στο λυκόφως, αλλά και έναν βαθιά συγκινητικό διαλογισμό για την παροδικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Το παρελθόν και το παρόν συγκρούονται στο «Τα Μακρινά Αστέρια της Άρκτου» (1965), μια χαλαρή αναπαράσταση του μύθου της Ηλέκτρας, αν και εδώ είναι το παρελθόν που παγιδεύει το παρόν.
Το «Ο Ξένος» (1967) είναι μια απόλυτα πιστή μεταφορά του θεμελιώδους υπαρξιστικού έργου του Camus, ενώ το «Οι Καταραμένοι» (1969) είναι ένα οπερατικό μελόδραμα με εμφανή προτερήματα και αδυναμίες. Το άδικα παραγνωρισμένο «Λυκόφως των Θεών» (1973) είναι μια μεγαλειώδης και μελαγχολική βιογραφία του Ludwig II της Βαυαρίας, του οποίου η απερίσκεπτη και εμμονική επιδίωξη της αισθητικής και αισθησιακής ευχαρίστησης τού στοίχισε τον θρόνο.
Το «Θάνατος στη Βενετία» (1971), προσαρμογή στην ομώνυμη νουβέλα του 1912 του Thomas Mann, είναι υποτονικό, σκοτεινό και πεσιμιστικό με τη χολέρα να απειλεί να σαρώσει την πολυτέλεια του «Hotel des Bains» στο Λίντο της Βενετίας. Το «Η Γοητεία της Αμαρτίας» (1974) δίχασε τους κριτικούς: άλλοι το εκτιμούν ως ένα θεμελιώδη δομικό λίθο του βισκοντικού οικοδομήματος, ενώ άλλοι το θεωρούν ήσσονος αξίας, άνευρο έργο, απόρροια και της σκηνοθετικής αδυναμίας του Visconti λόγω της ασθένειας του.
Το κύκνειο άσμα του, «Ο Αθώος» (1976), είναι οπερατικό, οπτικά μαγευτικό και όμως ταυτόχρονα βαθιά οικείο και προσωπικό, καθιστώντας το μία από τις πιο ολοκληρωμένες και απολαυστικές ταινίες του. Αποτέλεσε έναν σκηνοθετικό άθλο για τον Visconti, καθώς σκηνοθετούσε από αναπηρική καρέκλα.
Το έργο του Visconti διακρίνεται από άψογη ποιότητα, τεχνική ακρίβεια, αλλά και καθολική συνοχή, καθώς οι ταινίες του, ακόμη και οι πιο ανόμοιες επιφανειακά, διατηρούν επίμονους, στενούς, υπόγειους δεσμούς. Δεν φοβάται τη σύζευξη των αντιθέτων και των αντιφατικών, αλλά αντίθετα συνδυάζει τα κουρέλια του νεορεαλισμού και τη χλιδή της όπερας με μια μεγαλόπρεπη και γαλήνια αμεριμνησία που οδηγεί στο απόγειο την κινηματογραφική έκφραση.
Συνέχεια με το δεύτερο μέρος το επόμενο Σάββατο…