Συντάκτης: Σπύρος Δούκας

Ο Ruben Ostlund επιστρέφει μετά το εκπληκτικό «Τετράγωνο» με ένα ακόμα αλληγορικό σχήμα. Το τετράγωνο πραγματευόταν διερευνητικά, με μια ακαδημαϊκού τύπου σεναριακή γραφή, την έννοια της τέχνης και των ορίων, της σχέσης της με το άτομο και την κοινωνία σε ευρύτερο επίπεδο, και κατ’ επέκταση παραλληλίζοντας την υποκρισία του σύγχρονου κόσμου με την αποστασιωποίηση της μοντέρνας τέχνης. Το «Τρίγωνο της Θλίψης» καταπιάνεται με την κοινωνική ανισότητα και την παταγώδη αποτυχία της παγκοσμιοποίησης να την καταπολεμήσει. Καταδεικνύει και εδώ την κατάφωρη υποκρισία μιας κοινωνίας πνιγμένης στον καπιταλισμό, που χρησιμοποιεί την εικόνα και το θέαμα ως σανίδα σωτηρίας, προασπιζόμενη πάντα τα υψηλότερα των ιδανικών.

Το «Τρίγωνο» ως κινηματογραφικό κατασκεύασμα είναι σαφώς πιο περίτεχνο, βιτριολικό και φιλόδοξο, επιδεικνύοντας ιδιαίτερα γερά θεμέλια ως δοκιμιακή κοινωνιολογική μελέτη. Κι όμως, αποδεικνύεται τελικά πιο αδύναμο από τον σαγηνευτικό προκάτοχό του.

Αρχικά, το ζήτημα των κοινωνικών ανισοτήτων, εμφανώς αγαπημένο θέμα στο φεστιβάλ των Κανών (για ένα φεστιβάλ που επιβάλλει σε όλους τους διαπιστευμένους συμμετέχοντες να φέρουν πάνω τους ένα χρώμα που υποδηλώνει το κοινωνικό τους στάτους, η θεματική αυτή προτίμηση μάλλον φανερώνει κάποια ενοχικά σύνδρομα), σίγουρα δεν είναι κάτι πρωτοποριακό ακόμα και στο σινεμά των τελευταίων χρόνων. Αν μη τι άλλο, τα «Παράσιτα» του Bong Joon-ho επιτυγχάνουν άριστα αυτήν ακριβώς τη μελέτη. Αν όμως ρίξουμε μια ματιά στους πρόσφατους Χρυσούς Φοίνικες («Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ», «Κλέφτες Καταστημάτων», και το συγγενικό «Τετράγωνο»), η θεματική των ανισοτήτων είναι ο κοινός παρονομαστής.

Η ταινία του Ostlund είναι χωρισμένη σε τρία κεφάλαια. Στο πρώτο μπαίνουμε στον κόσμο του μόντελινγκ, μέσα από κάποιες άβολες στιγμές στη ζωή ενός ζευγαριού μοντέλων-ινφλουένσερς, του Καρλ και της Γιάγια. Ο Καρλ προσπαθεί μάταια να υπερβεί την πλασματική υφή του κόσμου του, τολμώντας να μιλήσει και να επιμείνει για μικρές λεπτομέρειες στην καθημερινή συμπεριφορά, που υποδηλώνουν βαθύτερες αδυναμίες (εκεί ακριβώς βασίζεται και η «Ανωτέρα Βία»). Εκείνος το πηγαίνει επί του προσωπικού και καταλήγει να τσακωθεί με την κοπέλα του, όμως ο θεατής γνωρίζει πως αυτά τα συμπεριφορικά στοιχεία είναι καθιερωμένα σε ένα ευτύτερο πλαίσιο στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.

Στο δεύτερο κεφάλαιο βρισκόμαστε σε ένα πολυτελές κρουαζιερόπλοιο, όπου οι δύο βασικοί χαρακτήρες κάνουν τις διακοπές τους (τις οποίες κέρδισαν σαν δώρο από την ινφλουένσινγκ-δουλειά τους). Εκεί το πράγμα χοντραίνει, σταδιακά όλο και περισσότερο, καθώς ο Καρλ και η Γιάγια εκπροσωπούν μόνο ένα μικρό και πολύ συγκεκριμένο τμήμα μιας ολικά τοξικής κοινωνίας. Οι μικρές, βαθύτερες αδυναμίες που όλοι μαθαίνουμε επιμελώς να κρύβουμε μέσα στον τρόπο που αλληλεπιδρούμε, για τις οποίες μιλούσε προηγουμένως ο Καρλ, εδώ συσσωρεύονται όλες μαζί, οι τάξεις ανατρέπονται και τα συλλογικά απωθημένα ανασύρονται και οργιάζουν, οδηγώντας σε μια επικών διαστάσεων καταστροφή.

Τέλος, οι επιζώντες από την καταστροφή, σε ένα μικρό νησί, προσπαθούν με τα ελάχιστα να ξεκινήσουν μια νέα κοινωνία από το μηδέν. Οι προηγούμενες τάξεις τους έχουν ήδη ανατραπεί, και τα survival-skills είναι αυτά που πλέον καθορίζουν τον ισχυρό έναντι του ανίσχυρου. Σε ένα ευφυές κλείσιμο, ο Ostlund αναρωτιέται αν η νέα κοινωνία μετά την καταστροφή μπορεί να κάνει τη διαφορά, ή αν ο άνθρωπος είναι αιώνια καταδικασμένος στην επανάληψη του λάθους, όντας δέσμιος των μικρών και μεγάλων αδυναμιών του.

Όσο αψεγάδιαστα στημένο, ξεκαρδιστικό και άκρως διασκεδαστικό είναι το νέο πόνημα του Ostlund, είναι άλλο τόσο χοντροκομμένο, εύπεπτο και διαφανές ως αλληγορία. Όχι ότι αυτό αφαιρεί πολλούς πόντους ή μειώνει το εγχείρημα, καθώς πρόκειται για δυόμισι ώρες καθαρής απόλαυσης (πράγμα αληθινά σπάνιο και δύσκολο στο αρτ σινεμά), ενώ κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την αρτιότητα της δοκιμιακής γραφής του. Όμως το έργο αυτό μοιάζει σαν μια ευφάνταστη σύνοψη όλων των προβληματικών με τις οποίες έχει καταπιαστεί ο Ostlund στο παρελθόν. Είναι σαφώς πιο ψυχρό, εγκεφαλικό και αποστασιωποιημένο από τους προκατόχους του, καθώς εδώ οι χαρακτήρες είναι όλοι προσχηματικοί, αντικείμενα σάτιρας. Αυτό που μάλλον μπορούμε να προσάψουμε στον Σουηδό, είναι ότι παρά την αδιαμφισβήτητη μαεστρία του, αυτή τη φορά έβγαλε εντελώς την ουρά του απ’ έξω.

  • Η ταινία αναμένεται στις ελληνικές αίθουσες στις 25 Αυγούστου από τη Feelgood Entetraiment. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *