
Τοπικός κυνικός σηκώνει αδιάφορα ώμους ενώπιον υπαρξιακού καλειδοσκοπίου
Συντάκτης: Ρωμανός Αναστασίου
Μήνες πέρασαν, η παροιμιώδης κριτική στρόφιγγα άρχισε να σφίγγει, και ως εκ τούτου ο εγκωμιαστικός χείμαρρος για το Everything Everywhere All at Once (“τα πάντα όλα” ακόμα μια προσθήκη στο ευμεγέθες αλμανάκ καλτ ελληνικών μεταφράσεων) να στερεύει, με αυτό να επιπλέει σε έναν ωκεανό επαίνων. Ένα προαίσθημα που υποψιαζόμουν πως οφείλεται στον κωμικά διαφανώς για εμπορικούς λόγους παροξυσμό των κινηματογραφικών multiverses εν μέσω του οποίου βρισκόμαστε, με γέμιζε με μια ενστικτώδη αδιαφορία απέναντί της ταινίας και με οδήγησε να την αποφύγω μέχρι πρόσφατα. Δυστυχώς, το προαίσθημα αποδείχθηκε σωστό και βρέθηκα κωπηλάτης ξινίλας και σνομπισμού στ’ ανοιχτά του αχαλίνωτου ενθουσιασμού.
Παρακάμπτοντας στιγμιαία το «απέραντο γαλάζιο» των αχρείαστων θαλάσσιων μεταφορών και της διάθεσης μου απέναντι στην ταινία, η αφοσίωση και η ειλικρίνεια της ενασχόλησης των Daniels στο όλο πρότζεκτ διαθλάται καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, και αυτό είναι κάτι που αναμφίβολα χρήζει αναφοράς και μόνο για την αισθητή έλλειψη αυτών των στοιχείων στην πλειοψηφία των υπολοίπων επιφανών κυκλοφοριών.
Επιστρέφοντας όμως στις μελαγχολικές σκιές του μπλε, η πηγαία αρνητική αντίδρασή μου στην ταινία ριζώνει τόσο στη δομή της όσο και στον θεματικό της πυρήνα και, ίσως σημαντικότερα, στη μίξη αμφοτέρων. Ξεκινώντας με τη δομή που αποτέλεσε ίσως το αμεσότερο πρόβλημα της αισθητικής μου εμπειρίας, η ταινία εκτυλίσσεται μέσω της τέλεσης μιας σεκάνς δράσης στην επόμενη, με το μοντάζ να τις συνυφαίνει θυμίζοντας προχειροραμμένα tik-toks το ένα μετά το άλλο. Η μίξη sci-fi στοιχείων με το πεζό, καθημερινό δράμα της πρωταγωνίστριας και της οικογένειάς της φαίνεται να αποτελεί τον πυλώνα του χιούμορ της ταινίας, αλλά η ανάγκη συνεχούς επεξήγησης που πνίγει την κάθε σκηνή -από βασικά στοιχεία της πλοκής μέχρι και των αστείων συνθηκών- λειτουργεί πλήρως αντιθετικά με τον υποτιθέμενο παραλογισμό της ταινίας, καταλύοντας πλήρως οποιαδήποτε πρωτοτυπία και χιούμορ, με χαρακτήρες να μιλάνε ουσιαστικά στην κάμερα, λέγοντας τι έχει μόλις συμβεί και πόσο μεγάλης σημασίας είναι για την πλοκή, και αστεία να επαναλαμβάνονται μέχρι να γίνουν οπτικοακουστικός χυλός.
Έτσι, αποξηραμένο από κάθε αμφισημία και υλικό προς επεξεργασία για τον θεατή οπτικά και ρυθμικά, το παράλογο της ταινίας μετατρέπεται σε γκροτέσκο με τη μορφή του φιλοσοφικού πυρήνα που έρχεται να δικαιολογήσει την υπερβολή της, με όλη την εξουθενωτικά αφελή ειλικρίνεια και ευθύτητα που χαρακτηρίζει το μέσο σποτάκι εναντίον των ναρκωτικών. Μετά από όλη τη βαβούρα, καταλήγουμε σε ένα σινεματικό ποτ-πουρί που γεμίζει την αίθουσα με τη γνώριμη μπόχα του μισοψημένου διδακτισμού που χαρακτηρίζει το ευνουχισμένο πνευματικό λεξιλόγιο της millennial αποξένωσης που η σύγχρονη εμπορική τέχνη δεν χορταίνει να αναπαράγει, έχοντας πλέον αποστασιοποιηθεί πλήρως από την κυνική αποδόμηση του ‘90, και φορέσει τον επικερδή ζουρλομανδύα του wellness, του nowness και του awareness. Με άλλα λόγια: “Ό,τι και να γίνει, η αγάπη θα μας σώσει”. “Αυτή η ζωή είναι παράλογη και αχανής, το μόνο που έχουμε είναι ο ένας τον άλλον”. Η μητέρα συνειδητοποιεί τις προκαταλήψεις της, η κόρη ανοίγεται συναισθηματικά, ο παππούς κατανοεί και σέβεται, ο παραλογισμός της ζωής υποχωρεί, τα βουνά είναι φτιαγμένα από μαλλί της γριάς και η εθνική φτάνει στον τελικό, επειδή επαναλήφθηκαν στον νου του θεατή αυτές οι χλιαρές, επαναθερμασμένες κενότητες που εμφανίζονται με την προβιά προσωπικής φιλοσοφικής επιφοίτησης, πέρα απ’ τις οποίες κείται η απέραντη έρημος του μηδενισμού.
Χάριν συντομίας, αντί να παραθέσω τα ύποπτα ταιριαστά λεγόμενα του Zizek για το τέλος του Τιτανικού, θα συνοψίσω την αισθητική μου εμπειρία στα εξής: κατά τη διάρκεια του fish slapping dance το bbc διακόπτει την καθιερωμένη εκπομπή των Monty Python για να εξηγήσει δύο με τρεις φορές για τα άτομα που δεν πρόσεχαν ότι τα ψάρια συμβολίζουν την πολιτική βία, ο χορός τη συνέχειά της παρά το βίαιο αδιέξοδο και η βουτιά στη θάλασσα τον αναπόφευκτο επεκτατισμό των μεγαλύτερων δυνάμεων, οπότε καλό είναι να διαμορφώνουμε τις απόψεις μας για τα παγκόσμια γεωπολιτικά με ανθρωπιά και σύνεση. Ταυτόχρονα, εκείνη τη μοιραία μέρα, ο Mark David Chapman, αντί να τραβήξει τη σκανδάλη, βάζει το πιστόλι στον κρόταφο του John Lennon και τον αναγκάζει να γράψει μια διαφήμιση κινητής τηλεφωνίας με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Jorge Bucay. Αν αυτό ήταν το σύμπαν στο οποίο κατοικούσαμε, υποπτεύομαι πως δεν θα βλέπαμε ποτέ τον John Cleese στο Ηρώδειο, και μάλλον θα αλλάζαμε κανάλι αντί για πάροχο.