Συντάκτης: Γιώργος Ξανθάκης

«O Ταρκόφσκι για μένα είναι o μεγαλύτερος από όλους μας, αυτός που επινόησε μια νέα γλώσσα, πιστή στη φύση του κινηματογράφου, καθώς συλλαμβάνει τη ζωή ως αντανάκλαση, τη ζωή ως ένα όνειρο»

Ιngmar Bergman

  • Το Δωμάτιο των κρυφών επιθυμιών

Όπως και η άλλη ταινία επιστημονικής φαντασίας του Tαρκόφσκι, το «Solaris», και το «Stalker» (εμπνευσμένο από τη νουβέλα των αδελφών Στρουγκάτσκι «Πικ Νικ στο Κράσπεδο του Δρόμου») ασχολείται με την αυτο-αντιπαράθεση. Στο «Solaris» δημιουργείται μια αδύναμη επικοινωνία με τον πλανήτη, και έχοντας να αντιμετωπίσει τους δαίμονες του, ο ήρωας μετά από μια επώδυνη διαδικασία αποκτά ένα βαθμό ειρήνης με τον εαυτό του. Στο «Stalker» (1979) o Tαρκόφσκι είναι πολύ πιο πεσιμιστής, η προσπάθεια για αυτο-αντιπαράθεση αμβλύνεται και τελικά αποφεύγεται.

Πρόκειται για ένα οδοιπορικό στο υποσυνείδητο της ανθρώπινης οντότητας, σε υγρά τοπία και σε εικόνες σπάνιας ομορφιάς κι ανυπέρβλητης ποιητικής διάστασης. Φαινομενικά έχει το προσχηματικό περίγραμμα της επιστημονικής φαντασίας (όπως και το «Σολάρις»), με τη διαφορά ότι εδώ έχει εξαλειφθεί κάθε χρήση εφέ. Το ντεκόρ είναι απογυμνωμένο από κάθε στοιχείο εντυπωσιασμού, είναι λιτό, αλλά αποπνέει μια μυστηριακή σαγήνη.

Σε ένα απροσδιόριστο δυστοπικό μέλλον μετά από μια οικολογική καταστροφή, μια παράξενη, επικίνδυνη περιοχή απροσδιόριστης προέλευσης -η «Ζώνη»- εμφανίστηκε στη Γη. Στο κέντρο της βρίσκεται το «Δωμάτιο», στο οποίο  αν μπει κάποιος απογυμνώνονται και πραγματοποιούνται οι βαθύτερες ασυνείδητες επιθυμίες του. Παρόλο που η «Ζώνη» είναι εκτός των επιτρεπτών ορίων των πολιτών, παράνομοι οδηγοί γνωστοί ως «Stalkers» αναλαμβάνουν να κατευθύνουν τους πελάτες μέσω της «Ζώνης» στο «Δωμάτιο». Το φιλμ  ακολουθεί έναν από αυτούς τους οδηγούς, που ερμηνεύει ο σκηνοθέτης Alexander Kaidanovsky, καθώς οδηγεί έναν Συγγραφέα (Solonitsin) και έναν Φυσικό Επιστήμονα (Grinko) μέσα από το τρομερό μετα-αποκαλυπτικό τοπίο της «Ζώνης».

Αφού περνούν διάφορα εμπόδια και υποβάλλονται σε μια πολύ εξαντλητική ψυχική ενδοσκόπηση, φτάνουν στο κατώφλι του «Δωματίου», αλλά δεν έχουν το ψυχικό σθένος να προχωρήσουν στο εσωτερικό του. Αποδεικνύονται όντα ατελή και φοβισμένα από τις πιθανές συνέπειες της εισόδου στον άγνωστο κόσμο του ασυνειδήτου τους. Τελικά αποφασίζουν να μην κάνουν το τελικό βήμα, και γυρίζουν πίσω. Όταν επιστρέφουν στο καφενείο από όπου ξεκίνησαν, μένουν έκπληκτοι βλέποντας τη γυναίκα του Στάλκερ να τον περιμένει με αφοσίωση, μια γυναίκα με άρρωστο παιδί που γεννήθηκε ακρωτηριασμένο πιθανώς λόγω της συνεχούς έκθεσης του πατέρα του στην ατμόσφαιρα της «Ζώνης». Είναι μια αφοσίωση έξω από κάθε φτηνό συναισθηματισμό, σχεδόν μεταφυσική. Είναι το θαύμα της πίστης, η άδολη αγάπη χωρίς ανταπόδοση, η μόνη ελπίδα για την ευτυχία του ανθρώπου κατά τον αταλάντευτα θρησκευόμενο Ταρκόφσκι.

Στο βασικό πρόσωπο της ταινίας, τον Στάλκερ, αναγνωρίζουμε τον μόνιμο ήρωα όλων σχεδόν των δημιουργιών του Ταρκόφσκι, και ουσιαστικά το alter-ego του ίδιου του σκηνοθέτη. Από τον Αντρέι Ρουμπλιώφ, στον ψυχολόγο Κέβιν του «Σολάρις», στον σαραντάχρονο άρρωστο άνδρα του «Καθρέφτη», στον συγγραφέα Αντρέι της «Νοσταλγίας», στον δημοσιογράφο Αλεξάντερ της «Θυσίας»… Είναι η εμμονή του για τον υπερευαίσθητο άνθρωπο που  δεν μπορεί να προσαρμοστεί πρακτικά στη ζωή και θλίβεται από τη δυστυχία που βλέπει γύρω του. Όντας εξωτερικά αδύναμος, κρύβει μέσα του μια βαθιά πνευματικότητα, μια ανιδιοτελή διάθεση για προσφορά στον κόσμο, μια διαρκή ενατένιση στην Ουτοπία.

Ο Στάλκερ είναι ένας πάσχων ντοστογιεφσκικός ήρωας, ένας άνθρωπος σε διαρκή πνευματική κρίση. Περνά από στιγμές απόγνωσης όταν κλονίζεται η πίστη του, όμως κάθε φορά συνέρχεται με ανανεωμένη τη συναίσθηση της κλίσης του να υπηρετεί τους ανθρώπους που έχασαν κάθε ελπίδα και αυταπάτη. Ο συγγραφέας επιχειρεί το ταξίδι στη «Ζώνη» για να ξαναβρεί τη χαμένη του έμπνευση, και ο φυσικός επιστήμονας για να δικαιώσει τον ντετερμινιστικό ορθολογισμό του. Η έλξη του μυστηρίου και του αγνώστου τούς φέρνει κοντά στο «Δωμάτιο», αλλά ο τρόμος του υπερκόσμιου τούς καθιστά αδύναμους να εκπληρώσουν τον σκοπό τους. Τελικά δεν βρίσκουν οριστική απάντηση στην αναζήτηση των μυστικών του κόσμου, της ζωής και της αιτίας της ανθρώπινης ύπαρξης. Ωστόσο αυτό που πραγματικά τους ξαφνιάζει, το «αληθινό θαύμα» που αναζητούσαν στη «Ζώνη», είναι μπροστά τους. Είναι  η οικογένεια του Στάλκερ, δυστυχισμένη και ταλαιπωρημένη εξωτερικά, αλλά γεμάτη πίστη και εσωτερική δύναμη.

Στο τεχνικό μέρος της ταινίας, ο Ταρκόφσκι αποφεύγει τον ακραίο φορμαλισμό του «Καθρέφτη» ακολουθώντας μια γραμμική αφήγηση με λίγα και μεγάλης διάρκειας πλάνα. Έτσι κρατά έναν εξαιρετικό εσωτερικό ρυθμό, ενώ η κάμερα εξερευνά με ευαισθησία και λυρισμό το υπέροχο μουχλιασμένο ντεκόρ της «Ζώνης». Η έξοχη φωτογραφία παλινδρομεί στα όρια του έγχρωμου και του ασπρόμαυρου, με εικόνες υπερβατικές αλλά άρρηκτα δεμένες στον νοηματικό ιστό της ταινίας. Το νερό εισβάλλει από παντού, μουσκεύει το τοπίο, κινείται ακατάπαυστα. Είναι το ζωοποιό και ταυτόχρονα διαβρωτικό στοιχείο που ενορχηστρώνει τον αέναο κύκλο της ζωής, τη φευγαλέα μεταβλητότητα και την ατέρμονη διαδικασία της φύσης. O Ταρκόφσκι συνθέτει αργά, τελετουργικά τους μεταφυσικούς οραματισμούς του, με την ευαίσθητη κάμερά του να αιχμαλωτίζει και τον παραμικρό κόκκο ύλης και να αναδεικνύει τη βιταλιστική της δύναμη. Ο ίδιος ο Ταρκόφσκι λέει για την ταινία: «Νομίζω ότι στο «Στάλκερ» ένοιωσα πρώτη φορά την ανάγκη να δείξω καθαρά και ξάστερα πως η υπέρτατη αξία που κινεί, όπως λέγεται, τον βίο του ανθρώπου, είναι μια αξία που δεν τη θέλει η ψυχή του».

  • Η αυτοεξορία: η Νοσταλγία πριν την τελική Θυσία

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Ταρκόφσκι εγκατέλειψε τη Ρωσία μόνιμα, επιλέγοντας την αυτοεξορία του. Τα λίγα εναπομείναντα χρόνια της ζωής του μαστίζονται από έναν συνεχή αγώνα με τις σοβιετικές αρχές για να επιτρέψουν στην οικογένειά του, και ιδιαίτερα στον μικρό του γιο, να τον συναντήσουν. Η κινηματογραφική του καριέρα μπήκε σε μια δεύτερη φάση δημιουργίας, και παρά την επερχόμενη κατάρρευση, τη αρρώστια και τον πρώιμο θάνατο του, οι δυο τελευταίες ταινίες του, «Νοσταλγία» και «Θυσία», είναι κορυφαίες στιγμές μιας παλλόμενης συνείδησης κι ενός ώριμου ταλέντου. Ξεκινώντας από την Ιταλία, αφού γύρισε το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ «Ταξίδι στον Χρόνο» (1983), ακολούθησε η πιο επιτυχημένη ταινία του μετά τον «Καθρέφτη», η περίφημη «Νοσταλγία» (1983), που γράφτηκε σε συνεργασία με τον διακεκριμένο σεναριογράφο Tonino Guerra.

H «Νοσταλγία» είναι ένα μυστηριακό και απρόσιτο έργο βουτηγμένο σε μια διαρκή μελαγχολική διάθεση, με την ταρκοφσκική ποίηση να μετουσιώνει ξανά τις μνήμες και τα όνειρα σε εικόνες, και φαντάζει τόσο συγκεντρωτική όσο αντίθετα επεκτατικός ήταν ο «Καθρέφτης». Ο τίτλος προφανώς αναφέρεται στην αναπόληση ευχάριστων καταστάσεων που παρήλθαν ανεπιστρεπτί, αλλά και στην έλλειψη του πατρικού σπιτιού ή του γενέθλιου τόπου, των παιδικών χρόνων και των χαμένων αγαπημένων προσώπων. Αυτό το συναίσθημα καταλαμβάνει και τον εσωστρεφή  ρώσο συγγραφέα Αντρέι (Oleg Yankovsky), που φθάνει στην υποβλητική επαρχία της Σιένα στην Τοσκάνη και ακολουθείται πιστά σε κάθε βήμα από τον σκύλο του. Ο Αντρέι σκοπεύει να γράψει τη βιογραφία του ρώσου συμπατριώτη του ποιητή Σασνόφσκι, ο οποίος είχε ζήσει τον 18ο αιώνα, και αφού έμεινε στην Ιταλία για τρία χρόνια, επέστρεψε στη Ρωσία -σπρωγμένος και στιγματισμένος από τη νοσταλγία- για να αυτοκτονήσει, δυστυχής και αλκοολικός. Ο Αντρέι, για να μπορέσει να καταλάβει τι ήταν αυτό που σημάδεψε τη ζωή του Σασνόφσκι, αποφασίζει να επισκεφτεί τον τόπο που αυτός είχε ζήσει, αλλά γρήγορα αισθάνεται εκλεκτική συγγένεια με αυτόν, και παρά την εξαιρετική οπτική ομορφιά του τοπίου, υποφέρει κι ο ίδιος από οδυνηρή νοσταλγία.

Η σχέση του με τη μεταφράστρια του, Εουτζένια (Domiziana Giordano), που συνδυάζει μια μορφή παρμένη σαν από έργο του Botticelli με έναν πιο μοντέρνο και παρορμητικό χαρακτήρα, αντιπροσωπεύει την επαφή μεταξύ της ιταλικής και ρώσικης κουλτούρας που ο Ταρκόφσκι βίωνε εκείνη την περίοδο, και που γεννούσε μέσα του ένα δίπολο έλξης και άπωσης. Παράλληλα γίνεται φίλος με τον Domenico -έναν εκκεντρικό, μισότρελο ντόπιο (Erland Josephson) που είχε κλείσει την οικογένειά του για 7 χρόνια στο σπίτι περιμένοντας το τέλος του κόσμου και τώρα εκστομίζει μηνύματα για τη λύτρωση της ανθρωπότητας.

Ο Ταρκόφσκι αναμειγνύει με σοφή μαεστρία, ποίηση, λογοτεχνία και υπαρξισμό. Η ήρεμη απλότητα της αφήγησης επιτρέπει στον θεατή την πλήρη πρόσβαση στον ατμοσφαιρικό πλούτο του φιλμ. Τα τεχνικά και αισθητικά επιτεύγματα του σκηνοθέτη, σε συνεργασία με τον οπερατέρ Τζουζέπε Λάντσι, φτάνουν σε δυσθεώρητα ύψη. Ενορχηστρώνει με μαεστρία τους ήχους, χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα όλους εκείνους του υγρού στοιχείου. Μεταφυσικές εικόνες πλέκονται ανάμεσα στις φυσικές. Η ηρωίδα μετεωρίζεται, η κάμερα με πολύ αργό travelling-in πλησιάζει, ενώ ο φωτισμός αλλάζει, σβήνουν σημεία του κάδρου, κι άλλα φωτίζονται -γωνίες της συνείδησης της ηρωίδας φωτίζονται κι άλλες χάνονται στο σκοτάδι. Η βροχή συνεχώς δυναμώνει με κρεσέντο, όσο διαρκεί η κίνηση της κάμερας. Το όνειρο σε ασπρόμαυρο ή σέπια μπαίνει εμβόλιμα στις έγχρωμες σεκάνς. Οι αργές κινήσεις της κάμερας ίσως να κουράζουν σε κάποια σημεία, όμως η μυστικιστική ομορφιά που αποπνέει η ταινία -σκηνές όπως αυτή που ο Domenico καίγεται σε μια πλατεία υπό τους ήχους της Ενάτης Συμφωνίας του Μπετόβεν- δίνουν στη Νοσταλγία ένα συνταρακτικό όραμα της μάχης του ανθρώπου για τα βρει απαντήσεις στα βασανιστικά υπαρξιακά του ερωτήματα.

Η «Νοσταλγία» αποτελεί την πιο πλούσια σε υφή, σχεδόν ψηλαφητή ταινία από έναν σκηνοθέτη με τη μοναδική ικανότητα να δίνει ζωή και νόημα σε αντικείμενα και επιφάνειες, και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η πανταχού παρούσα υγρασία  φαίνεται σαν να ρέει μέσα από την οθόνη. Η κατάληξη της ταινίας είναι μια εξαιρετικά μακριά λήψη του θανάτου του ποιητή, καθώς προσπαθεί να περάσει μια πισίνα κρατώντας ένα αναμμένο κερί εκπληρώνοντας την επιθυμία του Domenico, και πιθανότατα να είναι η πιο μαγευτική και τελετουργικά αγωνιώδης σκηνή που συνέλαβε ποτέ ο φακός του Ταρκόφσκι.

Η ολοκλήρωση με το Μέρος V το επόμενο Σάββατο, περνώντας στη Θυσία και τον επίλογο του αφιερώματος. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *