
Θυμάμαι… μια μάλλον-μέρα
Συντάκτης: Σοφία Γουργουλιάνη
Ξύπνησες. Πάλι-ξύπνησες. Ήταν μάλλον-Τρίτη-πρωί ή μάλλον-Τετάρτη.
Ήταν μια μάλλον-μέρα που τσακώθηκες μαζί του γιατί δεν έφαγε την κρέπα που του έφτιαξες ή γιατί ανησυχεί υπερβολικά που η αδερφή του έχει δέκατα. Που τον φώναξες να κάτσει στην αγκαλιά σου, κοπάνησε την πόρτα του «δεν την παλεύω εδώ μέσα». Και μετά ήρθε δίπλα σου μέχρι που σας πονέσανε τα γόνατα από το πολύ λύγισμα, για να τα έχετε πλεγμένα όσο πιο κοντά γίνεται.
Μια τέτοια μέρα ή μια άλλη μέρα που έμοιαζε με μια τέτοια μάλλον-μέρα έβαλες να δεις εκείνη την ταινία που χρόνια απέφευγες γιατί έλεγες «Φελίνι. Ποιος βλέπει Φελίνι;». Και είναι κι εκείνος που σου λεγε πάντα ότι ο Φελίνι μοιάζει με τη Βλαχοπούλου, «Όλοι είναι χαρούμενοι, φωνάζουν και κάνουν ζωάρα χωρίς λόγο». Ήθελες πάντα να του απαντήσεις «Ούνα φάτσα, ούνα ράτσα», αλλά μετά σκεφτόσουν ότι η Βλαχοπούλου δεν πουλάει πια. Αλλά ούτε κι ο Φελίνι.
Εκείνο το πρωί σε βρήκε με καυτό καφέ και το Άμαρκορντ. Play. Αναμνήσεις από τα ιταλικά 30’s. Κάπου υπάρχουν έφηβοι που θέλουν όμορφες γυναίκες. Που δεν μετράνε μέρες γιατί τις έχουν άπειρες, Κάπου σκάνε θάλασσες στα μούτρα και ξεχειλίζουν οι παραλίες μέχρι μέσα στις πόλεις. Κι εκεί τα σπίτια έχουν βότσαλα και κοχύλια που θα επιστρέψεις μια μέρα να μαζέψεις.
Κι ο νεαρός Φελίνι που σκάει φαρδύς πλατύς από μπασμένος έφηβος σ’ενήλικας είσαι εσύ κι ο γείτονας σου από τη Νιγηρία και η 80χρονη γειτόνισσα που πάντα ξεχνάει τ’ όνομα σου.
Και θυμάσαι που ήσουνα παιδί και μιλούσες κι εσύ ιταλικά ή διάβαζες Ιούλιο Βερν σε ένα ξύλινο ντιβάνι σε κάποιο χωριό ή μετρούσες παγωτά τα καλοκαίρια κι έτρωγες τηγανόψωμο για πρωινό. Δεν έπλενες ποτέ τα χέρια σου από τη λαδίλα, η γιαγιά φώναζε. Τα απογεύματα πάντα σφουγγάριζε. Εσύ έβλεπες τη Φρουτοπία, σήκωνες τα πόδια, μυρωδιά από χλωρίνη. Και ξαφνικά κατουριέσαι, πατάς τα σφουγγαρισμένα. Η γιαγιά φταίει. Τόση βυσσινάδα κάθε απόγευμα…
Κι έχασες κάτι σκηνές απ’ το Άμαρκορντ γιατί ξαφνικά δεν ήσουν τόσο Ιταλός όσο έπρεπε ή δεν ήσουν κι εσύ από το Ρίμινι. Αλλά, τελικά χάνεις (πάλι) τη μάχη με τη γιαγιά. Ο Φελίνι κερδίζει -άνιση μάχη (σκέφτεσαι)- κι έγινες 15χρονος. Και τα ενδεχόμενα ανοίξανε όλα μπροστά σου σαν τα φύλλα απ’ τις πίτες της γιαγιάς, λαδερά και πεντανόστιμα.
Και χώθηκες κάπου ανάμεσα σε εκείνη την τρίτη και την τέταρτη μάλλον-μέρα, χτύπησες το κεφάλι σου στον τοίχο κι άνοιξε ο τοίχος. Κι αντι να χυθούνε μυαλά, χυθήκανε όλα εκείνα αύριο που τα χες -χρόνια τώρα- κάνει κρεμαστάρια. Κι ο χρόνος, παρκούρ (από το γαλλικό κουρ-τρέχω σκέφτηκες αλλά μετά είπες «και στη Γαλλία τα ίδια σκατά έχει». Ας είναι κουρ απ’ το κουρεύω, το κουρείο της γειτονιάς, έκλεισε κι αυτό-πουθενά φως).
Στοπ, τίτλοι τέλους. Τον φωνάζεις, σιωπή. Λες κοιμήθηκε πάλι. Πλησιάζεις, παίζει κιθάρα. Μπιτλς. Ναι, μάλλον Μπιτλς. Ή το One Day Soon των Doors. Πάντα σας άρεσε.
Someday soon, someday soon
Familiar freaks will fill your living room
Rugs lash out their lizard tongues
You’re not getting young, you’re not getting young