ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ – Ζαν Ρενουάρ: ένας καλλιτέχνης του οποίου ο καμβάς ήταν ταινία
Συντάκτης: Γιώργος Ξανθάκης
Η αμερικανική περίοδος
Στο Χόλιγουντ, ο Ζαν Ρενουάρ αντιμετώπισε δυσκολίες στην εύρεση σχεδίων που να του ταιριάζουν. Αν και βρήκε τους ανθρώπους των στούντιο δεκτικούς και συνεργάσιμους, είχε πρόβλημα να ρυθμίσει το αυτοσχεδιαστικό ταπεραμέντο του στις απαιτήσεις μιας εμπορικά προσανατολισμένης μηχανής παραγωγής, με αποτέλεσμα να εργάζεται απομονωμένος χωρίς την ηθική και ψυχολογική στήριξη του κύκλου των στενών συνεργατών που τον περιέβαλαν στη Γαλλία.
Το πρώτο αμερικανικό κινηματογραφικό έργο όπου έκανε ο Ρενουάρ ήταν το αγροτικό δράμα «Ματωμένος Βάλτος/Swamp Water» (1941), μια όμορφη, λυρική και ποιητική ιστορία αδικίας και εκδίκησης, γυρισμένο σε φυσικούς χώρους στους βάλτους της Τζόρτζια. Ωστόσο το φιλμ απέτυχε να προκαλέσει μεγάλο ενθουσιασμό μεταξύ των αμερικανών κριτικών, και επικρίθηκε από τους γάλλους συναδέλφους τους όταν παίχτηκε στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο. Όπως και με τόσες άλλες ταινίες του Ρενουάρ, η άποψη των κριτικών στα επόμενα χρόνια έγινε πιο ευνοϊκή.
Μετά από κάποια σχέδια που έμειναν απραγματοποίητα, το 1943 γυρίζει σε σενάριο του Ντάντλεϊ Νίκολς ένα αντιναζιστικό δράμα, το «Ξύπνημα του Σκλάβου/This Land Is Mine» με πρωταγωνιστή τον Τσαρλς Λότον. Παρόλο που ήταν αρκετά αποτελεσματικό ως πατριωτικό πολεμικό δράμα για το κίνημα της γαλλικής αντίστασης, η ταινία επικρίθηκε από τους γάλλους κριτικούς όταν προβλήθηκε εκεί μετά τον πόλεμο.
To 1944 ξεκινά να γυρίζει τους «Σκλάβους της Γης/The Southerner», βασισμένο σε σενάριο που έγραψε ο ίδιος με τη βοήθεια του Γουίλιαμ Φόκνερ, με παραγωγό τον ανεξάρτητο αμερικανό Ντέιβιντ Λόου. Πρόκειται για ένα έργο-κλειδί στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη, και είναι καθολικά αναγνωρισμένο ως η καλύτερη αμερικανική ταινία του. Η ματιά του δεν είναι πια η ίδια, γίνεται πιο ασκητική, πιο μεταφυσική. Αυτό το ειλικρινές ρεαλιστικό δράμα, δοσμένο με έναν χαλαρό και αβίαστο ρυθμό, έχει ως βασικό χαρακτήρα έναν αποφασιστικό αγρότη και τον αγώνα του για επιβίωση ενάντια στη σκληρότητα τόσο της φύσης όσο και των συνανθρώπων του. Τον Απρίλη του 1945 η ταινία παίχτηκε στις αμερικάνικες αίθουσες με κριτική αλλά και εμπορική επιτυχία, ενώ το 1946 κέρδισε και το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Βενετίας.
Ακολουθεί το «Ημερολόγιο μιας Καμαριέρας/The Diary of a Chambermaid» (1946), του οποίου το σενάριο έγραψε μαζί με τον Μπέρτζες Μέρεντιθ, βασισμένο στο γνωστό έργο του Οκτάβ Μιρμπό. Σε αντίθεση με τη σχεδόν ντοκιμαντερίστικη αισθητική του προηγούμενου φιλμ και τον ποιητικό ρεαλισμό των ταινιών του της δεκαετίας του ’30, αυτό το φιλμ ήταν κατά κύριο λόγο θεατρικό σε σύλληψη και ερμηνεία, δημιουργώντας τεχνητά τη γαλλική ατμόσφαιρα της εποχής σε ένα στούντιο του Χόλιγουντ. Την ταινία ο Αντρέ Μπαζέν θα τη χαρακτηρίσει ως «μια σκωπτική τραγωδία, στα όρια της σκληρότητας και της φάρσας».
Στην συνέχεια συνεργάζεται με την εταιρεία RKO και σκηνοθετεί την τελευταία ταινία της αμερικανικής περιόδου του, «Στην Άβυσσο του Πάθους/The Woman on the Beach» (1947), στην οποία ο Ρενουάρ αυτοσχεδίασε πολύ στα γυρίσματα. Πρόκειται για ένα αγωνιώδες μελόδραμα για το συναισθηματικό πάθος και τον σεξουαλικό πόθο, που θυμίζει έντονα τις αμερικανικές ταινίες του Φριτζ Λανγκ. Η αρχική μορφή, κατά δήλωση του Ρενουάρ, είχε μια πολύ έντονη σχεδόν υστερική ατμόσφαιρα ερωτισμού που δεν την αποδεχόταν το συντηρητικό κοινό των ΗΠΑ και μάλιστα αμέσως μετά το τέλος του μεγάλου πολέμου. Έτσι, ο σκηνοθέτης αναγκάστηκε να μειώσει τη διάρκεια της σε μόλις 71 λεπτών και προέκυψε ένα τελικό προϊόν πολύ διαφορετικό από αυτό που αρχικά οραματίστηκε. Αυτό που απομένει είναι μια ονειρική διάθεση που υποδηλώνει κίνητρα αντί να τα δηλώνει ρητά, και υποδηλώνει χαρακτηρολογικά στοιχεία που μπορεί να είναι ή να μην είναι ακριβή, προκαλώντας σύγχυση στους θεατές. Πέρα από αυτό, υπάρχουν υφολογικά ίχνη νουάρ, αν και τελικά δεν εκπληρώνει τις προσδοκίες ούτε ως ταινία αυτού του είδους.
Ο Ρενουάρ συνοψίζει την αμερικανική του εμπειρία για το «Les Cahiers du Cinema» το 1952 ως εξής: «Αν και δεν λυπάμαι για τις αμερικανικές ταινίες μου, ξέρω ότι δεν πλησιάζουν καν κοντά σε οποιοδήποτε ιδανικό είχα για το έργο μου… Αντιπροσωπεύουν επτά χρόνια μη πραγματοποιηθέντων έργων και μη εκπληρωμένων ελπίδων, και επτά χρόνια παραπλανήσεων…»