Συντάκτης: Γιώργος Ξανθάκης

Μια συνολική αποτίμηση

Ο Ρενουάρ υπήρξε ο πιο επιδραστικός σκηνοθέτης που αναδύθηκε από τη σχολή του γαλλικού ποιητικού ρεαλισμού. Άνθρωπος υψίστης καλλιέργειας κι ευφυίας, στυλ και πάθους, είχε την ικανότητα να διακρίνει καθαρά και μέσα στην πολυπλοκότητα των κοινωνικών δομών και της ηθικής, και να βλέπει τα πράγματα να παίρνουν σχήμα μέσα από την αλληλεπίδραση αυτών των δομών και των ανθρώπινων σχέσεων. Ήταν μια ισχυρή προσωπικότητα που διαμορφώθηκε από το καλλιτεχνικό περιβάλλον της νιότης του, αλλά ήταν επίσης εξαιρετικά δεκτικός σε μεταγενέστερες επιρροές, τόσο στην τέχνη του όσο και στις ιδέες του. Είναι ο σκηνοθέτης που συνέθεσε αρμονικά τις πολλαπλές επιρροές του όπως ο ιμπρεσιονισμός, που υπηρέτησε ο ζωγράφος πατέρας του, μέχρι τη γαλλική παράδοση του νατουραλισμού όπως εκφράζεται στα μυθιστορήματα του Ζολά. Ποτέ άλλοτε δεν ήρθαν σε τόσο στενή επαφή οι κόσμοι της ζωγραφικής και του κινηματογράφου παρά στο έργο του Ρενουάρ. Χρησιμοποιώντας τα ίδια αυθεντικά οπτικά ερεθίσματα με τον πατέρα του, τον οποίο παρατηρούσε να ζωγραφίζει όταν ήταν παιδί, ανακάλυψε ότι οι απλές προσαρμογές φωτισμού, θέσης, εστίασης και γωνίας κάμερας θα μπορούσαν να προσθέσουν νέες και συναρπαστικές διαστάσεις σε μια ταινία. Μάλιστα, στην αρχή της καριέρας του αναγκάστηκε να πουλήσει μερικά από τα έργα του πατέρα του για να χρηματοδοτήσει το έργο του.

Ωστόσο παρά τις επιρροές του από τη ζωγραφική και το θέατρο, ο Ρενουάρ άρθρωσε μια καθαρά κινηματογραφική γλώσσα. Ο Αντρέ Μπαζέν έγραψε γι’ αυτό: «Κανείς δεν συνέλαβε την αληθινή φύση της οθόνης καλύτερα από τον Ρενουάρ. Κανείς δεν απαλλάχθηκε με τόση επιτυχία από τις διφορούμενες αναλογίες της με τη ζωγραφική και το θέατρο. Έχοντας στο μυαλό τους τις παραδοσιακές αναφορές, οι σκηνοθέτες του σινεμά τείνουν να συλλαμβάνουν τις εικόνες εγκλωβισμένες σ’ ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, όπως οι ζωγράφοι και οι θεατρικοί σκηνοθέτες. Ο Ρενουάρ, αντίθετα, κατανοεί πως η οθόνη δεν είναι απλό παραλληλόγραμμο, αλλά ένα ομοθετικό επίπεδο του βιζέρ της κάμεράς του. Το ακριβώς αντίθετο του κάδρου. Η οθόνη είναι μια μάσκα που περισσότερο κρύβει παρά αποκαλύπτει την πραγματικότητα».

Σε αντίθεση με τους περισσότερους γάλλους σκηνοθέτες της δεκαετίας του ’30  που κινηματογραφούσαν τις ιστορίες τους σε στούντιο, ο Ρενουάρ, εμπνευσμένος από τον νατουραλιστικό χαρακτήρα της «Αταλάντης» του Βιγκό, προτιμούσε να σκηνοθετεί σε φυσικούς χώρους. Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του, το στυλ του Ρενουάρ αγκάλιασε ένα πλήθος ειδών, και οι παραλλαγές του καθιστούν δύσκολο τον χαρακτηρισμό του. Ωστόσο ο όρος κοινωνικός ρεαλισμός ίσως είναι ο πιο εύστοχος. Χρησιμοποιεί το βάθος πεδίου και τα πλάνα διαρκείας (plan-séquence) με ιδιαίτερη πλαστικότητα στο καδράρισμα, επηρεασμένος από την ιμπρεσιονιοστική ζωγραφική του πατέρα του. Έφερε στο σινεμά μια ανάλαφρη γραφή σαν δροσερό αεράκι, παρότι μιλούσε για τα σοβαρότερα ζητήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα και την εποχή του: τον έρωτα, τον θάνατο, τη διαφθορά, τον ξεπεσμό της μπουρζουαζίας, τον πόλεμο και τη φτώχεια. Διαπέρασε σαν κοφτερό ξυράφι για πενήντα χρόνια το παγκόσμιο σινεμά, ενώ κατάφερε να διευρύνει την κλασική και πρωτοποριακή τέχνη, το μυθιστόρημα, το θέατρο και τη ζωγραφική μέσα από τις ταινίες του. Παράλληλα, ανέδειξε με έναν μοναδικά ξεχωριστό τρόπο τον αυθορμητισμό της ζωής, τα πάθη και τα αισθήματα των ανθρώπων, τα παιχνιδίσματα του φωτός. Και όλα αυτά ξεφεύγοντας από δόγματα και καθιερωμένες φόρμες, πάντα με έναν δικό του τρόπο, και με τις ταινίες του να πρεσβεύουν την ακλόνητη πίστη στον άνθρωπο και στα μυστήρια της ύπαρξης και της ζωής.

Τα θεματικά μοτίβα που δημιουργούνται στις ταινίες του φαίνονται απλά και είναι. Τα πρωτότυπα ή διασκευασμένα από λογοτεχνικά έργα σενάρια του δίνουν τη δυνατότητα να αναπτύξει τη νατουραλιστική, ανθρωποκεντρική και κοινωνική θεματολογία του. Οι χαρακτήρες των ταινιών του είναι παγιδευμένοι στις κοινωνικές αντιφάσεις και δεν μπορούν να συμμορφωθούν με το πλαίσιο στο οποίο ζουν. Οι απόκληροι είναι εκείνοι που υποφέρουν περισσότερο και υφίστανται πιο αδυσώπητα τα χτυπήματα από τις «συστροφές» της μοίρας. Ο Ρενουάρ ενστερνίζεται το δράμα τους, τους καλύπτει με τον μανδύα της αγάπης του. Βλέπει σ’ αυτούς κάποια πρωτογενή αθωότητα, κάποιες θεμελιακές αρετές, μακριά από τους συμβιβασμούς και τα συμφέροντα της οργανωμένης αστικής κοινωνίας του χρήματος. Ακόμη και οι ξεπεσμένοι αριστοκράτες αναβαπτίζονται μέσα στη λαϊκή κολυμβήθρα της χαμοζωής. Το σύνολο του έργου του αναπτύχθηκε σαν μια τοιχογραφία της σύγχρονης Γαλλίας, καλύπτοντας με συνέπεια όλα τα κοινωνικά στρώματα με μια νατουραλιστική αντίληψη. Έργο διαχρονικό, πολυεδρικό, προφητικό, κομψό, διαυγές. Ώρες-ώρες δίνει την εντύπωση ότι δεν σκηνοθετεί, αλλά ζωγραφίζει, όπως ο πατέρας του, κατορθώνοντας να αιχμαλωτίσει το άφατο, το αόρατο. Με ένα απόλυτα προσωπικό στυλ ανάμεσα στο λυρικό και το ρεαλιστικό, ήταν ο πρώτος που παρουσίασε συστηματικά το ύφος που οι ιστορικοί ονομάζουν ποιητικό ρεαλισμό.

Οι ταινίες του Ρενουάρ συστηματικά υποτιμήθηκαν όταν βγήκαν για πρώτη φορά. Ήταν ασυνήθιστες, πολύπλοκες και τόσο ενεργητικές και τεχνικά τολμηρές που λίγοι παρατήρησαν την πολυσύνθετη δομή τους. Συχνά απορρίφθηκαν ως τραχιές, χωρίς  επαρκή καλλιτεχνική επεξεργασία. Ωστόσο η κινηματογραφική γενιά της δεκαετίας του ’60 και του ’70 (ίσως η πλουσιότερη και πιο πολυδιάστατη εποχή στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο) αναγνώρισε τον Ρενουάρ ως πρόγονο της που είχε ήδη κάνει το είδος των ταινιών που θαύμαζαν ή ήθελαν να κάνουν οι ίδιοι, και εύστοχα τις χαρακτήρισαν ως αριστουργήματα. Ο κριτικός Ντέιβιντ Τόμσον γράφει χαρακτηριστικά: «Η αναδρομική εμφάνιση του Ρενουάρ στο Εθνικό Θέατρο Κινηματογράφου του Λονδίνου το 1962 αποτέλεσε την καθαρότερη αποκάλυψη της φύσης του κινηματογράφου που είχα ποτέ».

Ο Ρενουάρ κράτησε αποστάσεις από πολιτικά δόγματα και ιδεολογικές αγκυλώσεις παρά το γεγονός ότι είχε αριστερές πεποιθήσεις. Είναι ο κατεξοχήν ουμανιστής σκηνοθέτης που παρατηρεί  με ευαισθησία και δέος τα μυστήρια της ύπαρξης και της θνητής φύσης. Οι ταινίες του πρεσβεύουν μια κρυστάλλινη ηθική  στάση και την ακλόνητη πίστη του στον άνθρωπο. Εκκινώντας από έναν καθαρόαιμο ρεαλισμό, εξελίχθηκε σταδιακά στον σημαντικότερο δημιουργό του γαλλικού ποιητικού ρεαλισμού. Το στυλ του επηρέασε πολλούς σκηνοθέτες-δημιουργούς στις επόμενες δεκαετίες, όπως οι Σατιαζίτ Ράι, Βισκόντι, Ρομέρ, Τριφό, Μπογκντάνοβιτς και Άλτμαν.

Λέει ο ιδρυτής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Slamdance, Πίτερ Μπάξτερ: «Ο Ρενουάρ είναι ο μεγάλος ανθρωπιστής του κινηματογράφου. Η προοπτική του παγιδεύει την ουσία του πραγματικού κόσμου για τον θεατή -μια ανθρώπινη άποψη που ενσωματώνει τους ηθοποιούς, τα αντικείμενα και τον χώρο που εξέφρασαν τη σχέση μεταξύ ατόμων και κοινωνίας ως μια αμοιβαία σύνδεση».

Το αφιέρωμα ολοκληρωμένο: 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *