Απόσπασμα από το βιβλίο Κινηματογραφικοί Δημιουργοί, του Θόδωρου Σούμα
Η αφήγηση στις ταινίες του Ταραντίνο
Το 2009 γύρισε το Inglourious Basterds (ελλ.τίτλος Άδωξοι μπάσταρδη) μια πολεμική περιπέτεια. Αν και έχει σαν αφετηρία μια ταινία του εμπορικού Ιταλού σκηνοθέτη Έντζο Καστελάρι, ουσιαστικά μας θυμίζει τις αντίστοιχες αντιναζιστικές περιπέτειες της χρυσής εποχής του Χόλυγουντ και ειδικότερα την εκπληκτική, αντιναζί κωμωδία Το be or not to be του μεγάλου Λιούμπιτς, μόνο που στη θέση του θεάτρου ως σκηνής όπου διαδραματίζονταν τα μπερδέματα κι οι παρεξηγήσεις, ο Ταραντίνο, ως ακόρεστος σινεφίλ, τα τοποθετεί στη σκηνή του κινηματογράφου.
Από το Inglourious Basterds περνούν πολλές έξυπνες κινηματογραφοφιλικές αναφορές, στη ναζί σκηνοθέτιδα Λένι Ρίφενσταλ, στη ναζιστική βιομηχανία κινηματογράφου υπό τον Γκέμπελς, αλλά και στον σπουδαίο Γερμανό σκηνοθέτη Παμπστ, στο χολυγουντιανό σινεμά (και την έντονη παρουσία των Εβραίων σ’αυτό), στον Τσάπλιν και τον Μαξ Λίντερ, στα σπαγγέτι ουέστερν, κ.ο.κ… Ανάμεσα στα πρόσωπα της μυθοπλασίας υπάρχουν ηθοποιοί, αιθουσάρχης, κριτικός κινηματογράφου, μηχανικός προβολής, σινεφίλ στρατιωτικοί, κ.α. Η κινηματογραφόφιλη αίσθηση ενδυναμώνεται από τις μουσικές του Ένιο Μορικόνε και του Λέοναρντ Μπερνστάιν που χρησιμοποιεί συχνά ο Ταραντίνο.
Για άλλη μια φορά, ο Ταραντίνο σκηνοθετεί με ασυναγώνιστη δεξιοτεχνία και δυναμισμό, ενσωματώνοντας στο φιλμ μέρη (σύντομα ή μεγάλα) που έχουν δράση και σασπένς που σου κόβουν την ανάσα (συχνά μάλιστα, μέρη βασισμένα, περιέργως, στους αστραφτερούς, θρασείς διαλόγους). Η κάμερά του κινηματογραφεί και κινείται με βιρτουοζιτέ, τα πλάνα του είναι λειτουργικά και μεστά.
Η αφηγηματική δεινότητα είναι συνυφασμένη με το στυλ του. Χρησιμοποιεί σύντομα, επεξηγηματικά φλας μπακ και αναμνήσεις (δες την αφήγηση του πώς ο Γερμανός, που μεταφέρει τις πληροφορίες στους ανωτέρους του, γλύτωσε από τη διμοιρία των Αμερικανών κομάντος). Ο σκηνοθέτης, για να διηγηθεί με συνεχή ροή, χρησιμοποιεί ακόμη και το παράλληλο μοντάζ. Απροσδόκητες εκπλήξεις και δυναμικές εκρήξεις διανθίζουν την εξέλιξη της ταινίας. Στη μνήμη μας εντυπώνονται ορισμένα δυνατά πρόσωπα, π.χ. ο κακός, διαβολικός, είρων, ευφραδής, οπορτουνιστής και μακιαβελικός ναζί συνταγματάρχης Άλντα (ο καταπληκτικός Κρίστοφ Βαλτς) και οι δύο αισθησιακές, σκληροτράχηλες γυναίκες της αντίστασης, η σαγηνευτική κι εύστροφη γερμανίδα σταρ του σινεμά (η μαγευτική Νταϊάν Κρούγκερ) και η νεαρή Εβραία που εκδικείται ανελέητα τη σφαγή των γονιών της (Μελανί Λορέν).
Oι διάλογοι του Ταραντίνο είναι γενικά, μα και ειδικότερα στο Άδωξοι μπάσταρδη, δυνατοί, λαμπεροί και συνάμα δηλητηριώδεις, αστείοι, σφριγηλοί κι επιθετικοί. Περικυκλώνουν, παγιδεύουν και πυροβολούν τον συνομιλητή (δες τις τρομερές ανακρίσεις του συνταγματάρχη Άλντα/Βαλτς) και ενίοτε γεννούν ένα εντονότατο σασπένς γιατί αφήνουν σε εκκρεμότητα, καθυστερούν την απόληξη των δρώμενων (για παράδειγμα η σκηνή στην ταβέρνα, όπου, δίπλα στους ναζί, λαμβάνει χώρα το μυστικό ραντεβού των αντιστασιακών). Οι διάλογοι του, γενικά, τσακίζουν κόκαλα, είναι χάρμα. Το σινεμά του στηρίζεται τόσο στα πλάνα, όσο και στους διαλόγους (κι ας μη ξεχνάμε τη λειτουργική και σινεφιλική, αναφορική χρήση της μουσικής, που περιλαμβάνει τη μουσική του Ένιο Μορικόνε στο Αλοζανφάν των Ταβιάνι και στα σπαγγέτι ουέστερν, καθώς και τη μουσική της ποπ κουλτούρας, βλέπε το τραγούδι του Ντέιβιντ Μπόουι).
Το χιούμορ της ταινίας είναι διαβρωτικό, σκωπτικό και σαρδόνιο. Ο Ταραντίνο ποτίζει τα φιλμ του με αποκοτιά, μαύρο χιούμορ και ανίερο καγχασμό. Στο Άδωξοι μπάσταρδη βρίσκουμε μερικές φορές ωμότητα, ειρωνεία, βία, απρέπεια και δόσεις γκροτέσκου (π.χ. στην απεικόνιση του Χίτλερ).
Διαβάστε και: “Κινηματογραφικοί Δημιουργοί” από τον Θόδωρο Σούμα